Τράπεζες

Τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια

Αναγκαία η προετοιμασία των εμπορικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν έναν νέο κύκλο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κάτι που αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο

Tη βδομάδα που μας πέρασε υπήρξαν αναφορές από τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου για την αναγκαιότητα της προετοιμασίας των εμπορικών τραπεζών να αντιμετωπίσουν έναν νέο κύκλο μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κάτι που αποτελεί πανευρωπαϊκό φαινόμενο.

Οι εποπτικές Αρχές προχώρησαν σε χαλαρώσεις σε ό,τι αφορά τους δείκτες κεφαλαίων λόγω των επιπτώσεων του κορωνοϊού, όμως αυτές είναι προσωρινές και σιγά-σιγά θα απαιτηθεί η επαναφορά των δεικτών. Προσωρινή είναι και η ρύθμιση για αναστολή των δόσεων και ήδη τα τραπεζικά ιδρύματα προχωρούν σε επαναξιολόγηση των δανείων (ζητούν για παράδειγμα τις αναθεωρημένες απολαβές για τους ιδιώτες και μελέτη αντικτύπου από τις επιχειρήσεις), ώστε να είναι έτοιμες για κάθε ενδεχόμενο. Μεγάλο ερωτηματικό είναι η διαχείριση των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων που δόθηκαν σε τουριστικές επιχειρήσεις, οι οποίες, παρά τις αρχικές εκτιμήσεις της κυβέρνησης για μίνι τουριστική χρονιά, ενδεχομένως να διανύουν τη χειρότερη χρονιά τους.

Η υψηλή μόχλευση αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά των κυπριακών επιχειρήσεων και νοικοκυριών, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια κάποια βελτίωση. Το πρόβλημα για την κοινωνία συνεχίζει να υφίσταται και μετά την πώληση των δανείων σε επενδυτικά ταμεία. Το ότι οι ισολογισμοί των τραπεζών απαλλάσσονται από το βάρος των ΜΕΔ μετά την πώληση, δεν σημαίνει ότι ταυτόχρονα λύνονται τα προβλήματα για την κοινωνία και τις επιχειρήσεις.

Από τη μια το ποσό των ΜΕΔ αναμένεται να μειωθεί, λόγω της πρόσφατης συμφωνίας πώλησης δανείων από την Τράπεζα Κύπρου. Από την άλλη, όμως, επικρατεί προβληματισμός για τη δυνατότητα που θα έχουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους μετά τη λήξη του νόμου που αφορά την αναστολή των δόσεων των δανείων. Τον Οκτώβριο αναμένεται αύξηση της ανεργίας, ενώ αρκετές επιχειρήσεις θα αντιμετωπίσουν προβλήματα βιωσιμότητας.

Επιπλέον, είναι σύνηθες το φαινόμενο τα επιχειρηματικά σχέδια και ο προϋπολογισμός που ετοιμάζεται για μια εταιρεία να είναι φιλόδοξος, χωρίς να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της εγχώριας αγοράς και χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η μεταβλητότητα. Αποδεδειγμένα, οι κυπριακές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε απότομες αλλαγές των οικονομικών δεδομένων, ενώ οι προβλέψεις των ταμειακών ροών τους πολλές φορές είναι μακριά από την πραγματικότητα. Ζητήματα όπως η οργανωτική δομή, το επιχειρηματικό σχέδιο, η ανάλυση των εξόδων και το μείγμα των μηχανισμών χρηματοδότησης πρέπει να τυγχάνουν της δέουσας προσοχής, ιδιαίτερα στην περίπτωση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, και ειδικά όταν αναφερόμαστε σε νέες σχετικά επιχειρήσεις.

Σημαντικά ποσά ΜΕΔ έχουν μεταφερθεί εκτός του τραπεζικού συστήματος μέσα από τις πωλήσεις μεγάλων χαρτοφυλακίων δανείων. Φυσικά, η μεταφορά των ΜΕΔ εκτός του συστήματος, παρά το γεγονός ότι βελτιώνει τους ισολογισμούς των τραπεζών, δεν αποτελεί λύση για τον δανειολήπτη ή την κοινωνία, εφόσον θα πρέπει να βρεθούν οι λύσεις αναδιάρθρωσης ή εξόφλησης του δάνειου με την εταιρεία διαχείρισης που το αγόρασε.

Το επενδυτικό ταμείο, με την έκπτωση στην οποία αγοράζει τα συγκεκριμένα δάνεια και χωρίς την πίεση των εποπτικών κεφαλαίων αναμένεται να έχει σημαντικά κέρδη, νοουμένου πάντοτε ότι θα προβεί σε σωστή διαχείριση του χαρτοφυλακίου, ενώ την ίδια στιγμή υπάρχει το ενδεχόμενο να επωφεληθεί και ο δανειολήπτης, με εξόφληση των υποχρεώσεών του με έκπτωση.

Οι προβλέψεις για επισφαλή δάνεια επηρεάζουν σημαντικά τα κεφάλαια των τραπεζών και αποτελούν τη διαφορά μεταξύ του ποσού του δανείου και της αξίας της εμπράγματης, κατά το πλείστον, εξασφάλισης.

Η αξία της εξασφάλισης/ακινήτου υπολογίζεται με τη χρήση οικονομικού μοντέλου που λαμβάνει υπόψη το μακροοικονομικό περιβάλλον, την πορεία του τομέα των ακινήτων και τη δυνατότητα/χρονικό ορίζοντα του χρηματοπιστωτικού ιδρύματος να ανακτήσει τις υποθήκες ή να προχωρήσει με τις εκποιήσεις. Όσο μεγαλύτερος είναι ο χρόνος που απαιτείται για ανάκτηση του δανείου, τόσο μικρότερη θα είναι η αξία της υποθήκης.

Την ίδια στιγμή, πολλά τραπεζικά ιδρύματα έχουν συγκεντρώσει μεγάλο αριθμό ακινήτων στους ισολογισμούς τους, «εκμεταλλευόμενα» τη νομοθετική ρύθμιση που υπήρξε για απαλλαγή από φόρους και τέλη των ανακτήσεων των υποθηκών από αυτά, ρύθμιση που αργότερα εφαρμόστηκε και στις πωλήσεις ακινήτων μεταξύ δύο μερών.

Όπως γίνεται αντιληπτό, η εξωτερική ζήτηση στα ακίνητα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της αγοράς. Είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι, το επενδυτικό πρόγραμμα αποτέλεσε πόλο έλξης για πολλούς επενδυτές, ενώ τα τελευταία χρόνια πολλοί ήταν αυτοί που επένδυαν σε ακίνητα που κατείχαν τραπεζικά ιδρύματα είτε κατευθείαν, είτε μέσω των επενδυτικών οχημάτων που είχαν δημιουργηθεί.

Γίνεται κατανοητό ότι μείωση της συγκεκριμένης μορφής ζήτησης θα οδηγήσει σε μείωση των θέσεων εργασίας και του τζίρου των επιχειρήσεων του τομέα, ενώ θα πιέσει τις τιμές προς τα κάτω. Μια περίοδος διόρθωσης είναι ένα απόλυτα θεμιτό και υγιές φαινόμενο, αλλά η μεγάλη πτώση των τιμών θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση των αποδόσεων των επενδύσεων και σε μείωση της αξίας των εξασφαλίσεων (με ό,τι αυτό συνεπάγεται).

Η κυπριακή οικονομία προσπαθεί να βρει βηματισμό μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, όμως ο δρόμος είναι μακρύς και η ανάκαμψη γεμάτη προκλήσεις. Είναι σίγουρο ότι θα υπάρξουν απώλειες, με το ζητούμενο να είναι όσο το δυνατόν ο μεγαλύτερος περιορισμός τους. Γίνεται επίσης αντιληπτό ότι το διεθνές επιχειρείν αλλάζει, και καλούμαστε όλοι να προσαρμοστούμε ανάλογα.

Είναι απαραίτητο όλες οι επιχειρήσεις να αξιολογήσουν τα οικονομικά και επιχειρηματικά τους μοντέλα και να πάρουν εκείνες τις αποφάσεις που σε πρώτο στάδιο θα τους επιτρέψουν να διαχειριστούν τις προκλήσεις, και σε δεύτερο να αναδιοργανωθούν, ώστε να μπουν σε πορεία οργανικής ανάπτυξης.

Είναι σημαντικό να περιοριστεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό οποιαδήποτε αύξηση στα ΜΕΔ λόγω της πανδημίας, κυρίως μετά τη λήξη των μέτρων στήριξης από την Κυβέρνηση και του μέτρου αναστολής των δόσεων των δανείων. Ένα επιπλέον στοίχημα είναι η διασφάλιση των θέσεων εργασίας, εφόσον αύξηση στην ανεργία σημαίνει αυτόματα μείωση του οικογενειακού εισοδήματος και δυσκολία στην αποπληρωμή των δόσεων των δανείων.

To πρόβλημα των ΜΕΔ, η επίλυση του οποίου γίνεται ακόμη δυσκολότερη σε περιόδους κρίσης και ύφεσης, είναι ένα σύνθετο ζήτημα εφόσον επηρεάζει και επηρεάζεται από την πορεία της οικονομίας. Το πρόβλημα των ΜΕΔ για μια οικονομία δεν λύνεται με τη μεταφορά τους εκτός των ισολογισμών των τραπεζών, εφόσον ο υπερδανεισμός επιβαρύνει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και αφαιρεί τη δυνατότητα των επιχειρήσεων για νέες επενδύσεις και περαιτέρω επέκταση.

Την ίδια στιγμή ο τραπεζικός τομέας, μέσα και από τη στήριξη των ευρωπαϊκών μηχανισμών, καλείται να στηρίξει τις επιχειρήσεις με την παροχή χρηματοδοτήσεων. Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι δεν θα αξιολογηθεί η δυνατότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη που αυτήν τη στιγμή, με ελάχιστες εξαιρέσεις, βρίσκεται στο χειρότερο σημείο.