Ελληνοτουρκικής κρίσης επερχόμενοι βηματισμοί

Η παρούσα περίοδος της διεθνούς και περιφερειακής πολιτικής διακατέχεται από μια σαφώς και δυναμικά κλιμακούμενη αντιπαράθεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η οποία αποδίδεται στην ούτως ή άλλως ιστορικά διαδραματιζόμενη αναθεωρητική τουρκική πολιτική στην περιοχή, η οποία σήμερα προβάλλει κατά ταύτα στρατηγικές πολιτικές δυναμικής αναθεώρησης των υφισταμένων συνθηκών που διέπουν το διεθνοπολιτικό καθεστώς της περιοχής, εκμεταλλευόμενη κενά ισχύος που εμφανίζονται στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και τον μεσανατολικό χώρο.

Η αποστολή, παρουσία και ανάπτυξη μιας ούτω καλούμενης ερευνητικής δράσης διά του τουρκικού σκάφους «Ορούτς Ρέις» εντός των ελληνικών θαλασσίων ζωνών στοχεύει προδήλως στην εν τοις πράγμασι αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας και την ανάδειξη της περιοχής σε διαφιλονικούμενη θαλάσσια ζώνη, έτσι ώστε σε περίπτωση μελλοντικής ελληνοτουρκικής διαπραγμάτευσης για την επίλυση των ούτω καλούμενων διαφορών, η εν λόγω περιοχή να ενταχθεί στα υπό διαπραγμάτευση ζητήματα, ακολουθώντας η Άγκυρα έτσι το προηγούμενο των Ιμίων.

Η Τουρκία ιστορικά θεωρεί ότι έχει δικαιώματα ρόλου και πολιτικών δράσεων στην ευρύτερη περιοχή τής νοτιανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής υποκινούμενη από την προσλαμβανόμενη παράσταση μιας ιστορικής συνέχειας του οθωμανικού αυτοκρατορικού συνδρόμου, παραβλέποντας συνειδητά και εμπράκτως, όχι μόνο το διεθνές δίκαιο, αλλά και το σύστημα διεθνοπολιτικής διάρθρωσης των κρατικών οντοτήτων στον ευρύτερο χώρο, θεωρώντας πάντοτε εν τοις πράγμασι στην εφαρμοζόμενη κατά ταύτα πολιτική της πως αυτό που προέχει έναντι του δικαίου είναι η ισχύς. Παράλληλα δε η Άγκυρα δεν μπορεί να αποδεχθεί κινήσεις στον χώρο που η ίδια αντιλαμβάνεται ως ταυτισμένο με τα συμφέροντά της, χωρίς τη συμμετοχή ή τη συγκατάθεση της ιδίας.

Αυτή η κατά τα ανωτέρω αντίληψη εμπεδώθηκε, όχι μόνο μέσα από την τουρκική αναθεωρητική στρατηγική, η οποία ειρήσθω εν παρόδω ακολουθείται πιστά από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις και καθεστώτα από το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα και εντεύθεν, αλλά και από την σε βάθος δεκαετιών κλιμάκωση των τουρκικών διεκδικήσεων, ακολουθούμενη κατά περίπτωση από μια ελληνική ανεπαρκή ικανότητα αξιόπιστης υπεράσπισης χώρου και αντίστοιχης προβολής εθνικού ρόλου.

Η συμφωνία έστω και μερικής οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδος και Αιγύπτου αναγιγνώσκεται από την Τουρκία ως αφετηριακή κίνηση ενίσχυσης της ελληνικής παρουσίας στον μεσανατολικό χώρο εν γένει και ενδυνάμωσης του στρατηγικού ρόλου της Ελλάδος διά της σύμπηξης συμμαχιών με κρατικές οντότητες στον διεθνοπολιτικό της περίγυρο.

Η Τουρκία έσπευσε να εκδηλώσει δυναμικώς και εμπράκτως την ενεργό αντίθεσή της και αμφισβήτηση της ελληνικής θαλάσσιας επικράτειας, όπως και των προσφάτων τακτικών κινήσεων της Αθήνας, καθώς θεωρεί ότι ο ρόλος της κυρίαρχης δύναμης που αναπτύσσει πρωτοβουλίες στην περιοχή ανήκει αποκλειστικά στην ίδια.

Η ενέργεια αποστολής του τουρκικού ερευνητικού πλοίου στη συγκεκριμένη ελληνική θαλάσσια ζώνη δεν συνιστά μια στιγμιαία κίνηση, αλλά είναι ενταγμένη στη συνολική τουρκική στρατηγική στην περιοχή που στοχεύει στην αποδυνάμωση της ελληνικής παρουσίας και στη μετατροπή της Ελλάδος σε φινλαδοποιημένη ζώνη επικυριαρχούμενη από το τουρκικό πολιτικό σύστημα. Η κατά τα ανωτέρω ενέργεια της Άγκυρας προβάλλει ως απαρχή μιας αλυσίδας επερχομένων κινήσεων και δράσεων έναντι της Ελλάδος, των οποίων η κλιμάκωση είναι δεδομένη και προβλέψιμη, μέχρι του σημείου που η Αθήνα θα αντιδράσει ενεργώς, αποτρεπτικώς και κατασταλτικώς.

Η Τουρκία, παρά την ενεργό διπλωματική και ευρύτερη διεθνή κινητοποίηση της Αθηνάς, η οποία αποκτά νόημα τότε και μόνο όταν επιβληθούν κυρώσεις που να επιφέρουν κόστος στην Άγκυρα, δεν πρόκειται κατά τα αναμενόμενα να παύσει ή να αναστείλει τους σχεδιασμούς της για δημιουργία συνθηκών ευρύτερου πολιτικοστρατιωτικού ελέγχου της περιοχής, εκτός αν προβληθεί απέναντί της η παραπέμπουσα στον πατέρα των διεθνών σχέσεων Θουκυδίδη αντίληψη πολιτικής ίσης ισχύος.

Με την κατά τα ανωτέρω θεώρηση προβολής ίσης ισχύος, που σαφώς οφείλει να συνοδεύεται από αξιοπιστία και αποφασιστικότητα, διαφυλάττεται, τόσο η ειρήνη, όσο και έννοιες, όπως η ανεξαρτησία και ελευθερία κρατών και λαών. Η Ελλάδα οφείλει να αναπτύξει και να εφαρμόσει άμεσα πολιτικές που να αντιμετωπίζουν την ειρήνη, όχι ως απουσία πολέμου, αλλά ως υπόθεση υπεράσπισης και προβολής εννοιών και μεγεθών, όπως η ανεξαρτησία και η συλλογική ελευθερία που παραπέμπουν στο κατά Johan Galtung ουσιαστικό και αληθές περιεχόμενο της ειρήνης.

*Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Διευθυντής Κέντρου Ανατολικών Σπουδών για τον Πολιτισμό και την Επικοινωνία, Πάντειο Πανεπιστήμιο