Η βαρβαρότητα και όσοι την ανέχονται

Η απόφαση Ερντογάν για την Αγία Σοφία αποτελεί προέκταση βαρβαρότητας των όσων επεδίωξε και επέφερε η Τουρκία στις 20.7.1974 σε βάρος του μικρού Κράτους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν τότε η πρώτη δοκιμή της «δύναμης» της ισχύος σε βάρος της νομιμότητας που επιβάλλει το Διεθνές Δίκαιο.

Ήταν όμως και μια δοκιμή της αντίδρασης που φυσιολογικά ανέμενε η Τουρκία. Η αντίδραση ήταν, ακόμη και από το ίδιο το θύμα της βαρβαρότητας, τον κυπριακό λαό και την πολιτική του ηγεσία, ελάχιστη και συνεχώς έκτοτε εξασθενίζει και καθίσταται υποτυπώδης, γιατί κάποιοι πίστεψαν και πιστεύουν ακόμη ότι οι υποχωρήσεις από θέσεις αρχής θα εξημερώσουν το θηρίο!

Αφού τα ίδια τα θύματα της βαρβαρότητας τις «ανέχονται» και απλώς αναζητούν συμβιβαστικές λύσεις, γιατί ανέμεναν σήμερα η Ελλάδα και η Κύπρος ως κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια δυναμική αντίδραση της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Τουρκίας; Ιδιαίτερα όταν μεγάλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν τεράστια οικονομικά συμφέροντα και επιδράσεις από την Τουρκία; Γιατί να προωθήσουν οι ίδιοι οι εταίροι στάση δυναμική κατά της Τουρκίας, όταν εμείς εδώ στην Κύπρο διαχρονικά ανεχθήκαμε να μετακινηθούμε από τις αρχικές δίκαιες αξιώσεις μας, που υποχρέωσαν τα Ηνωμένα Έθνη σε ψηφίσματα πραγματικής καταδίκης της Τουρκίας. Άρα η ευθύνη για μια σταθερή στάση βαραίνει τη δική μας πλευρά.

Ιδιαίτερα τέτοιες μέρες που η ιστορία λειτουργεί ως πυξίδα και φάρος για τους αγωνιζόμενους λαούς. Γι’ αυτό κάθε μαύρη επέτειος, όπως η 15η και η 20ή Ιουλίου του 1974, πρέπει συνεχώς να ακονίζει τη μνήμη, να σμιλεύει τη συνείδηση μέσα στη φλόγα της ιστορικής γνώσης και της ορθής πολιτικής ανάλυσης, να εντοπίζει τα αίτια για την πορεία που ακολούθησε η Ιστορία, ώστε να προκύπτει το χρέος εκάστου προς την πατρίδα. Η καταδίκη από κοινού του δίδυμου εγκλήματος σε βάρος του λαού και του τόπου μας, ως και της σημερινής προέκτασής του από πλευράς Τουρκίας, δεν μπορεί και δεν είναι μια απλή τυπική υποχρέωση. Αντίθετα, πρέπει να αποτελεί κατάθεση δέσμευσης, για συνέχιση του αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση. Προϋπόθεση βέβαια σε έναν πραγματικό αντικατοχικό αγώνα είναι η ενότητα δυνάμεων και οι κοινοί στόχοι για δικαίωση.

Ο τόπος μας μπορεί να είναι μικρός, αλλά πάλεψε διαχρονικά με επίβουλους γείτονες και επιδρομείς για χιλιάδες χρόνια. Αγωνίστηκε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τη δημοκρατία και την ελευθερία. Οι άνθρωποί του, ως απλοί συνεχιστές μιας λαμπρής ιστορίας χιλιάδων χρόνων, αποδείχθηκαν αγωνιστές ακούραστοι για την ελευθερία και αναζήτησαν το δίκαιο, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτός ο ολιγάριθμος λαός αρνείται την καταπίεση και τη βαρβαρότητα και απαιτεί να διαμορφωθεί η αναγκαία, νέα πορεία επίτευξης ενός καλύτερου και δίκαιου μέλλοντος. Είναι, δε, για πρώτη φορά που η τουρκική πολιτική υφίσταται πολύμορφη επίκριση και από πολλούς. Κατάσταση που δεν αρκεί και δεν επιτρέπει εφησυχασμό.

Σαράντα έξι χρόνια από εκείνο τον Ιούλη, που το σώμα της Κύπρου σημαδεύτηκε κατάστηθα με τις χαρακιές της προδοσίας του πραξικοπήματος και της συμφοράς από την εισβολή και κατοχή, και όμως συνεχίζουμε, αντί της απελευθέρωσης, να ζούμε κρίσιμες στιγμές. Διακυβεύεται πιο έντονα η επιβίωση του Κράτους, από τις συνεχείς και διαχρονικές, από πλευράς Τουρκίας, παρανομίες, αντίθετα στο διεθνές δίκαιο, στο δίκαιο της θάλασσας και στο κοινοτικό δίκαιο. Πρόσθετα, συντρέχουν και τα διαδοχικά λάθη της πολιτικής μας, των υποχωρήσεων. Υποχωρήσεις που «πρόσφεραν» (χωρίς την όποια περί τούτου εντολή από τον κυρίαρχο λαό), καταστροφικές παραχωρήσεις, αναμένοντας, δήθεν, το «αντίδωρο» από την Τουρκία, η οποία διακηρύσσει θρασύτατα, ακόμη και προς την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι δεν θα συμμορφωθεί και δεν θα τηρήσει το διεθνές δίκαιο, τον πολιτισμό και την αρχή της καλής γειτονίας.

Είναι καταθλιπτικά απαράδεκτη κατάσταση, να διαπραγματεύεται μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, τη λύση του δικού της, διεθνούς αλλά και ευρωπαϊκού, προβλήματος παράνομης στρατιωτικής εισβολής, εποικισμού και κατοχής, με προδιαγραφές ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές. Δεν μπορεί ο μόνος λόγος αυτής της τραγικότητας να είναι στα 46 χρόνια συνομιλιών η διπλωματική δεινότητα ή η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας. Συνεισφέρει, δυστυχώς, πρόσθετα η εθελότυφλη αντίληψη ότι η Τουρκία θα συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, όχι γιατί θα αναγνωρίσει τις ευθύνες της, αλλά γιατί αυτό είναι το «συμφέρον» της, εξ ου και οι απαράδεκτες ιδέες για «συνδιαχείριση» του Αιγαίου ή συμφωνημένο διαμοιρασμό του υποθαλάσσιου πλούτου της περιοχής με την Τουρκία!

Τον ισχυρό και βάρβαρο, ένοχο κατά το διεθνές δίκαιο, πρέπει να τον θέτεις και να τον διατηρείς στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Οι καταγγελίες και η αναζήτηση αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση που έγιναν κάπως πιο έντονα τώρα, έπρεπε να είχαν γίνει πριν από πολλά χρόνια. Ας φροντίσουμε επίμονα να προωθούμε βελτιώσεις στη στάση αυτή.

Αποτελεί βασική αρχή αγώνα διεκδίκησης να μην αφήνεις στο απυρόβλητο μια χώρα που παραβιάζει διαρκώς και πολλαπλώς το διεθνές δίκαιο. Όμως, ένας τέτοιος αγώνας απαιτεί ομόφωνη και συστρατευμένη διεκδίκηση, που δεν υπάρχει. Αυτή θα αποβεί η δημιουργική δύναμη, για τη μοίρα του τόπου. Η μετά από 46 χρόνια μνήμη αγώνων και θυσιών και η αξιοπρέπεια του λαού δεν επιτρέπουν άλλες πλέον εθελότυφλες αντιλήψεις και υποχωρήσεις. Τα αναφαίρετα δικαιώματα του λαού και του τόπου πρέπει να είναι γνωστό σε όλους ότι είναι αδιαπραγμάτευτα και ότι απαιτούμε να γίνουν σεβαστά με την σύμπραξη και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γι’ αυτό αναζητούμε πραγματική αλληλεγγύη που να επιτρέψει στην Τουρκία να κατανοήσει επιτέλους την ανάγκη για σεβασμό στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Πρώτιστα, όμως, ας επιτύχουμε, ώστε ο κυρίαρχος λαός, να είναι αγωνιστικά παρών (πάνω από κομματικές αντιλήψεις) και ομόγνωμος, για την αποτροπή κάθε καταστρεπτικής λύσης.

*Δικηγόρος