Ελληνική στρατηγική, τουρκικού κλοιού επερχoμένου

Η Τουρκία, ακολουθούσα μια παλαιόθεν δοκιμασμένη και εφαρμοσμένη στρατηγική αναθεωρητικά επιθετικών ενεργειών έναντι της Ελλάδος και της Κύπρου, προχωρεί και σήμερα με τη σχετική έκδοση NAVTEX – απαγόρευσης ναυσιπλοΐας, καλύπτουσα μεταξύ άλλων και ελληνικά χωρικά ύδατα με σκοπό την εντός αυτών πλεύση τουρκικού ερευνητικού σκάφους, αποσκοπούσα κατά τα ανωτέρω στην εμπέδωση διεθνώς της παράστασης περί νομίμως διεκδικούσης κυριαρχία στην εν προκειμένω θαλάσσια περιοχή.

Η Άγκυρα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, δοκιμάζει τις ελληνικές αντιδράσεις ως προς τη θέληση, την ικανότητα, κυρίως δε την αποφασιστικότητα των Αθηνών να υπερασπιστούν, τόσο την ελληνική επικράτεια στο πλαίσιο της διεθνούς δικαιοταξίας, όσο και αυτά τούτα τα εθνικά συμφέροντα που συνιστούν για την εκάστοτε κυβέρνηση και συνταγματική υποχρέωση.

Σημειώνεται πως η χρονική στιγμή πραγμάτωσης της προαναγγελθείσας εξόδου του τουρκικού ερευνητικού σκάφους «Ορούτς Ρέις» δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, όσο έχει κατά ταύτα η ικανότητα και η πολιτική θέληση της Άγκυρας για πραγμάτωση του σχεδιασμού της. Η απάντηση ως προς το εάν η Τουρκία θα προχωρήσει εν τέλει στην κίνηση παρανόμων ερευνών εντός των ελληνικών θαλασσίων ζωνών βρίσκεται στην πεποίθηση της Τουρκίας ως προς το κατά πόσον η θέληση των Αθηνών για ικανή διά της στρατιωτικής ισχύος και άλλων μέσων απάντηση αποτροπής συνιστά μιαν αληθή πραγματικότητα ή όχι.

Τούτων δεδομένων η Αθήνα ευρισκόμενη στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος και με τη διεθνή κοινότητα οιονεί παρούσα, κινείται σε έντονο διπλωματικό επίπεδο, αλλά και σε αμυντικά στρατιωτικό πλαίσιο εν αναμονή ενδεχομένων εξελίξεων. Σημειώνεται εν προκειμένω και με βάση τις τελευταίες διαδραματισθείσες εξελίξεις που περιλαμβάνουν και την παρέμβαση της Γερμανίδας Καγκελαρίου, Άγκελα Μέρκελ, με σκοπό την αποκλιμάκωση της έντασης μεταξύ των δυο χωρών, ότι η γερμανική πρωτοβουλία συνιστά κίνηση επί δικαίων και αδίκων, καλώντας εν προκειμένω τα δυο μέρη σε διάλογο.

Ο γερμανικής έμπνευσης προβαλλόμενος διαμεσολαβητικός διάλογος βρίσκει ευήκοα ώτα στην Τουρκία, καθώς αυτός συνιστά και εξυπηρετεί τη στρατηγική στόχευση της Άγκυρας, δεδομένου ότι το πλαίσιο του όποιου διαλόγου, σύμφωνα με την Άγκυρα, περιλαμβάνει τις τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδος, στοιχείο που η γερμανική πολιτική ευσχήμως παραβλέπει ή και συνειδητά υποβαθμίζει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται η γερμανική, και όχι μόνο, στόχευση για αποφυγή ελληνοτουρκικής σύγκρουσης διά της συνομολόγησης συνθηκών διαλόγου ανεξαρτήτως υπακοής εν προκειμένω στους κανόνες της διεθνούς νομιμότητας.

Η οπτική του διεθνούς παράγοντα που αναφέρεται κυρίως σε Βερολίνο και Ουάσιγκτον παραπέμπει σε ίδια συμφέροντα που εκφράζονται διά της αποφυγής συγκρουσιακών εξελίξεων μεταξύ δυο μελών του ΝΑΤΟ, ανεξαρτήτως του ποιος φέρει την ευθύνη σχετικώς και ουδέν πέραν τούτου. Η εικόνα μεταξύ των δυο αντιμαχομένων, που εκπέμπεται διεθνώς, υποδεικνύει μια Ελλάδα τείνουσα σε εθνικές υποχωρήσεις και μια Τουρκία αδιαλείπτως και αδιαλλάκτως διεκδικούσα.

Ως εκ τούτου το βάρος των πιέσεων σε στιγμές κρίσης, δοκιμασμένο σε μια ιστορική διαδρομή, πέφτει στην Ελλάδα ως τον πλέον επιδεκτικό πιέσεων παράγοντα στην κρίσιμη αυτή περιοχή της νοτιανατολικής Μεσογείου. Η εικόνα αυτή συνιστά το αποτέλεσμα μιας ανυπάρκτου ή και λανθασμένης ελληνικής στρατηγικής, αφενός ως προς την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής επιθετικότητας και αφετέρου ως προς τη μηνυματική σχέση των Αθηνών με το διεθνές περιβάλλον και την αξιόπιστη ικανότητα παρεμβατικής και θετικής εν προκειμένω προς τα ελληνικά συμφέροντα λειτουργίας της Ελλάδας στα διεθνή κέντρα λήψης αποφάσεων.

Των ανωτέρω δεδομένων, η Αθήνα εν μέσω διεθνών εξελίξεων που άπτονται, τόσο ελληνικών συμφερόντων, όσο και κρίσιμων αλλαγών στην περιοχή, είναι υποχρεωμένη να ισχυροποιήσει τη θέλησή της για εμπέδωση μιας αποτρεπτικής στρατηγικής, αποτινάσσοντας από πάνω της την εικόνα ενός ευάλωτου σε υποχωρήσεις κρίκου στην αλυσίδα των εξελίξεων, οικοδομώντας δε ταυτόχρονα την παράσταση μιας κρατικής οντότητας που ξέρει και μπορεί να υπερασπίζεται αποτελεσματικά τα εθνικά της δίκαια.

Στο πλαίσιο αυτό η ελληνική εξωτερική πολιτική οφείλει να επιστρατεύσει δυνάμεις τέτοιες που να οδηγούν σε πρωτοβουλία κινήσεων εναντίον της τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής, χωρίς τούτο να επέρχεται εν αναμονή μιας αμυντικής κατά ταύτα εθνικής περιχαράκωσης. Η Αθήνα σήμερα έχει τις δυνατότητες και κατά ταύτα οφείλει να λειτουργήσει σε επίπεδο τακτικού αιφνιδιασμού έναντι της Άγκυρας, τόσο σε διπλωματικό, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών Για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο