Γαργαλίζειν ανδριάντα
Βαρύτατες είναι οι ιστορικές ευθύνες όσων διαχειρίστηκαν το Κυπριακό – ζώντων και τεθνεώτων – από δικής μας πλευράς.
Απεμπόλησαν το δικαίωμα αυτοδιάθεσης και εγκατέλειψαν το αίτημα της Ένωσης – της μόνης δίκαιης και βιώσιμης λύσης που διασφάλιζε την εθνική και φυσική επιβίωση του Κυπριακού Ελληνισμού – για την οποία χύθηκαν ποταμοί αίματος.
Υπογράψαμε τις επάρατες συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου με τις οποίες δώσαμε υπερπρονόμια στην τ/κ μειονότητα, που καμία άλλη μειονότητα έχει στον
κόσμο και, προπαντός, επαναφέραμε την Τουρκία στην Κύπρο – η οποία είχε παραιτηθεί παντός δικαιώματος με τη συνθήκη της Λωζάνης – αναγνωρίσαμε «δικαιώματα επεμβάσεως» και μάλιστα μονομερούς, στους δε Βρετανούς αποικιοκράτες παραχωρήσαμε «γην και ύδωρ» υπό την μορφήν «κυρίαρχων βάσεων», από τις οποίες ουδέποτε θα αποχωρήσουν, όπως συμβαίνει και στο Γιβραλτάρ.
Παρά ταύτα, με την έλευση μιας Ελληνικής Μεραρχίας, με ενισχυμένη δύναμη πυρός (1964-67) και τη δημιουργία της Ανώτατης Στρατιωτικής Δύναμης Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ), η Κύπρος κατέστη απόρθητο φρούριο, η Ένωση θεωρείτο πλέον διεθνώς ως τετελεσμένο γεγονός και κάθε απόπειρα τουρκικής εισβολής ήταν καταδικασμένη σε πανωλεθρία.
Η συγκυρία αυτή ουδέποτε αξιοποιήθηκε από την κυπριακή ηγεσία, η οποία περί άλλα τύρβαζε και συνεχώς αντιδικούσε με την ηγεσία του Εθνικού
Κέντρου.
Είναι γνωστή η καταγγελία του αείμνηστου Γεωργίου Παπανδρέου «Άλλα συμφωνούμε και άλλα πράττετε».
Δεν είναι του παρόντος να αναφερθούμε εν λεπτομερεία στις κατά καιρούς δηλώσεις του Γ. Παπανδρέου, που το όραμά του ήταν οι Έλληνες της Κύπρου να συνεχίσουν προς Ανατολάς με ειρηνικά μέσα την πολιτιστική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Άλλωστε, ο ίδιος στις 27/10/1964 από τη Θεσσαλονίκη διακήρυττε: «Η Ένωσις ήλθε, η Ένωσις έρχεται».
Αλλά και μετά την τουρκική εισβολή – ανεξαρτήτως αφορμής – αντί να επιδιωχθεί η εθνική συμφιλίωση και η δημιουργία ενός ενιαίου, αρραγούς, πανεθνικού, αντικατοχικού και απελευθερωτικού μετώπου, αναγνωρίσαμε έμμεσα τα τετελεσμένα της εισβολής και κατοχής.
Με τις ούτω καλούμενες «συμφωνίες υψηλού επιπέδου» (γνωστές ως συμφωνίες κορυφής) και στη συνέχεια κατάθεσης «χάρτου για το εδαφικό», απενοχοποιήσαμε την Τουρκία, δεχθήκαμε τη διχοτόμηση και θέσαμε τη θηλιά του σχοινιού γύρω από τον λαιμό μας, για να το τραβά όπως και όποτε θέλει, όπως πράττει με τη δημιουργία συνεχών νέων τετελεσμένων.
Από θέμα εισβολής και κατοχής το Κυπριακό μετατράπηκε σε «δικοινοτική διαφορά», ενώ η Τουρκία δεν εισέβαλε για να προστατεύσει δήθεν τους Τ/κ, αλλά για να υλοποιήσει τα μακροχρόνια σχέδιά της για ανάκτηση και εσαεί έλεγχο της Κύπρου.
Διερωτήθηκα πολλές φορές, εάν οι Τ/κ ήταν η πλειοψηφία και εμείς, που από της αυγής της ιστορίας είμαστε οι πραγματικοί ιδιοκτήτες της Νήσου, η μειοψηφία, αν θα είχαμε διαφορετική τύχη από εκείνη των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου.
Σήμερα, στο θλιβερό κατάντημα που βρισκόμαστε να είμαστε στο έλεος της τουρκικής επιθετικότητας, διαμαρτυρόμαστε ή προβαίνουμε σε διαβήματα και παραστάσεις προς κάθε κατεύθυνση (ΟΗΕ, Ευρωπαϊκή Ένωση και αλλού) αλλά, δυστυχώς, χωρίς καμιά ουσιαστική ανταπόκριση.
«Δεν είναι εύκολες οι θύρες όταν η χρεία τις κουρταλεί» λέει ο Διονύσιος Σολωμός.
Όσοι νομίζουν ότι η Τουρκία θα αλλάξει στάση, ας έχουν κατά νου ότι, για τη στάση και συμπεριφορά της, ισχύει η ρήση «γαργαλίζειν ανδριάντα», γιατί σε τίποτε δεν πρόκειται να συμμορφωθεί.
*Πρώην συνδικαλιστής