Ελληνοτουρκικού διαλόγου ευρωπαϊκές προσδοκίες

Επικρατεί μια εν τοις πράγμασι διαμορφούμενη διεθνοπολιτική εξέλιξη, η οποία του γερμανικού παράγοντος παρεμβαίνοντος, εμπεδώνει σταδιακά συνθήκες που προσβλέπουν στην ικανοποίηση των τουρκικών επιδιώξεων στην ευρύτερη περιοχή, σηματοδοτούντων τη διαμόρφωση εν τέλει αρνητικών για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα συνθηκών. Η γερμανική πλευρά, προεδρεύουσα στην τρέχουσα περίοδο της ΕΕ, επιδιώκει την προβολή διαδικασιών ενός ελληνοτουρκικού διαλόγου που εκδηλώνεται κατά το Βερολίνο ως μέσο αποφυγής εντάσεων και συγκρούσεων μεταξύ των δύο χωρών, παραβλέποντας εκείνο που συνιστά στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου το αληθές περιεχόμενο του διαλόγου, τουτέστιν την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δυο χωρών, φυσικά επί τη βάσει των προνοιών του διεθνούς δικαίου και ουδέν πέραν τούτου.

Υπογραμμίζεται εν προκειμένω πως οι προβαλλόμενες αντιλήψεις και πολιτικές ενός αναγκαίου κατά το Βερολίνο ελληνοτουρκικού διαλόγου ακολουθούν κατά ταύτα γερμανικά συμφέροντα και στρατηγικές επιδιώξεις, επιβεβαιώνοντας κατά κόρον την πάγια παράσταση της ΕΕ ως ένωσης συμφερόντων των επιμέρους κρατών και όχι του συνόλου. Ταυτόχρονα, οφείλει κανείς να υπομνήσει πως οι προβαλλόμενες και διεκδικούμενες από Ελλάδα και Κύπρο αναγκαίες ευρωπαϊκές κυρώσεις έναντι της Τουρκίας, οι οποίες από μια σειρά μελών της ΕΕ αντικρίζονται με θετική προσέγγιση ή και στηρίζονται, αναμένεται είτε να προσκρούσουν στη γερμανική αρνησικυρία είτε να υιοθετηθούν με τέτοιο περιεχόμενο, που να μην επιφέρει ουσιαστικό κόστος στην Άγκυρα, επιτρέποντάς της να διαβεί και αυτήν την ατραπό, στην ουσία απροβλημάτιστα.

Η γερμανική πλευρά, στο πλαίσιο της στρατηγικής διαμεσολάβησης που ακολουθεί μεταξύ επιτιθέμενου και αμυνόμενου, εν προκειμένω Τουρκίας - Ελλάδας, τηρεί ίσες αποστάσεις αγνοώντας προδήλως τη διαδραματιζόμενη εν τοις πράγμασι θέση των δύο κρατικών οντοτήτων.

Τούτο παραπέμπει στην ιστορική διάσταση των σχέσεων των δύο χωρών, Τουρκίας και Γερμανίας, όπου σύμφωνα με τη θέαση του τουρκικού παράγοντα στη γερμανική οπτική και τη θεσμική μνήμη του Βερολίνου διαχρονικά, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω διαμορφώνει, σέβεται και με συνέπεια υλοποιεί θεσμούς, η Τουρκία, όχι μόνο ουδέποτε συνέπραξε εναντίον της Γερμανίας σε έναν από τους δύο Παγκοσμίους Πολέμους, αλλά στον μεν πρώτο υπήρξε σύμμαχος του γερμανικού κράτους, ενώ στον δεύτερο ακολούθησε την κατά Frank Weber πολιτική του Επιτήδειου Ουδέτερου. Πέραν τούτων, η σημερινή Τουρκία, ούσα μια χώρα των 80 και πλέον εκατομμυρίων με συνεχώς αυξανόμενο νεανικό πληθυσμό, αποτελεί μιαν άκρως ελκυστική αγορά για το Βερολίνο, ενώ παράλληλα η τουρκική ικανότητα για διαρκή ανανέωση των γενεών εκπέμπει μια προσδοκία οικονομικών και εμπορικών μελλοντικών συνεργειών, ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη γεωστρατηγική θέση της Άγκυρας στη σημερινή γερμανική οπτική και όχι μόνο.

Τούτων δεδομένων, η Αθήνα οφείλει να παρακάμψει και να αντικρούσει τις πιέσεις του Βερολίνου για επανέναρξη ενός ελληνοτουρκικού διάλογου, αρχής γενομένης από τις προτεινόμενες άνευ όρων και προϋποθέσεων διερευνητικές επαφές. Ταυτόχρονα, υποχρεούται να ενισχύσει τα διεθνή της ερείσματα εντός και εκτός ΕΕ, ιδιαιτέρως μάλιστα με συμμαχικές δυνάμεις, όπως είναι η Γαλλία, αλλά και άλλους κρατικούς δρώντες, με τους οποίους στην παρούσα φάση συγκλίνουν τα συμφέροντα της χώρας, ώστε να αναδείξει το γεγονός πως η πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας ατζέντα του επιδιωκόμενου από την Τουρκία, τη ενισχύσει του Βερολίνου, διαλόγου, εμπεριέχει μια σειρά από διεκδικήσεις, οι οποίες έχουν τεθεί κατά παράβαση κάθε κανόνα διεθνούς δικαίου και τις οποίες κανένα σύγχρονο κυρίαρχο κράτος δεν θα μπορούσε να δεχθεί προς συζήτηση.

Η Αθήνα, αναγιγνώσκοντας σωστά τα τωρινά δεδομένα του διεθνούς περίγυρου και των επερχομένων εξελίξεων στο διεθνοπολιτικό διεθνές γίγνεσθαι, λαμβάνοντας δε υπόψη τα εν εξελίξει ζητήματα που άπτονται της Τουρκίας και που παραπέμπουν σε πολλαπλά ανοιχτά μέτωπα, τα οποία προκαλούν τόσο βραχυχρόνια, όσο και μακροχρόνια κόστος, σε συνάρτηση με την ούτως η άλλως αιμάσσουσα τουρκική οικονομία, οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι ο χρόνος κυλάει, κατά το μάλλον ή ήττον, υπέρ των ελληνικών συμφερόντων.

Τα ανωτέρω επιβάλλουν, δεδομένης της σταθερότητας του ελληνικού πολιτικού συστήματος, της κοινωνικοπολιτικής συναίνεσης σε μεγάλα εθνικά θέματα και της περαιτέρω ενδυνάμωσης, τόσο της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας, όσο και της αξιόπιστης παρουσίας της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο μέσω συνεργασιών και συμφωνιών στο πλαίσιο της άμυνας και της εξωτερικής πολιτικής, την ανάγκη σχεδιασμού και πραγμάτωσης πολιτικών αποφασιστικής στάσης με στόχευση να πλήξουν την τουρκική ικανότητα γεωστρατηγικής ανάπτυξης και παρουσίας στην ευρύτερη περιοχή, ώστε η επιβαλλόμενη από τη γεωγραφία και προσδοκώμενη από τον διεθνή παράγοντα συνύπαρξη με την Τουρκία να πραγματώνεται ούσης της Ελλάδος σε θέση ισχύος.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου