Διεθνή

Λίβανος: Ο κίνδυνος «Σομαλοποίησης» και η απουσία εναλλακτικής πολιτικής επιλογής

Οι εξεγερμένοι κατάφεραν να ρίξουν με επιτυχία την Κυβέρνηση, αλλά απέτυχαν να αναδείξουν ηγετικές μορφές για να αντικαταστήσουν τη «διεφθαρμένη ολιγαρχία

Κάτω από την πίεση των διαδηλωτών, οι οποίοι έδειξαν ως άμεσα υπεύθυνη για τις καταστροφικές εκρήξεις στο λιμάνι της Βηρυτού την πολιτική ελίτ της χώρας, ο Πρωθυπουργός Χασάν Ντιάμπ ανακοίνωσε την παραίτησή του, σφραγίζοντας την αναπόφευκτη κατάρρευση της κυβέρνησής του με τον πλέον επίσημο τρόπο. Η βραχύβια κυβέρνηση Ντιάμπ είχε ανέβει στην εξουσία μόλις τον περασμένο Ιανουάριο, με σκοπό να κατευνάσει τη λαϊκή οργή, η οποία απαιτούσε ριζική αναδιάρθρωση του σαθρού, όπως το χαρακτηρίζουν, πολιτικού συστήματος. Ο Ντιάμπ, όπως και ο προκάτοχός του, Σαάντ Χαρίρι, κατηγορήθηκε από τους διαδηλωτές ότι αποτελεί μέρος του ίδιου φαύλου κύκλου, με το πρόβλημα να εντοπίζεται όχι σε μεμονωμένα πρόσωπα αλλά σε ολόκληρο το φάσμα του κομματικού συστήματος της χώρας. Η επιτυχία της πτώσης της κυβέρνησης από μόνη της όμως δεν δύναται να λύσει τα προβλήματα της χώρας. Ειδικότερα σε αυτήν τη χρονική περίοδο, που η πολυεπίπεδη κρίση βρίσκεται στο ζενίθ της, εκτιμάται ότι η θεσμική παράλυση που προκαλεί η κατάρρευση της Κυβέρνησης θα παρατείνει την περίοδο της αβεβαιότητας και θα προκαλέσει επιπρόσθετες πολιτικές, κοινωνικές, αλλά και οικονομικές συνέπειες.

Μια εντεινόμενη πολιτική κρίση

Οι εκρήξεις της 4ης Αυγούστου, που σκόρπισαν τον θάνατο στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, ήρθαν να προστεθούν στα δεινά των κατοίκων, οι οποίοι ήταν ήδη βυθισμένοι σε μια οικονομική κρίση άνευ προηγουμένου, συνδυασμένη με την πανδημία του κορωνοϊού. Την ώρα που ο Πρωθυπουργός της χώρας επιβεβαίωνε την κατάρρευση της κυβέρνησής του, σε εξέλιξη βρίσκονταν βίαιες συγκρούσεις στο κέντρο της πόλης, κοντά στο Κοινοβούλιο. Παρά την εξαγγελία της παραίτησης του Ντιάμπ και των Υπουργών του, οι διαδηλωτές συνέχιζαν να εκτοξεύουν πέτρες εναντίον των δυνάμεων ασφαλείας, ζητώντας ανανέωση όλης της πολιτικής τάξης, την οποία εδώ και μήνες κατηγορούν για διαφθορά και ανικανότητα. Αν και ο απερχόμενος Πρωθυπουργός δήλωσε πρόθυμος να παραμείνει στο θέση του για δύο μήνες, μέχρι να διοργανωθούν εκλογές, η οργή των διαδηλωτών δεν κοπάζει. Έτσι κι αλλιώς, οι εκλογές δεν βρίσκονταν ανάμεσα στα αιτήματα των διαμαρτυρομένων, αφού θεωρούν ότι το Κοινοβούλιο ελέγχεται από τις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες έχουν περάσει έναν εκλογικό νόμο που διασφαλίζει τα συμφέροντά τους. Οι πολίτες θέτουν ως προϋπόθεση για αναδόμηση της χώρας όχι τις εκλογές, αλλά αποχώρηση όλων των ηγετικών στελεχών από την πολιτική ζωή, η οποία κυριαρχείται από το σιιτικό κίνημα της Χεζμπολάχ, τον σύμμαχο του Ιράν και του συριακού καθεστώτος του Μπασάρ αλ Άσαντ. Αναλυτές επισημαίνουν, όμως, ότι, όσο δίκαια και εάν ακούγονται τα αιτήματα του λαού του Λιβάνου, η τρέχουσα πολιτική κρίση δυσχεραίνει την κατάσταση, αφού η κρατική μηχανή δεν θα μπορέσει ν’ αντεπεξέλθει στα νέα προβλήματα που ανέδειξαν οι φονικές εκρήξεις, ενώ η δυσπιστία και η διάθεση να μην «επιβραβεύσουν» το διεφθαρμένο καθεστώς της Βηρυτού κρατάει πίσω τη βοήθεια που θα έδιναν διεθνείς παίκτες. Θεωρείται ότι η πολιτική παράλυση θα παρατείνει τη διάρκεια της κρίσης και τον χρόνο εξεύρεσης λύσεων, σε ένα κράτος που θα φθίνει οικονομικά, οι άνθρωποι θα μεταναστεύουν και οι θεσμοί θα βρίσκονται σε μια διαρκή χρεοκοπία. Μάλιστα, ειδικοί προειδοποιούν ότι εάν συνεχιστεί η κατάσταση για τα επόμενα ένα-δύο χρόνια ο Λίβανος κινδυνεύει να «Σομαλοποιηθεί», ένας ορισμός με αναφορά στο πολιτικό χάος που επικράτησε στη Σομαλία μετά την κατάρρευση του κράτους τη δεκαετία του 90, όταν ο πληθυσμός επιβίωνε μόνο χάρη στη διεθνή στήριξη και τις δωρεές. Το χειρότερο σενάριο μάλιστα θέλει οι εκρήξεις αυτές να αποτελούν την απαρχή της πλήρους κατάρρευσης της χώρας, λόγω της οικονομικής κρίσης αλλά και της απουσίας οποιασδήποτε εναλλακτικής πολιτικής επιλογής.

Εξέγερση με άρωμα «Αραβικής Άνοιξης»

Αραβικά ΜΜΕ τείνουν να συγκρίνουν τη δυναμική των κινητοποιήσεων στον Λίβανο με αυτή που είχε καταγραφεί σε αραβικές χώρες από το 2010, φέρνοντας ως παράδειγμα τις περιπτώσεις του Σουδάν, της Αλγερίας, της Συρίας, της Αιγύπτου και του Ιράκ. Εντούτοις, εντοπίζουν μια βασική διαφορά στην κατανομή εξουσίας μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων στον Λίβανο, η οποία κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα. Όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, τα κόμματα της χώρας έχουν δείξει ότι έχουν την ιδιότητα να υποχωρούν για λίγο όταν βρίσκονται σε κίνδυνο και να αναδιαμορφώσουν την κατανομή των εξουσιών με τέτοιο τρόπο, ώστε να τους εξασφαλίζει μερίδιο στη διακυβέρνηση και στο παιχνίδι εξουσίας. Η κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης ανέδειξε ότι αυτά τα κόμματα δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο αίτημα των πολιτών για δομικές αλλαγές, αφού η άνοδός τους στην εξουσία δεν μπορεί να γίνει χωρίς την υποστήριξη της Χεζμπολάχ. Σύμφωνα με ειδικούς, η σιιτική οργάνωση θεωρείται στρατιωτικά πιο ισχυρή από το κράτος αλλά και πιο συνεκτική από οποιαδήποτε άλλη οργάνωση, έχοντας την ικανότητα να κινεί τα νήματα παρασκηνιακά, αλλάζοντας συμμαχίες μεταξύ των χριστιανικών, σιιτικών και σουνιτικών ομάδων στις διαδοχικές κυβερνήσεις που έχει υποστηρίξει. Θεωρείται ότι ο Λίβανος βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή, όπου αναδεικνύονται ως κύριοι παίκτες από τη μια η Χεζμπολάχ και από την άλλη η ισχυρή θέληση των διαδηλωτών να προκαλέσουν δομικές αλλαγές στο χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα. Εύστοχα όμως ειδικοί διαπιστώσουν ότι οι εξεγερμένοι κατάφεραν να ρίξουν με επιτυχία την κυβέρνηση, αλλά απέτυχαν να αναδείξουν ηγετικές μορφές για να αντικαταστήσουν τη «διεφθαρμένη ολιγαρχία», όπως την χαρακτηρίζουν. Εάν με κάποιο τρόπο όμως η λαϊκή οργή μετουσιωθεί σε πολιτικό κίνημα με στοχευμένη πολιτική κατεύθυνση, ίσως θα μπορούσαν να εκτοπίσουν τις υπάρχουσες ελίτ και να πραγματοποιήσουν ανεξάρτητες βουλευτικές εκλογές υπό την επίβλεψη των διεθνών παρατηρητών. Φυσικά, αυτές οι διεργασίες δεν θα είναι δυνατές, εάν με κάποιο τρόπο δεν βρίσκουν σύμφωνη τη Χεζμπολάχ, η οποία δεν αναμένεται ότι θα εγκαταλείψει εύκολα τα διαχρονικά συμφέροντά της.

Η οικονομική πτυχή του ζητήματος

Άμεσα συνυφασμένη με την πολιτική κατάρρευση είναι και η ήδη καταποντισμένη οικονομία του Λιβάνου. Οικονομικοί κύκλοι εκτιμούν ότι η χρονική συγκυρία της παραίτησης της κυβέρνησης όχι μόνο δεν βοηθάει, αλλά απειλεί να ρίξει στο κενό οποιαδήποτε προοπτική αναδιάρθρωσης του χρέους της χώρας για τους επόμενους μήνες, δημιουργώντας ντόμινο αρνητικών οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων. Σύμφωνα με το Bloomberg, ήδη ο Λίβανος δεν κατάφερε τον Μάρτη ν’ αντεπεξέλθει στην πληρωμή 30 δισ. ομολόγων που έχουν εκδοθεί σε ευρώ, ενώ οι συνομιλίες για διάσωση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχουν βαλτώσει. Σύμφωνα με τον Richard Segal, ανώτερο αναλυτή της Manulife Investment Management στο Λονδίνο, το πρόβλημα είναι ότι οι ομολογιούχοι δεν γνωρίζουν πραγματικά με ποιον θα διαπραγματεύονται. Ακόμα και πριν από τις εκρήξεις, η κυβέρνηση Ντιάμπ δεν κατάφερε να εφαρμόσει με επιτυχία σειρά σκληρών μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, τις οποίες απαιτούσαν οι πιστωτές, ώστε να ανάψουν το πράσινο φως για μια διεθνή χρηματοδότηση. Η έκρηξη δε, πέρα από το δυσβάστακτο κόστος που προκάλεσε σε ανθρώπινες ζωές, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, εκτιμάται ότι θα στοιχίσει περισσότερα από 15 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι έκτακτη οικονομική βοήθεια προς τη χώρα φτάνει μέχρι στιγμής μόλις στα 300 εκατομμύρια δολάρια. Οι αριθμοί αποτυπώνουν με μελανά χρώματα την οικονομική κατάσταση της χώρας. Ενώ το ΑΕΠ της χώρας φτάνει μόλις στα 56,6 δισ., το εξωτερικό χρέος ξεπερνάει τα 92 δισ. δολάρια. Παράλληλα, το 50% των κατοίκων του Λιβάνου βρίσκονταν ήδη κάτω από το όριο της φτώχιας, με τις προβλέψουν να ανεβάζουν τον αριθμό αυτό στο 60% έως το τέλος του έτους. Οι τιμές των τροφίμων παρουσίασαν αύξηση πέραν του 80%, ενώ η ανεργία πριν από τις εκρήξεις έφτανε το 35%. Οι οδηγίες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο κλήθηκε να σώσει τον χρεοκοπημένο Λίβανο, αφορούν όμως στην ταχύτερη δυνατή εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Σε αυτήν τη ζοφερή οικονομική κατάσταση προστίθεται και η έξαρση της πανδημίας, όπου τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται ρεκόρ κρουσμάτων.