Διεθνή

Συμφωνία Ισραήλ - ΗΑΕ: Η ανατροπή της κίβδηλης σταθεράς και η στροφή στον ρεαλισμό

Παρά τις όποιες λεκτικές αντιδράσεις, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι τα άλλα αραβικά κράτη αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν το παλαιστινιακό πρόβλημα περισσότερο ως ένα σύμβολο παρά ως ένα ανθρωπιστικό ζήτημα

Για δεκαετίες υπήρχε η άποψη ότι η διένεξη μεταξύ Ισραήλ και Αραβικού κόσμου χαρακτηριζόταν από μια «σταθερά»: Τα αραβικά κράτη δεν θα ομαλοποιούσαν ποτέ τις σχέσεις τους με το Ισραήλ ούτε θα το αναγνώριζαν ή θα επιδίωκαν οποιεσδήποτε σχέσεις, εάν δεν λυνόταν το παλαιστινιακό πρόβλημα ή τουλάχιστον δεν υπήρχε κάποια σημαντική εξέλιξη προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση. Η συμφωνία ομαλοποίησης μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων αν και καταγράφηκε από πολλούς ως ανατροπή αυτής της «σταθεράς» και προκάλεσε έκπληξη, εντούτοις ήταν γνωστό ότι οι δύο χώρες παρασκηνιακά συνεργάζονταν σε τομείς όπως η οικονομία και οι πληροφορίες. Δεν πρέπει να παραβλέπεται εξάλλου ότι τόσο η Αίγυπτος όσο και η Ιορδανία διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και έχουν συνάψει συμφωνίες ασφαλείας με το Ισραήλ. Εύλογα τίθεται το ζήτημα της σημασίας του παλαιστινιακού προβλήματος στην ατζέντα του αραβικού κόσμου κάτω όμως από το πρίσμα του ρεαλισμού. Επίσης, αξιολογείται η ευθύνη των ίδιων των Παλαιστινίων γι’ αυτήν την κατάληξη και κατά πόσον θα μπορούσαν όχι να αποτρέψουν αυτήν τη συμφωνία αλλά να αυξήσουν το κόστος για το Ισραήλ.

Μία διπλωματική νίκη δίχως κανένα κόστος

Από την πρώτη στιγμή αντικείμενο ανάλυσης αποτέλεσε το ερώτημα εάν αυτή η συμφωνία ήταν τελικά προς το συμφέρον του Ισραήλ. Από τη μια υπάρχει η άποψη ότι ο Νετανιάχου πλήρωσε βαρύ κόστος γι’ αυτήν τη συμφωνία, αφού αναγκάζεται να εγκαταλείψει τα όνειρά του για προσάρτηση περιοχών στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη. Από την άλλη, όμως, ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός δεν επιβεβαίωσε ποτέ αυτήν την πρόνοια της συμφωνίας, διευκρινίζοντας ότι «η προσάρτηση τμημάτων των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών έχει αναβληθεί αλλά το Ισραήλ δεν έχει αποποιηθεί αυτήν την πιθανότητα». Ακόμα όμως και εάν δεν παραμείνει ανοιχτό το παράθυρο της προσάρτησης, ορισμένοι αναλυτές εκτιμούν ότι ο Νετανιάχου δεν είχε ποτέ πραγματικό σχέδιο για να προσαρτήσει τα εδάφη στη Δυτική Όχθη, επικαλούμενοι την απουσία χρονοδιαγραμμάτων και οδικών χαρτών είτε από την Κυβέρνηση είτε από την Κνεσέτ. Αντίθετα, θεωρούν ότι επρόκειτο για κούφιες προεκλογικές εξαγγελίες. Με βάση αυτό το επιχείρημα ανάγουν τη συμφωνία με τα ΗΑΕ σε τεράστια διπλωματική νίκη, η οποία επιτεύχθηκε χωρίς πραγματικό κόστος για το Ισραήλ. Σε κάθε περίπτωση θεωρούν ότι πρόκειται για ένα κατόρθωμα, για το οποίο οι προκάτοχοί του θα έπρεπε να κάνουν σοβαρές υποχωρήσεις υπέρ του Παλαιστινίων για να το επιτύχουν, ενώ ο Νετανιάχου δεν έδωσε τίποτε σε αντάλλαγμα, αφού υπάρχει η τεχνική «λεπτομέρεια» της αναβολής και όχι της οριστικής εγκατάλειψης αυτών των επιδιώξεων. Η επιμονή του Ισραηλινού Πρωθυπουργού να μην αλλάξει στάση, παρά τις διαχρονικές απειλές ότι θα γινόταν το Ισραήλ παρίας της διεθνούς κοινότητας, αν και δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει το ίδιο αντίκρισμα στο ταραγμένο εσωτερικό της χώρας του, αναμένεται ότι θα ενισχύσει την εικόνα του ως του κατ’ εξοχήν πολιτικού του Ισραήλ. Έτσι, στο σενάριο της σκόπιμης διεξαγωγής εκλογών τους επόμενους μήνες, θα έχει ένα εθνικό επιχείρημα να χρησιμοποιήσει, ώστε να αποσπάσει την προσοχή των ψηφοφόρων από την προβληματική διαχείριση της πανδημίας και των αυξημένων οικονομικών προβλημάτων.

Η αποτυχία της παλαιστινιακής διπλωματίας

Κοινή διαπίστωση όλων των ειδικών είναι ότι μεγάλοι χαμένοι αυτής της συμφωνίας είναι οι Παλαιστίνιοι, αφού ακόμα ένα αραβικό κράτος αποκαθιστά τις σχέσεις του με το Ισραήλ, χωρίς να υπάρξει σε αντάλλαγμα κάποια αξιόλογη εξέλιξη σε σχέση στο μεσανατολικό πρόβλημα. Όπως ήταν φυσικό, μετά από ακόμα μια «προδοσία», όπως τη χαρακτήρισαν, οι Παλαιστίνιοι ηγέτες έσπευσαν να καταδικάσουν αυτήν την εξέλιξη. Εντούτοις, οι καταδικαστικές δηλώσεις δεν παράγουν πολιτική. Αντίθετα, καταδεικνύουν την έλλειψη ξεκάθαρης πολιτικής, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνοδεύτηκε από την επιδείνωση των σχέσεων της Παλαιστινιακής Αρχής με τα ΗΑΕ το 2012. Η ρήξη στις σχέσεις τους είχε ως επίκεντρο τον Σύμβουλο Ασφαλείας του de facto αρχηγού των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, πρίγκιπα Mohammed bin Zayed, ο οποίος υπήρξε πρώην διοικητής ασφαλείας της Fatah και θεωρείται από μεγάλη μερίδα των Παλαιστινίων ως ο νούμερο ένα εχθρός του κράτους. Οι ήδη τεταμένες σχέσεις χειροτέρεψαν όταν τον Ιούνιο, εν τω μέσω της υγειονομικής και οικονομικής κρίσης, η Παλαιστινιακή Αρχή δεν έκανε δεχτή ιατρική βοήθεια που απέστειλαν τα ΗΑΕ, γιατί δεν είχε προηγηθεί συνεννόηση και είχε φτάσει μέσω του αεροδρομίου Ben-Gurion στο Ισραήλ. Σύμφωνα με αναλυτές, όμως, ακόμα και εάν προηγείτο διπλωματική ευελιξία από πλευράς Παλαιστινιακής Αρχής στα δύο πιο πάνω παραδείγματα, δεν θα σταματούσε τις προκαθορισμένες αυτές εξελίξεις. Από την άλλη, όμως, εάν οι Παλαιστίνιοι διατηρούσαν ανοιχτούς τους διπλωματικούς διαύλους με το Άμπου Ντάμπι, ακόμα και εάν δεν σταματούσαν τη συμφωνία, ίσως κατάφερναν να αυξήσουν το κόστος της συμφωνίας σε βάρος του Ισραήλ.

Η «προδοσία» των αραβικών κρατών

Οι εξελίξεις αυτές πάντως δεν προκαλούν έκπληξη, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα αποτελέσουν μια νέα αρχή για αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων άλλων αραβικών κρατών με το Ισραήλ. Έτσι, παρά τις όποιες λεκτικές αντιδράσεις, επιβεβαιώνεται η εκτίμηση ότι τα άλλα αραβικά κράτη αντιμετώπιζαν και αντιμετωπίζουν το παλαιστινιακό πρόβλημα περισσότερο ως ένα σύμβολο παρά ως ένα ανθρωπιστικό ζήτημα. Ειδικοί θεωρούν ότι οι Παλαιστίνιοι βρίσκονται σε ένα σημείο καμπής. Παρά το γεγονός ότι ο αραβικός κόσμος θα συνεχίσει να νοιάζεται γι’ αυτούς, το πρόβλημα έχει μεταβληθεί καθαρά σε παλαιστινιακό και δεν έχει την έκταση της παναραβικής τραγωδίας που κυριαρχούσε στην περιφερειακή ατζέντα τα προηγούμενα χρόνια. Η μετεξέλιξη αυτή οφείλεται στην αλλαγή του χαρακτήρα κυρίως των πλούσιων χωρών του Κόλπου. Πλέον είναι διεθνείς εμπορικοί παίκτες που βλέπουν τη Δύση όχι ανταγωνιστικά αλλά ως υποψήφιους οικονομικούς εταίρους και πηγή σταθερότητας. Οι νέες απειλές που έχουν να αντιμετωπίσουν αναδύονται από την ίδια την Ανατολή, όπως το Ιράν, η Τουρκία και οι διαφορετικές ισλαμικές φατρίες. Γι’ αυτό θεωρείται ότι αυτή η εξέλιξη και αυτές που θα ακολουθήσουν δεν συνιστούν πράξη προδοσίας για τους Παλαιστινίους, αλλά μερική εγκατάλειψη από τους συμμάχους τους, οι οποίοι θα συνεχίσουν να νοιάζονται για το πρόβλημα, αλλά έχουν κουραστεί από το παρατεταμένο αδιέξοδο και επιδιώκουν να αξιοποιήσουν τα οφέλη από ενδεχόμενες συμφωνίες με το Ισραήλ.

Η αντίδραση του Ιράν

Η αντίδραση του Ιράν στη συμφωνία ομαλοποίησης Ισραήλ και ΗΑΕ χαρακτηρίστηκε περισσότερο ως «γάβγισμα» παρά «δάγκωμα». Συγκεκριμένα, οι Αρχές του Ιράν επέκριναν έντονα τη συμφωνία, η οποία είχε επιτευχθεί με τη συνδρομή των ΗΠΑ, ενώ ορισμένοι αξιωματούχοι είχαν προειδοποιήσει ότι αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να προκαλέσει άλλη μία έκρηξη βίας στη Μέση Ανατολή. Εντούτοις, η έντονη αυτή κριτική δεν συνοδεύτηκε από ανάλογες πράξεις, όπως η διακοπή των σχέσεών τους με τα ΗΑΕ, απειλή που δεν δίστασαν να διατυπώσουν άλλα αραβικά κράτη. Πηγή που επικαλείται το Reuters αναφέρει ότι η Τεχεράνη πάντα ενεργεί με βάση τα εθνικά της συμφέροντα και δεν πρόκειται να υιοθετήσει ακραία μέτρα, εάν δεν απειλούνται τα συμφέροντα αυτά. Αναλυτές αναφέρουν ότι το Ιράν δεν θα ρισκάρει να χάσει τον εμπορικό δρόμο του Ντουμπάι που το συνδέει με τον υπόλοιπο κόσμο, σε μια περίοδο, κατά την οποία οι αμερικανικές κυρώσεις έχουν μειώσει δραστικά τις εξαγωγές πετρελαίου και έχουν περιπλέξει τη διεθνή εμπορική του δραστηριότητα. Το προηγούμενο διάστημα, σε μια προσπάθεια να αποτρέψουν την περαιτέρω απομόνωση, οι αξιωματούχοι του Ιράν απέφευγαν να σχολιάζουν αρνητικά τις περιφερειακές γεωπολιτικές εξελίξεις. Παράλληλα, η Τεχεράνη έχει στα υπ’ όψιν ότι κι άλλες χώρες, όπως το Ομάν, το Μπαχρέιν και η Σαουδική Αραβία ίσως ακολουθήσουν το παράδειγμα των ΗΑΕ και αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, έτσι δεν ριψοκινδυνεύει να λάβει μέτρα, τα οποία στη συνέχεια θα την εγκλωβίσουν. Από την άλλη, όμως, αναλυτές δεν αποκλείουν μικρής έντασης επεισόδια, κυρίως από παραστρατιωτικές οργανώσεις που πρόσκεινται στην Ισλαμική Δημοκρατία και δεν θα ανεχθούν, για παράδειγμα, τον κυματισμό της ισραηλινής σημαίας στα ΗΑΕ, στενό εμπορικό εταίρο του Ιράν.