Η κυπριακή τραγωδία και ο Μακάριος

Με την πάροδο του χρόνου αυξάνονται τα επικριτικά δημοσιεύματα και τα αρνητικά σχόλια για τον ρόλο του Μακαρίου στη σύγχρονη κυπριακή Ιστορία. Ενώ η συμβατική θέση μέχρι πριν από λίγα χρόνια ήταν ότι για την τραγωδία της Κύπρου την ευθύνη έχει η Χούντα ΙΙ (του Δ. Ιωαννίδη), καθώς και η αποσταθεροποιητική δράση της ΕΟΚΑ Β, το τελευταίο διάστημα έχουν αναπτυχθεί προσεγγίσεις που αποδίδουν σοβαρές ευθύνες και στον Μακάριο.

Στο βιβλίο του «ΜΑΚΑΡΙΟΣ: Τα τρία λάθη» (Εκδόσεις Καστανιώτη 2009) ο Π. Πολυβίου αποδίδει στον Μακάριο τρία μεγάλα λάθη: την υποβολή των 13 σημείων, τη μη αξιοποίηση των δεδομένων για επίλυση του Κυπριακού μετά το 1968 και την αποδοχή ομοσπονδιακής λύσης διά της συμφωνίας υψηλού επιπέδου και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα.

Ο Πολυβίου αποδίδει στον Μακάριο και ένα επιπρόσθετο «μέγα λάθος», την παραμονή του στην Προεδρία, ιδίως μετά το 1968.

Ενώ το Σύνταγμα είχε πολλές στρεβλώσεις, θα ήταν προτιμότερο ο Μακάριος να είχε ακολουθήσει μια εξελικτική προσέγγιση επιδιώκοντας μεγαλύτερη συνεργασία με την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Επιπρόσθετα, ο Μακάριος έχει δεχθεί κριτική και για το γεγονός ότι η υποβολή των 13 σημείων στις 30 Νοεμβρίου 1963 έγινε λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Προέδρου Κένεντι, αγνοώντας, δηλαδή, τα δεδομένα στο διεθνές περιβάλλον. Κρίνοντας όμως από το αποτέλεσμα, με το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας στις 4 Μαρτίου 1964 η Κυπριακή Δημοκρατία εξήλθε ενισχυμένη. Ο Μακάριος με τη στήριξη της Βρετανίας νομιμοποίησε το Δίκαιο της Ανάγκης και μπορούσε να διαχειρισθεί την περαιτέρω πορεία από μια πιο ισχυρή θέση.

Η περίοδος 1964-1967 είχε τη δική της ιδιαιτερότητα, καθώς, μεταξύ άλλων, υπήρχε στην Κύπρο η ελληνική μεραρχία για να αποκρούσει τυχόν τουρκική εισβολή. Η κριτική που ασκείται στον Μακάριο από διάφορους κύκλους είναι ότι απέτρεψε την Ένωση. Στην πραγματικότητα, είχαν υπάρξει σχέδια που προέβλεπαν την Ένωση με εδαφικά ανταλλάγματα στην Τουρκία. Υπό αυτά τα δεδομένα, προτεραιότητα του Μακαρίου ήταν η προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Την άποψη Πολυβίου ότι μετά το 1968 ο Μακάριος ακολούθησε μια μαξιμαλιστική πολιτική και δεν κατέληξε σε συμφωνία ενστερνίζεται και η Σχολή Κληρίδη. Εν ολίγοις τον επικρίνουν ότι, ενώ θα ήταν δυνατό να υπάρξει λύση που να βελτίωνε τη Ζυρίχη και να νομιμοποιούσε τα 13 σημεία, εν τούτοις δεν το έπραξε. Ο Μακάριος είχε να διαχειρισθεί ένα πραγματικά εκρηκτικό εσωτερικό μέτωπο. Ενώ υπήρχε η κριτική για μαξιμαλισμό και από ξένα κέντρα αποφάσεων, παράλληλα η αντιμακαριακή Δεξιά κατηγορούσε τον Μακάριο για ενδοτισμό. Όταν δημιουργήθηκε η ΕΟΚΑ Β το κλίμα οξύνθηκε περαιτέρω και οι χαρακτηρισμοί για τον Κύπριο Πρόεδρο περιελάμβαναν τις κατηγορίες «ανθέλληνας» και «ανθενωτικός». Η απάντηση του Μακαρίου ήταν ότι «ολόκληρος ο Ελληνικός Κυπριακός Λαός είναι ενωτικός». Επιπρόσθετα, προφητικά προειδοποιούσε ότι με την παράνομη δράση τους ήταν, στην πραγματικότητα, «νεκροθάφτες της Ενώσεως».

Στο σημείο αυτό θα μπορούσαν να παραβληθούν και άλλα λάθη του Μακαρίου, τα οποία ο Π. Πολυβίου δεν αναφέρει. Μεταξύ άλλων, ο Μακάριος δεν έλαβε επαρκώς υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά του Ψυχρού Πολέμου. Επιπρόσθετα, οι προεδρικές εκλογές του 1968 δεν έλαβαν χώραν με δημοκρατικό τρόπο. Ο Μακάριος θα εξασφάλιζε, ούτως ή άλλως, ένα συντριπτικό ποσοστό και χωρίς τα γιαουρτώματα του Τάκη Ευδόκα. Επίσης ο Μακάριος άργησε να κηρύξει την ΕΟΚΑ Β ως τρομοκρατική οργάνωση. Το έπραξε στις 25 Απριλίου 1974, τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Γρίβα. Επιπρόσθετα, η επιστολή προς τον Γκιζίκη στις 2 Ιουλίου 1974 θα έπρεπε να συνοδευθεί με την αποπομπή των Ελλήνων αξιωματικών. Ο Μακάριος αρνήθηκε να το πράξει όταν τον συμβούλευσαν στενοί του συνεργάτες, τονίζοντας ότι «δεν μπορούσε να ατιμάσει τη στολή του Έλληνα αξιωματικού».

Ο Π. Πολυβίου θεωρεί, επίσης, ότι ήταν λάθος η αποδοχή της ομοσπονδίας από τον Μακάριο και μάλιστα χωρίς ανταλλάγματα από την τουρκική πλευρά. Θεωρώ ότι η συμφωνία υψηλού επιπέδου του 1977 διαφέρει με τα πλαίσια λύσης τα οποία είχαν κατατεθεί μεταγενέστερα. Πάνω απ’ όλα, όταν δεν ανταποκρίθηκε θετικά η τουρκική πλευρά, ο Μακάριος υπαναχώρησε και στην τελευταία του ομιλία, στις 20 Ιουλίου 1977, διακήρυξε την αναγκαιότητα ενός μακροχρόνιου αγώνα.

Το «μέγα λάθος» που αποδίδει ο Πολυβίου στον Μακάριο, ότι δηλαδή δεν αποχώρησε από την Προεδρία τουλάχιστον μετά το 1968, το άκουσα και εκτός Κύπρου. Η απάντησή μου ήταν ότι ο κάθε λαός έχει το δικαίωμα να επιλέγει τους ηγέτες του και να προσπαθεί να καθορίζει ο ίδιος το μέλλον του. Το ίδιο επανέλαβα για την κριτική για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν.

Εν κατακλείδι, ενώ ο Μακάριος διέπραξε σοβαρά σφάλματα, η ζυγαριά των ευθυνών για την κυπριακή τραγωδία αναμφίβολα γέρνει προς τη Χούντα ΙΙ και τους συνεργάτες της στην Κύπρο. Κανένα λάθος του Μακαρίου δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προδοσία που έλαβεν χώραν. Δυστυχώς, ενώ δεν μπορούμε να στρέψουμε το ρολόι πίσω, η Τουρκία και οι εγκάθετοί της στη Μεγαλόνησο εξακολουθούν να απειλούν τη χώρα μας με υπαρξιακούς κινδύνους. Κάτω απ’ αυτά τα δεδομένα, η εθνική συμφιλίωση και ο αγώνας για την προάσπιση και ολοκλήρωση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελούν πατριωτική επιταγή.

*Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων, καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας