Επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Ιόνιο: Πολιτικές, νομικές και γεωπολιτικές προεκτάσεις

Η απόφαση θωρακίζει νομικά την Ελλάδα σε μελλοντικό διάλογο με την Τουρκία, αφού επιβεβαιώνει την ισχύ των κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας, τόσο σε συμβατικό επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο των ταυτόσημων κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου που δεσμεύει όλα ανεξαιρέτως τα κράτη

Η επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας αποτελεί συνειδητή απόφαση και εφαλτήριο μήνυμα για τη συνολική επέκταση των κυριαρχικών θαλασσών της χώρας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, ειδικά αφ’ ης στιγμής αποτελεί πάγια θέση της Ελλάδας ότι η μόνη διαφορά που υπάρχει αφορά στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας/Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης με την Τουρκία και δεν τίθενται εν αμφιβόλω τα εγγενή κυριαρχικά δικαιώματά της όσον αφορά την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας για τα νησιά και, φυσικά, της δυνατότητάς τους, στη βάση του Δικαίου της Θάλασσας, να δημιουργούν θαλάσσιες ζώνες (χωρικά ύδατα μέχρι τα 12 ν.μ., συνορεύουσα ζώνη μέχρι τα 24 ν.μ., ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα μέχρι τα 200 ν.μ.). Ταυτόχρονα, η απόφαση για επέκταση των χωρικών υδάτων, έστω και τμηματικά, είναι απόλυτα σύννομη και παντελώς στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου που αφορά στην ενάσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων των παράκτιων κρατών, όπως αυτό ορίζεται από την Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 και τους ταυτόσημους κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου που δεσμεύουν όλα ανεξαιρέτως τα κράτη.

Η χρονική συγκυρία ανακοίνωσης της απόφασης της Ελληνικής Κυβέρνησης για επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας στο Ιόνιο έρχεται σε μια διόλου τυχαία περίοδο για τις γεωπολιτικές εξελίξεις και τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή. Πρώτον, τονίζεται ότι η απόφαση ανακοινώθηκε μετά την συνομολόγηση συμφωνιών οριοθέτησης με την Ιταλία και την Αίγυπτο αντίστοιχα, γεγονός που καταδεικνύει το ότι το νερό μπήκε στο αυλάκι για την κατάληξη των ανοικτών ζητημάτων που αφορούσαν τις θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας και τα οποία χρονολογούνται. Δεύτερον, καταδεικνύει την βούληση και την αποφασιστικότητα της Ελλάδας να επιλύσει αυτά τα ανοικτά ζητήματα μέσω διαλόγου, κατανόησης και αμοιβαίας συνεργασίας, πάντοτε στο πλαίσιο του Δικαίου της Θάλασσας. Τρίτον, οριοθετεί την επέκταση των χωρικών υδάτων της Ελλάδας σε άλλες περιοχές, όπως είναι, για παράδειγμα, νοτίως της Κρήτης και, κατά προέκταση, στο Αιγαίο Πέλαγος. Τέταρτον, επαναβεβαιώνει το υφιστάμενο νομικό καθεστώς που ισχύει για την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και ειδικά των χωρικών υδάτων στη βάση της αρχής της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής από αντικείμενες ακτές. Τέλος, επαναβεβαιώνεται η πάγια θέση της Ελλάδας ότι η επέκταση των χωρικών της υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ., δικαίωμα το οποίο κατοχυρώνεται από το Δίκαιο της Θάλασσας, αποτελεί πάγιο και αναφαίρετο δικαίωμα της Ελλάδας το οποίο μπορεί να ασκήσει όποτε και με τον τρόπο που θέλει η Ελλάδα ως κυρίαρχο κράτος, σύμφωνα με την εθνική της στρατηγική.

Ειδικά όσον αφορά το ανωτέρω τελευταίο δεδομένο, τονίζεται το ότι η Ελλάδα επιφύλαξε το δικαίωμά της για επέκταση των χωρικών της υδάτων από τα 6 ν.μ. στα 12 ν.μ. με δήλωση που κατέθεσε κατά την διαδικασία κύρωσης της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας στις 21 Ιουλίου 1995. Η εν λόγω δήλωση που έγινε στο πλαίσιο του Άρθρου 310 της Σύμβασης που επιτρέπει τις ερμηνευτικές δηλώσεις έχει διττό χαρακτήρα: Πρώτον, επαναβεβαιώνει ερμηνευτική δήλωση που υπέβαλε η Ελλάδα άμα τη υπογραφή της Σύμβασης το 1982 και η οποία αφορά το καθεστώς των στενών που χρησιμοποιούνται για τη διεθνή ναυσιπλοΐα, κατοχυρώνοντας το δικαίωμα της Ελλάδας να καθορίζει διαδρόμους πλεύσης σε περιπτώσεις όπου νησιά που σχηματίζουν μεγάλο αριθμό εναλλακτικών στενών που εξυπηρετούν, στην πραγματικότητα, μία και την ίδια διαδρομή διεθνούς ναυσιπλοΐας. Ταυτόχρονα, η δήλωση της Ελλάδας κατά την κύρωση της Σύμβασης του 1982 αναφέρει ότι η Ελλάδα επιλέγει το Διεθνές Δικαστήριο για το Δίκαιο της Θάλασσας ως το μέσο επίλυσης ζητημάτων που αφορούν την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Σύμβασης, ενώ σε μεταγενέστερη δήλωση που αφορά τις προαιρετικές εξαιρέσεις για διαφορές που προκύπτουν ημερομηνίας 16 Ιανουαρίου 2015, η Ελλάδα εξαιρεί την διαδικασία επίλυσης διαφορών ως δικαιούται στη βάση του Άρθρου 298 της Σύμβασης για διαφορές σχετικά με θαλάσσιες οριοθετήσεις ή εκείνες που αφορούν ιστορικούς κόλπους ή κρατικούς τίτλους επί συγκεκριμένων περιοχών, διαφορές σχετικά με στρατιωτικές δραστηριότητες που βρίσκονται σε μη εμπορική υπηρεσία και διαφορές που αφορούν συγκεκριμένα εδάφια του Άρθρου 298.

Νομική θωράκιση

Η απόφαση θωρακίζει νομικά την Ελλάδα σε μελλοντικό διάλογο με την Τουρκία, αφού επιβεβαιώνει την ισχύ των κανόνων του Δικαίου της Θάλασσας, τόσο σε συμβατικό επίπεδο, όσο και στο πλαίσιο των ταυτόσημων κανόνων του διεθνούς εθιμικού δικαίου που δεσμεύει όλα ανεξαιρέτως τα κράτη. Δημιουργεί, παράλληλα, νέα διπλωματικά δεδομένα που δείχνουν ότι οι κινήσεις της Ελλάδας δεν είναι μονομερείς, κατ’ αντιδιαστολή των κινήσεων της Τουρκίας, είναι κινήσεις που είναι σύννομες και πλήρως ταυτόσημες με την εφαρμογή του Δικαίου της Θάλασσας και είναι, τέλος, κινήσεις που δεν είναι επιθετικές προς τρίτα κράτη, ξανά σε αντιδιαστολή με τις πειρατικές ενέργειες της Τουρκίας και τις παράλογες τουρκικές διεκδικήσεις. Επιπρόσθετα και παρεμφερώς με τα πιο πάνω, η επέκταση, έστω και τμηματική, των χωρικών υδάτων της Ελλάδας αλλά και οι προηγηθείσες συμφωνίες οριοθέτησης της ΑΟΖ Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο δηλώνoυν την σταθερή θέση της Ελλάδας ότι η μόνη διαφωνία που υπάρχει με την Τουρκία δεν αφορά ούτε το καθεστώς του Αιγαίου, το καθεστώς των νησιών, την κυριαρχία σε θάλασσα και αέρα στις θαλάσσιες ζώνες της, αλλά είναι η οριοθέτηση της ΑΟΖ / υφαλοκρηπίδας της, στη βάση πάντοτε των σχετικών κανόνων του διεθνούς δικαίου.

Είναι, παράλληλα με τα πιο πάνω, σημαντικό να αναφερθεί η σημασία των χωρικών υδάτων, ούτως ώστε να αντιληφθούμε την βαρύτητα της απόφασης της Ελληνικής Κυβέρνησης για επέκταση, έστω και τμηματική, των χωρικών της υδάτων στο Ιόνιο Πέλαγος μέχρι το ακρωτήριο Τέναρος στην Πελοπόννησο. Σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, τα χωρικά ύδατα ως θαλάσσια ζώνη θεωρούνται προέκταση της εδαφικής επικράτειας του παράκτιου κράτους, στην οποία το κράτος ασκεί πλήρη και απόλυτη κυριαρχία, και δικαιοδοσία όχι μόνο στην επιφάνεια και την στήλη των υδάτων, αλλά και στον βυθό και το υπέδαφος αυτών και, ίσως πιο σημαντικό, στον υπερκείμενο των χωρικών υδάτων εναέριο χώρο.

Στα χωρικά ύδατα του παράκτιου κράτους υφίσταται το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης σε πλοία και αεροσκάφη τρίτων κρατών, όμως υπό συγκεκριμένους κανόνες και προϋποθέσεις, με την έννοια της αβλαβούς διέλευσης (innocent passage) να ορίζεται ως ο διάπλους της θάλασσας αυτής χωρίς είσοδο στα εσωτερικά ύδατα ή προσορμισμό σε αγκυροβόλιο ή λιμενική εγκατάσταση συνεχόμενα και ταχέως και χωρίς μια τέτοια διέλευση να διαταράσσει την ειρήνη, την τάξη ή την ασφάλεια του παράκτιου κράτους, έννοιες που ορίζονται στο Άρθρο 19 (2) της Σύμβασης του ΟΗΕ και είναι ιδιαίτερα περιοριστικές ως προς τις ενέργειες που δύνανται να πραγματοποιούν σκάφη τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένων της απαγόρευσης απειλής ή χρήσης βίας κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας του παράκτιου κράτους, στρατιωτικών ασκήσεων, αλιευτικών δραστηριοτήτων, ερευνών κ.ο.κ., ενώ το παράκτιο κράτος δύναται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα στα χωρικά του ύδατα προκειμένου να εμποδίσει διέλευση η οποία δεν είναι αβλαβής.

Με βάση τα πιο πάνω, καθίσταται πασιφανές ότι η Ελλάδα εισέρχεται σε μια νέα εποχή ενάσκησης των αναφαίρετων της κυριαρχικών δικαιωμάτων με τρόπο που συνάδει πλήρως προς το Διεθνές Δίκαιο και δη, στην προκείμενη περίπτωση, το Δίκαιο της Θάλασσας. Είναι, επίσης, δεδομένο ότι, στο επόμενο χρονικό διάστημα, θα δούμε επιπρόσθετες κινήσεις της Ελλάδας, σε διάφορα επίπεδα, που θα αλλάξουν υφιστάμενα δεδομένα που έχουμε αυτήν την στιγμή στην Ανατολική Μεσόγειο σε πολιτικό, νομικό και γεωπολιτικό επίπεδο.

*Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D. in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας