Διεθνή

Μαίνεται ο «πόλεμος» των προξενείων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας

Μέχρι και τον Νοέμβριο φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να προωθήσει ακόμα πιο έντονα το αφήγημα ότι η Κίνα δεν είναι μια αναπτυσσόμενη και ανερχόμενη δύναμη αλλά αντίθετα είναι «ένας κακός διεθνής παίκτης», που προσπαθεί να νομιμοποιήσει τις παράνομες πολιτικές του

Οι σχέσεις Κίνας - ΗΠΑ καταγράφουν μια δραματική επιδείνωση, με τελευταίο επεισόδιο τον «πόλεμο» των προξενείων, με τα εκατέρωθεν τελεσίγραφα για κλείσιμό τους στις πόλεις Τσενγκτού και Χιούστον. Η σινοαμερικανική ένταση, η οποία το προηγούμενο διάστημα τροφοδοτείτο από την εμπορική διαμάχη των δύο χωρών αλλά και το ζήτημα της προέλευσης και διαχείρισης του κορωνοϊού, κατέγραψε νέα κλιμάκωση με αλληλοκατηγορίες για κατασκοπία και κλοπή τεχνολογιών, ενώ στο βάθος τέθηκαν ζητήματα εθνικής ασφάλειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Με την κόντρα να μαίνεται και να παρουσιάζει αναφλέξεις με το κλείσιμο των προξενείων, η κάθε πλευρά δεν χάνει ευκαιρία να αναδεικνύει και να εκμεταλλεύεται το ζήτημα για εσωτερική κατανάλωση. Ειδικότερα στις ΗΠΑ, με τις προεδρικές εκλογές να πλησιάζουν «επικίνδυνα», ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κατηγορείται ότι ψάχνει απεγνωσμένα έναν «εξωτερικό εχθρό» αλλά και έναν αποδιοπομπαίο τράγο για την αποτυχημένη διαχείριση της κρίσης της πανδημίας.

Ο πόλεμος των προξενείων

Κατά τη διάρκεια των 40χρονων διπλωματικών σχέσεων ΗΠΑ- Κίνας, οι δύο χώρες ποτέ δεν ήταν φειδωλές όσον αφορά τις κατηγορίες, ενώ σταθερά στην εξίσωση υπήρξε η διακύμανση των εντάσεων με περιόδους που πλησίασαν μέχρι και στην πλήρη ρήξη. Ωστόσο, η επιβολή κλεισίματος του κινεζικού προξενείου στο Χιούστον και η αντίστοιχη κίνηση της Κίνας ως απάντηση στο κλείσιμο του προξενείου των ΗΠΑ στην κινεζική πόλη Τσενγκτού σηματοδοτούν μια νέα κλιμάκωση στις σχέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου και πλέον δεν φαντάζει απλή υπόθεση η εξομάλυνσή τους. Η κυβέρνηση της Κίνας διέταξε τη Δευτέρα το κλείσιμο του γενικού προξενείου των ΗΠΑ στην κινεζική μεγαλούπολη Τσενγκντού, τρεις ημέρες μετά την απόφαση της Ουάσιγκτον να κλείσει το κινεζικό προξενείο στο Χιούστον, με τις δύο υπερδυνάμεις να επιδίδονται σε έναν μαραθώνιο κατηγοριών με άρωμα «κατασκοπίας» που θυμίζει Ψυχρό Πόλεμο. Ο εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών της Κίνας, Ουάνγκ Ουενμπίν, απέδωσε την απόφαση στο γεγονός ότι «κάποιοι εργαζόμενοι στο προξενείο των ΗΠΑ επιδίδονταν σε δραστηριότητες που ξεπερνούσαν τη δικαιοδοσία τους, παρενέβησαν στις εσωτερικές υποθέσεις της Κίνας και έθεσαν σε κίνδυνο την κινεζική ασφάλεια και συμφέροντα». Από την άλλη, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο είχε καταγγείλει ότι το κινεζικό προξενείο στο Χιούστον χρησίμευε ως άντρο μέσω του οποίου γινόταν «κατασκοπία» από τις κινεζικές μυστικές υπηρεσίες και διαπραττόταν «κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας» των ΗΠΑ. Τις κατηγορίες αυτές υπερθεμάτισε ο Τραμπ, ο οποίος έκανε λόγο για μια φωτιά που έκαιγε και «υποπτεύθηκε» ότι «έκαιγαν έγγραφα, χαρτιά».

Πίσω από τις λέξεις…

Μερίδα αναλυτών βλέπουν ότι η κινεζική αντίδραση μοιάζει σχετικά μετρημένη, αφού προς το παρόν το Πεκίνο δεν επέλεξε την οδό μιας απάντησης, η οποία θα προκαλούσε έναν νέο γύρο αντιπαράθεσης. Τα κινεζικά μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια προσπάθεια του Τραμπ να ρίξει τις ευθύνες της δικής του αποτυχίας στην Κίνα ενόψει των αμερικανικών εκλογών, ενισχύοντας την άποψη αυτή με την παράθεση δημοσκοπήσεων, πίσω από τις οποίες βρίσκεται ο πλανητάρχης και προσπαθεί να παρουσιάσει το Πεκίνο ως μια «δύναμη του κακού». Εντούτοις, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια ομιλία του Πομπέο, στην οποία θέλοντας να αυξήσει την πίεση, ζήτησε από «τον ελεύθερο κόσμο» να «θριαμβεύσει» επί «της νέας τυραννίας», την οποία ενσαρκώνει, σύμφωνα με τον ίδιο, η κομμουνιστική Κίνα. Αυτή η ομιλία ερμηνεύτηκε ως το πιο ηχηρό κάλεσμα των ΗΠΑ για ανάληψη δράσης κατά του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας. Η χρονική συγκυρία, σύμφωνα με ειδικούς, δείχνει ότι αυτή η διαμάχη θα είναι «διαφορετική» αυτήν τη φορά, αφού οι ΗΠΑ για πρώτη φορά από την ανάδειξή τους σε υπερδύναμη, έχουν να αντιμετωπίσουν άμεσο ανταγωνισμό σε τόσα πολλά πεδία όπως η οικονομία, η τεχνολογία και η στρατιωτική ισχύς. Επιπρόσθετα, καμιά άλλη χώρα πέρα από την Κίνα δεν παρουσίασε στη σύγχρονη ιστορία τόσο μεγάλη άνοδο σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, αφού είδε αύξηση από το 2% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 1980 σε περίπου 20% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2019. Αυτή η ανησυχία φαίνεται ότι πυροδοτεί την «αλλοπρόσαλλη», για πολλούς αναλυτές, συμπεριφορά του Τραμπ, ειδικά λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, οι οποίες θα διεξαχθούν στη σκιά του κοινωνικού αναβρασμού για τα φαινόμενα ρατσισμού και της αστυνομικής βίας, αλλά και της αποτυχίας διαχείρισης της πανδημίας του κορωνοϊού. Σε αυτό το πλαίσιο, θεωρείται ότι ο Τραμπ κατηγορεί την Κίνα συχνά με ρατσιστικούς όρους για τη διασπορά του κορωνοϊού στον υπόλοιπο κόσμο, επιχειρώντας έτσι να αυξήσει την πίεση προς το Πεκίνο για να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων του. Κινέζοι αναλυτές, σχολιάζοντας το λεκτικό της ομιλίας του Πομπέο, εκτιμούν ότι η Ουάσιγκτον «χρειάζεται απεγνωσμένα έναν στρατηγικό εχθρό, όπως τους Σοβιετικούς ή τους Ιάπωνες κατά το παρελθόν για να συνασπίσει το εσωτερικό ακροατήριο. Η Κίνα είναι ο πιο βολικός εχθρός».

Μέχρι πού θα μπορούσε να φτάσει αυτή η διαμάχη

Όσον αφορά το τι μέλλει γενέσθαι σε αυτήν τη διαμάχη, ειδικοί εκτιμούν ότι μπορεί να συνεχίσει η κλιμάκωση και εκφράζεται η βεβαιότητα ότι ο «δράκος της Ασίας» κάποια στιγμή θα αντιδράσει εντονότερα στις συνεχείς πιέσεις των ΗΠΑ. Ήδη στο εσωτερικό της υπερδύναμης από την αρχή της πανδημίας στήνονται τα πιόνια για μια ελεγχόμενη, τουλάχιστον, κλιμάκωση της έντασης με φόντο τις εκλογές. Ο Τραμπ δεν χάνει ευκαιρία να κατηγορεί την Κίνα για τον ιό, αλλά η αποτυχία των ΗΠΑ να τον θέσουν υπό έλεγχον «αναγκάζει» τον πλανητάρχη να αναδεικνύει και να υπενθυμίζει την προέλευσή του. Ωστόσο, πέρα από τα πολιτικά παιχνίδια ενόψει εκλογών, υπάρχουν αρκετοί λόγοι για τις ΗΠΑ για να επιδιώξουν μια πιο ισορροπημένη, αμοιβαία και δίκαιη σχέση με την Κίνα σε πολλούς τομείς, όπως το εμπόριο και η πνευματική ιδιοκτησία, θέματα που προκαλούν ανησυχίες και σε άλλες χώρες. Το πώς όμως θα εξελιχθεί αυτή η διαμάχη θα εξαρτηθεί από το ποιος θα είναι Αμερικανός πρόεδρος μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου. Τόσο ο Τραμπ όσο και ο Πρόεδρος της Κίνας, Σι Τζινπίνγκ, εμφανίζονται απρόθυμοι και αδιάλλακτοι όσον αφορά τους συμβιβασμούς, με τον τελευταίο να θεωρεί εύλογα οποιαδήποτε υποχώρηση ως ένδειξη αδυναμίας, κάτι απαγορευτικό για το εσωτερικό της χώρας του. Πάντως, μέχρι και τον Νοέμβριο φαίνεται ότι η Ουάσιγκτον θα προσπαθήσει να προωθήσει ακόμα πιο έντονα το αφήγημα ότι η Κίνα δεν είναι μια αναπτυσσόμενη και ανερχόμενη δύναμη αλλά αντίθετα είναι «ένας κακός διεθνής παίκτης», που προσπαθεί να νομιμοποιήσει τις παράνομες πολιτικές του. Αυτό το αφήγημα εντούτοις δεν θεωρείται μόνο υπερβολικό αλλά και επικίνδυνο, αφού αυτή η «διακήρυξη» του Ψυχρού Πολέμου θα μπορούσε να προκαλέσει ζημιά, η οποία μελλοντικά ίσως θα είναι δύσκολο να αναστραφεί.

Υπό διερεύνηση το Τik Τok

Σε αυτό το πλαίσιο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η δημοφιλής κινεζική εφαρμογή Tik Tok βρίσκεται στο στόχαστρο της κυβέρνησης Τραμπ, με τον Λευκό Οίκο να ανακοινώνει ότι θα εξετάσει κατά πόσον η γνωστή εφαρμογή αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια. Της απόφασης αυτής είχε προηγηθεί επιστολή Γερουσιαστών, οι οποίοι έκρουαν το κώδωνα του κινδύνου για μια σειρά «ανησυχητικών» γεγονότων, όπως η υποτιθέμενη λογοκρισία ευαίσθητου περιεχομένου από το Tik Tok, με παράδειγμα ένα βίντεο που επικρίνει τη στάση της Κίνας απέναντι στη μειοψηφία των Ουιγούρων, καθώς και οι πιθανές απόπειρες του Πεκίνου να χειραγωγήσει πολιτικές συζητήσεις στις εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης. Μεταξύ άλλων στην επιστολή αναφέρουν ότι «το κινεζικό Κομμουνιστικό Κόμμα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον έλεγχο που ασκεί στο Tik Tok για να διαστρεβλώσει ή να χειραγωγήσει (πολιτικές) συζητήσεις με στόχο να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ των Αμερικανών και να επιτύχει τα πολιτικά αποτελέσματα που επιθυμεί». Από την άλλη, εκπρόσωπος της εταιρείας δήλωσε ότι το Tik Tok, παρόλο που δεν αποτελεί μέσο αναφοράς για πολιτικές απόψεις, «επενδύει ενεργά στη διαφύλαξη της ασφάλειας της εφαρμογής» και αξιοποιεί την εμπειρία των ανταγωνιστών του κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εκλογών. Πάντως, εάν ο Τραμπ αποφασίσει να βγάλει εκτός αμερικανικών εκλογών την κινεζική εφαρμογή, μπορεί να το πράξει εκδίδοντας Εκτελεστικό Διάταγμα, με το οποίο θα τη χαρακτηρίσει ως «απειλή για την εθνική ασφάλεια». Μάλιστα, θα μπορούσαν να επιβληθούν κυρώσεις όμοιες με αυτές των Ρώσων ολιγαρχών, οι οποίες απαγορεύουν στις αμερικανικές εταιρείες να έχουν οικονομικές σχέσεις μαζί τους. Αυτό θα αφαιρέσει από την εφαρμογή τις διαφημίσεις καθώς και την ικανότητα να δέχεται πληρωμές από τις ΗΠΑ, ενώ δεν θα υπάρχει η δυνατότητα να εντοπίζεται στις υπηρεσίες εφαρμογών ή να προβαίνει σε ενημερώσεις, καθιστώντας την έμμεσα ανίκανη για υποστήριξη εντός της επικράτειας των Ηνωμένων Πολιτειών.