Αναλύσεις

Παραχώρηση νέων χρηματοδοτήσεων

Η παραχώρηση εγγυήσεων και η επιδότηση επιτοκίου είναι μέτρα τα οποία υιοθετούνται από την Κυβέρνηση για ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που θα ήθελαν να προχωρήσουν σε αγορά κατοικίας - Την ίδια στιγμή, «τρέχει» η νομοθεσία που αφορά την αναστολή δόσεων των δανείων μέχρι το τέλος του χρόνου

Η τροφοδότηση μιας οικονομίας με ρευστότητα μέσω χρηματοδοτήσεων ενισχύει την προσπάθεια για ανάπτυξη και αύξηση της απασχόλησης, διατηρώντας τα επίπεδα της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα. Φυσικά, η παραχώρηση χρηματοδοτήσεων πρέπει να γίνεται ανάλογα με τη δυνατότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη, στη βάση ενός σωστού και μελετημένου επιχειρηματικού σχεδίου, και με τις απαραίτητες εξασφαλίσεις.

Είναι γνωστό ότι τα κυπριακά νοικοκυριά και oι επιχειρήσεις παρουσιάζουν πολύ υψηλά ποσοστά δανεισμού, απόρροια της αλόγιστης πιστωτικής επέκτασης κατά την περίοδο πριν από την κρίση και το μνημόνιο. Τα τελευταία χρόνια παρουσιάστηκε σε σημαντικό βαθμό απομόχλευση, αλλά ακόμη το ποσοστό του ιδιωτικού χρέους παραμένει σε υψηλά επίπεδα.

Πολλά τα παραδείγματα εταιρειών που δανείστηκαν ποσά, τα οποία δύσκολα θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν (υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις εταιρειών που μπήκαν σε διαχείριση, εφόσον τα τραπεζικά ιδρύματα ενεργοποίησαν τις ρήτρες των ομολόγων κυμαινόμενης επιβάρυνσης). Άλλωστε, πριν από μια δεκαετία, βασική παράμετρος για να πάρει κάποιος δάνειο ήταν η αξία των εξασφαλίσεων. Επιπλέον, πολλοί οργανισμοί απέτυχαν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα της αγοράς και, υπό την πίεση του υψηλού δανεισμού, οδηγήθηκαν στο κλείσιμο.

Η παραχώρηση εγγυήσεων και η επιδότηση επιτοκίου είναι μέτρα τα οποία υιοθετούνται από την Κυβέρνηση για ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που θα ήθελαν να προχωρήσουν σε αγορά κατοικίας.

Την ίδια στιγμή, «τρέχει» η νομοθεσία που αφορά την αναστολή δόσεων των δανείων μέχρι το τέλος του χρόνου. Πιθανή επέκταση της συγκεκριμένης ρύθμισης ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστεί για συγκεκριμένους κλάδους, όπως την ξενοδοχειακή βιομηχανία (ή τουλάχιστον η καταβολή μόνο τόκων), λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη ότι οποιαδήποτε απόφαση δεν πρέπει να επηρεάζει ασύμμετρα το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και την κεφαλαιακή βάση των τραπεζών.

Υπενθυμίζεται ότι τα τραπεζικά ιδρύματα αυτήν τη στιγμή διαθέτουν σημαντική ρευστότητα (που πολλές φορές δημιουργεί επιπλέον κόστος) και αναζητούν τρόπους διοχέτευσής της, πάντοτε εντός των οδηγιών που αφορούν την επενδυτική πολιτική (αν για παράδειγμα επιλέξουν να προχωρήσουν σε αγορές χρηματοοικονομικών μέσων, όπως ομολόγων) ή την πολιτική παροχής χορηγήσεων.

Πλέον, για τη σύναψη δανείου ο δανειολήπτης θα πρέπει να αποδείξει δυνατότητα αποπληρωμής και να συμπληρώσει με λεπτομέρεια το έντυπο που αφορά τα εισοδήματα και τα αναμενόμενα έξοδα της οικογένειάς του ή, όταν αναφερόμαστε σε επιχειρήσεις, να προσκομίσει ολοκληρωμένο επιχειρηματικό πλάνο.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η δανειοδότηση δεν μπορεί να αφορά το σύνολο της επένδυσης ή της αξίας αγοράς κατοικίας, και ο δανειολήπτης θα πρέπει να καταβάλει και να έχει διαθέσιμο περίπου το 30% σε ίδια κεφάλαια.

Η παραχώρηση δανεισμού γίνεται μόνο εάν αποδειχθεί ότι η δόση του δανείου δεν αποτελεί σημαντικό μέρος του αναμενόμενου καθαρού εισοδήματος ή κέρδους. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η διαδικασία συλλογής των δικαιολογητικών που απαιτούνται θα μπορούσε να απλοποιηθεί, ώστε να μη δημιουργούνται αχρείαστες καθυστερήσεις.

Επιπλέον, η αξιολόγηση της δυνατότητας αποπληρωμής γίνεται με βάση το συνολικό πιστωτικό προφίλ του δανειολήπτη και όχι το συγκεκριμένο ακίνητο ή το συγκεκριμένο έργο.

Τα πιο πάνω κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια των τραπεζικών ιδρυμάτων να χορηγήσουν νέα δάνεια, ακόμη και σε έργα που, σύμφωνα με μελέτες, παρουσιάζονται βιώσιμα και κερδοφόρα.

Σημαντικό φαίνεται να είναι το ενδιαφέρον για το σχέδιο που αφορά την επιδότηση του επιτοκίου για στεγαστικά δάνεια. Το ανώτατο ποσό του δανείου είναι €300.000 (αφορά το ποσό του δανείου και όχι την αξία της κατοικίας) και το μέτρο αφορά δάνεια τα οποία εγκρίθηκαν/θα εγκριθούν από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την περίοδο από 1/3/2020 μέχρι 31/12/2020. Το ποσό μπορεί να εκταμιευθεί εντός 2 ετών από την ημερομηνία έγκρισής του. Η επιχορήγηση του επιτοκίου θα τερματίζεται από την ημερομηνία που το επιδοτούμενο δάνειο παρουσιάσει καθυστερήσεις πέραν των 90 ημερών και θα επαναρχίζει όταν οι καθυστερήσεις μειωθούν κάτω από τις 90 ημέρες.

Η επιδότηση επιτοκίου συνεχίζεται και σε περίπτωση που ο δανειολήπτης έχει μη εξυπηρετούμενες χορηγήσεις, οι οποίες ρυθμίζονται και ο δανειολήπτης ακολουθεί τη νέα ρύθμιση. Σημειώνεται επιπλέον ότι ο αιτητής δανείου θα πρέπει να έχει ρυθμίσει τις φορολογικές του οφειλές προς το Κράτος με την προσκόμιση σχετικής βεβαίωσης (εδώ θα πρέπει να υπάρξει μια διευκρίνιση σχετικά με το τι συμβαίνει στις περιπτώσεις που ο φορολογούμενος έχει ενταχθεί στον νόμο που αφορά τις ληξιπρόθεσμες οφειλές και καταβάλλει τους φόρους του με δόσεις).

Το πιο πάνω μέτρο βελτιώνει τις ταμειακές ροές του δανείου, εφόσον ουσιαστικά το κράτος εγγυάται μεγάλο μέρος της πληρωμής των τόκων για 4 χρόνια, κάτι που βελτιώνει την «πιστωτική εικόνα» του δανείου και ενισχύει τις πιθανότητες έγκρισής του από το χρηματοπιστωτικό ίδρυμα. Επιπλέον, αποτελεί κίνητρο για αγορά κατοικίας, κάτι που αναμένεται να αναθερμάνει την εσωτερική ζήτηση των ακινήτων.

Την ίδια στιγμή, απαραίτητη είναι η στήριξη των επιχειρήσεων σε θέματα κεφαλαίου κίνησης, μετά την επιβολή των περιοριστικών μέτρων και την αδρανοποίησή τους. Το λιανεμπόριο προσπαθεί ν’ αντεπεξέλθει στη νέα καθημερινότητα, με τα στατιστικά στοιχεία να καταδεικνύουν σημαντική μείωση στην κατανάλωση σε σχέση με πέρσι. Είναι αναμενόμενο ότι θα απαιτηθεί χρόνος για αποκατάσταση της εσωτερικής ζήτησης, ενώ μεγάλο φαίνεται να είναι το πλήγμα στη λεγόμενη «εισαγόμενη» κατανάλωση, λόγω της συρρίκνωσης του τουριστικού ρεύματος.

Ο τομέας του τουρισμού και οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτόν θα προσπαθήσουν εντός Ιουλίου να επανεκκινήσουν, με τις προκλήσεις όμως και τις δυσκολίες να είναι πολλές (ειδικά όταν μεγάλες αγορές από τις οποίες αντλούσαμε μεγάλο αριθμό τουριστών τα προηγούμενα χρόνια παραμένουν κλειστές).

Σημαντική είναι η στήριξη που παρέχει η Κυβέρνηση στον κλάδο μέχρι τον Οκτώβριο του 2020, όμως δεν είναι αρκετή για να μπορέσουν οι επιχειρήσεις να διατηρήσουν τις δραστηριότητές τους, ελπίζοντας σε ανάκαμψη το 2021. Χρειάζονται χρηματοδοτήσεις-«γέφυρες», μέχρι να υπάρξει η δυνατότητα επαναφοράς των εργασιών τους στην προ-κορωνοϊού εποχή. Επομένως, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν ρόλο να διαδραματίσουν, ενισχύοντας την προσπάθεια του κλάδου ν’ αντεπεξέλθει. Φυσικά, οποιεσδήποτε χρηματοδοτήσεις θα πρέπει να αξιολογηθούν με βάση τις ιστορικές αποδόσεις των επιχειρήσεων και τις προοπτικές που έχουν.

Πέραν των πιο πάνω, σημαντική προτεραιότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, όπως καταγράφεται και σε εκθέσεις οίκων αξιολόγησης, είναι η μείωση των ΜΕΔ, είτε μέσω αναδιαρθρώσεων είτε μέσα από πωλήσεις χαρτοφυλακίων.

Σίγουρα, οποιεσδήποτε νέες χρηματοδοτήσεις θα πρέπει να παραχωρούνται με προσοχή, ώστε να μην υπάρξει σημαντική αύξηση των ΜΕΔ και των επισφαλειών, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τις εγγυήσεις που παραχωρήθηκαν μέσω κρατικών και ευρωπαϊκών μηχανισμών, ώστε να μην υπάρξει ασύμμετρο βάρος στα δημόσια οικονομικά.