Νεο-οθωμανικών προσεγγίσεων σύγχρονες οπτικές

Η κατάσταση που διαμορφώνεται στην νοτιοανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στο ελληνοτουρκικό πεδίο μιας διαχρονικά δοκιμασμένης και ενεργώς υφιστάμενης αντιπαράθεσης δείχνει όχι μόνο να μην οδηγείται σε ένα είδος κατευναστικής αποκλιμάκωσης, αλλά αντιθέτως τα πράγματα πορεύονται σε συνθήκες εμπέδωσης του υφιστάμενου συγκρουσιακού πλαισίου, συνθήκη που μπορεί ανά πάσα στιγμή είτε προγραμματισμένα, είτε εκτός συγκεκριμένου σχεδιασμού να οδηγήσει σε θερμό επεισόδιο μεταξύ των δύο χωρών.

Η γερμανική παρεμβατική λειτουργία που έλαβε χώρα δια της μετάβασης του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Χάικο Μάας, σε Αθήνα και Άγκυρα, ως θα έπρεπε να αναμένεται, δεν απέδωσε, γιατί ακριβώς η τουρκική πλευρά εμμένει στην εν γένει επιθετική της στάση, καθότι αισθάνεται ότι η φύση και η ουσία του γερμανικού παρεμβατικού ρόλου είναι και θα παραμείνει λόγοις και όχι έργοις, δηλαδή ο τουρκικός παράγων δεν αισθάνεται το ενδεχόμενο να υποστεί οποιοδήποτε κόστος για τη διεθνώς παράνομη δράση του στην περιοχή.

Πέραν τούτων, η Άγκυρα είτε δια του Προέδρου Ερντογάν, είτε δια του εκπροσώπου του, Ιμπραήμ Καλίν, που συνιστά, ιδίοις λόγοις του Τούρκου Προέδρου, το alter ego του, προπάντων, όμως, με τη στάση της, μεταφέρει στον διεθνή παράγοντα, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, το μήνυμα πως η εποχή που η Τουρκία δεχόταν υποδείξεις από τις μεγάλες δυνάμεις παρήλθε ανεπιστρεπτί, εμπεδώνοντας, κατ’ αυτό τον τρόπο, την επιδιωκόμενη παράσταση μιας ανεξάρτητης μεγάλης περιφερειακής δύναμης, που διαθέτει στρατηγική, την οποίαν απαρεγκλίτως και άνευ δισταγμών εφαρμόζει.

Ο διεθνής παράγων σήμερα εμφανίζεται να συνειδητοποιεί σταδιακά και με μεγάλη καθυστέρηση την εκδήλωση του φαινομένου μιας νέας Τουρκίας, η οποία διεκδικεί τον ρόλο μιας μεγάλης περιφερειακής δύναμης που στοχεύει στην φινλανδοποίηση της νοτιοανατολικής Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, έτσι ώστε να μπορέσει να θέσει υπό τον ηγεμονικό της έλεγχο όλον αυτόν τον διεθνώς κρίσιμο γεωστρατηγικά χώρο.

Στην οπτική του διεθνούς παράγοντα ως προς το τουρκικό φαινόμενο εκδηλώνεται μια πεπλανημένη εκτίμηση πως ο αναθεωρητισμός της Άγκυρας συνιστά προσωπική στρατηγική του Ερντογάν και πως, εάν ο ίδιος αποσυρόταν, με τον ερχομό της αντιπολίτευσης στην εξουσία, η Τουρκία θα επανερχόταν σε μια εναρμονισμένη προς τα δυτικά συμφέροντα και πολιτικές αντιλήψεις πρότερη κατάσταση. Τούτο συνιστά άλλη μια λανθασμένη εκτίμηση της Δύσης, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, που αδυνατεί να κατανοήσει τις πραγματικότητες που συνιστούν τη δομή ως συνέχεια και συνέπεια της τουρκικής πολιτικής, αλλά και το γεγονός πως μια άλλη ηγεσία στην Τουρκία θα αποτύπωνε πιθανότατα διαφορετικό ύφος, αλλά όχι άλλο περιεχόμενο πολιτικής και στρατηγικής στόχευσης.

Υπογραμμίζεται , εν προκειμένω, πως οι ισχυρές χώρες της Ευρώπης και οι μεγάλες δυνάμεις του κόσμου εκδηλώνουν διάφορα και διαφοροποιημένα, ενίοτε, μάλιστα, αντιτιθέμενα μεταξύ τους συμφέροντα, τα οποία καθοδηγούν και προσανατολίζουν τις πολιτικές τους έναντι της Τουρκίας, επιβεβαιώνοντας το γνωστό δόγμα της διεθνούς πολιτικής στην αντιθετική του διάσταση μεταξύ δικαίου και συμφερόντων.

Εν κατακλείδι, η σημερινή διαμορφούμενη κατάσταση μιας Τουρκίας που διεκδικεί παρανόμως και δια της χρήσεως στρατιωτικής ισχύος χώρο στην ελληνική επικράτεια, παραπέμπει στην αντίληψη της λογικής του βαθέος τουρκικού κράτους, που μαρτυρεί, κατά την ιστορική του διαδρομή, ότι, εκεί όπου δεν υφίσταται ισχυρή αντίσταση από την άλλη πλευρά, η επιθετικότητα εντείνεται, επεκτείνεται και διευρύνεται, επιδιώκοντας την διασφάλιση του ελέγχου του διεκδικούμενου εν προκειμένω χώρου. Αντιθέτως, όπου η Τουρκία συναντά ενεργό αποτροπή και ισχυρή αντίσταση, η επιθετική της πορεία ανακόπτεται. Βασικό στοιχείο μιας αποτελεσματικής, εν προκειμένω αποτρεπτικής, στρατηγικής συνιστά η αξιοπιστία που οφείλει να εμπεριέχει το μήνυμα που διαβιβάζει ο δρων αμυνόμενος προς την επιτιθέμενη άλλη πλευρά

Το κατά τα ανωτέρω περιγραφέν τουρκικό φαινόμενο αντιμετωπίζεται πρωτίστως δια της προβολής αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος σε επιχειρησιακό επίπεδο επί του πεδίου και όχι μόνον, πολιτική την οποία, των γεγονότων δεδομένων, η Αθήνα δεν έχει αρκούντως και επαρκώς, τουτέστιν πειστικά, εφαρμόσει. Η παραπάνω συνθήκη υποχρεώνει την Αθήνα σήμερα, των Ιμίων ως διαρκούς υπόμνησης και ανοιχτής πληγής υφισταμένων, να προχωρήσει σε διαμόρφωση πολιτικών άμεσης εφαρμογής, που να είναι σε θέση να επιφέρουν κόστος στην άλλη πλευρά, επιβάλλοντας ταυτόχρονα την πολιτική βούληση της χώρας και τη διεθνή τάξη εντός της επικράτειάς της, απαλλαγμένων κατά ταύτα των Αθηνών από οποιαδήποτε διεθνή «καθοδηγητική» παρέμβαση.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο