Διεθνή

Η μεγάλη επιστροφή του Brexit

Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα αναδεικνύει ουσιαστικά ότι οι δύο πλευρές έχουν εγκλωβιστεί σε μία κατάσταση, στην οποία δεν συζητούν το ζήτημα επί της ουσίας, αλλά προσπαθούν να αποδείξουν ότι η άλλη πλευρά δεν ενεργεί καλή τη πίστει

Μετά από ένα μεγάλο διάλειμμα, στη διάρκεια του οποίου το ενδιαφέρον μονοπωλούσε η κρίση του κορωνοϊού, το δράμα του Brexit επέστρεψε στη γνώριμή του μορφή. Η σημερινή κατάληξη δεν αποτελεί έκπληξη, εάν κάποιος σκεφτεί ότι οι βάσεις γι’ αυτές τις εξελίξεις είχαν τεθεί μήνες πριν, όταν ο Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, Μπόρις Τζόνσον, είχε εγκλωβίσει τη διάρκεια της διαδικασίας σε ένα μόλις χρόνο, θέτοντας ανεκπλήρωτα χρονοδιαγράμματα υπό την απειλή ενός «no deal». Ακόμα όμως και η συγκυρία του κορωνοϊού, η οποία πάγωσε τις διαπραγματεύσεις για την επίτευξη μιας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ, δεν άλλαξε μυαλά στη βρετανική κυβέρνηση, η οποία τον Ιούνιο επιβεβαίωσε ότι δεν θα ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου, στήνοντας έτσι τα πιόνια για ένα παιχνίδι συγκρούσεων, απειλών και ασφυκτικών χρονοδιαγραμμάτων. Μέσα σε αυτά, πρόσθεσε ένα αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο, το οποίο αναιρεί τμήματα της Συμφωνίας Αποχώρησης, παραβιάζοντας έτσι το διεθνές δίκαιο. Οι Ευρωπαίοι, από την άλλη, ζήτησαν μέχρι το τέλος του μήνα οι διατάξεις αυτές να αφαιρεθούν, διαφορετικά θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.

Τι προνοεί το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο

Το νομοσχέδιο της Εσωτερικής Αγοράς (Internal Market Bill) που κατέθεσε η Ντάουνινγκ Στριτ στη Βουλή των Κοινοτήτων ουσιαστικά εισάγει αμφιλεγόμενες διατάξεις, οι οποίες αναιρούν σημεία της Συμφωνίας Αποχώρησης που αφορούν στην περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας. Συγκεκριμένα, η Συμφωνία που έχει υπογράψει ο Τζόνσον προνοεί οι εταιρείες που μεταφέρουν εμπορεύματα από τη Βόρεια Ιρλανδία στη Μεγάλη Βρετανία να υποβάλουν δηλώσεις εξαγωγής. Επίσης, δίνει στην ΕΕ την εποπτεία των κρατικών επιδοτήσεων που παρέχονται σε επιχειρήσεις στη Βόρεια Ιρλανδία, οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν επιπτώσεις για τις συνδεδεμένες εταιρείες στο υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου θέλει να ακυρώσει και τις δύο διατάξεις και να δώσει στους υπουργούς της την εξουσία να αποφασίζουν για το ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, παρακάμπτοντας τα τμήματα της Συμφωνίας Αποχώρησης με έναν προτεινόμενο εσωτερικό νόμο, το νομοσχέδιο για την εσωτερική αγορά, το οποίο πέρασε το πρώτο κοινοβουλευτικό εμπόδιο στη Βουλή των Κοινοτήτων τη Δευτέρα. Πιο συγκεκριμένα, ο Τζόνσον θέλει να δώσει στους υπουργούς του την εξουσία να τροποποιούν ή να μην εφαρμόζουν κανόνες σχετικά με τη διακίνηση των εμπορευμάτων που θα τεθούν σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου, εάν το Ηνωμένο Βασίλειο και η ΕΕ δεν είναι σε θέση να συνάψουν εμπορική συμφωνία. Εντούτοις, με βάση τη Συμφωνία Αποχώρησης, τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να καθορίζονται από κοινή επιτροπή Βρετανών και Ευρωπαίων.

Τα πολιτικά παιχνίδια πίσω από την αντιπαράθεση

Το επιχείρημα της κυβέρνησης Τζόνσον για να δικαιολογήσει αυτήν την κίνηση, τρεις μήνες πριν από την αποχώρηση από την ΕΕ, είναι ότι αυτές οι διατάξεις διασφαλίζουν την απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς του Ηνωμένου Βασιλείου, λόγω του ισχυρισμού ότι οι Βρυξέλλες απείλησαν να σταματήσουν τη μεταφορά αγαθών μεταξύ των δύο περιοχών. Σύμφωνα με αναλυτές όμως το νομοσχέδιο που προωθεί ο Τζόνσον δεν αφαιρεί την εξουσία της ΕΕ να αποφασίζει τι θα εισάγεται και τι όχι. Από την άλλη, όμως, οι «ανησυχίες» της Βρετανίας δεν είναι τόσο παράλογες, αφού ο ίδιος ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνομιλίες για το Brexit, Μισέλ Μπαρνιέ, είχε παραδεχτεί ότι υπάρχουν «αβεβαιότητες» σχετικά με το βρετανικό καθεστώς υγείας των ζώων μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου και πιο συγκεκριμένα υπάρχει η ανησυχία ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα επιτρέψει την εισαγωγή αμφιλεγόμενης ποιότητας ζωικών προϊόντων στην αγορά του. Η συζήτηση γύρω από αυτό το θέμα αναδεικνύει ουσιαστικά ότι οι δύο πλευρές έχουν εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση, στην οποία δεν συζητούν το ζήτημα επί της ουσίας, αλλά προσπαθούν να αποδείξουν ότι η άλλη πλευρά δεν ενεργεί καλή τη πίστει. Ειδικοί αναφέρουν ότι η Βρετανία ναρκοθετεί τη Συμφωνία Αποχώρησης που έχει ήδη υπογράψει για να αυξήσει την πιθανότητα ενός «no deal» είτε για να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ισχύ είτε για να μειώσει την εξουσία τής ΕΕ επί του πρωτοκόλλου της Βόρειας Ιρλανδίας. Από την άλλη οι Βρυξέλλες παίζουν το χαρτί της παραβίασης του διεθνούς δικαίου, κατηγορώντας το Λονδίνο ότι υπονομεύει τόσο τις εν εξελίξει συνομιλίες για τη μελλοντική εμπορική σχέση όσο και το διεθνές κύρος της χώρας.

Η επίσημη και η ανεπίσημη αντίδραση της ΕΕ

Η επίσημη αντίδραση της ΕΕ καταγράφηκε μερικά 24ωρα μετά την έγκριση του νομοσχεδίου του Μπόρις Τζόνσον, όταν η Πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, μιλώντας στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έκανε αναφορά στις διαπραγματεύσεις του Brexit. Μεταξύ άλλων έστειλε το μήνυμα ότι η συμφωνία «δεν μπορεί να αλλάξει, να αγνοηθεί ή να εφαρμοστεί μονομερώς. Αυτό είναι θέμα νόμου, εμπιστοσύνης και καλής πίστης», ενώ υπενθύμισε τα λόγια της Margaret Thatcher ότι «η Βρετανία δεν παραβιάζει τις Συνθήκες». Ανεπίσημα, όμως, σύμφωνα με την Politico, ο Μπαρνιέ μιλώντας σε πρέσβεις χωρών της ανατολικής Ευρώπης, χαρακτήρισε την κίνηση της Τζόνσον ως προβοκατόρικη, η οποία στόχο έχει να αποσπάσει την προσοχή των Βρετανών από την αποτυχία της κυβέρνησης να διαχειριστεί την πανδημία του κορωνοϊού. Ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με την ίδια πηγή, κατηγόρησε το Λονδίνο ότι δεν συνομιλεί με διαφάνεια, δίνοντας δύο πιθανές ερμηνείες για τη στάση της άλλης πλευράς. Η πιο αισιόδοξη ερμηνεία θέλει τον Τζόνσον να ενδιαφέρεται για μια εμπορική συμφωνία με τις Βρυξέλλες, αλλά προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις. Η πιο απαισιόδοξη ερμηνεία, από την άλλη, είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο είναι αποφασισμένο για το σενάριο να μην υπάρξει συμφωνία, γι’ αυτό προχώρησε στην κατάθεση του εν λόγω νομοσχεδίου.

Πίσω από τις λέξεις…

Όποια ερμηνεία όμως και να ισχύει, οι Βρυξέλλες φαίνεται ότι εμμένουν στην προθεσμία που έδωσαν στο Λονδίνο για να αποσύρει τις επίμαχες διατάξεις μέχρι το τέλος του μήνα, διαφορετικά θα προσφύγουν στη Δικαιοσύνη. Μάλιστα ειδικοί αναφέρουν ότι πρόκειται περισσότερο για «φιλική συμβουλή» παρά απειλή ή τελεσίγραφο. Αυτό επειδή η ΕΕ γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να αναγκάσει το Ηνωμένο Βασίλειο να αλλάξει τακτική. Σίγουρα, θα κινήσει όλες τις αβέβαιες και χρονοβόρες νομικές διαδικασίες εναντίον του Λονδίνου, οι οποίες θα λειτουργήσουν κυρίως ως υπενθύμιση της παραβίασης του διεθνούς δικαίου και του οξύμωρου σχήματος ο Τζόνσον να αθετεί τις πρόνοιες μιας συμφωνίας που ο ίδιος διαπραγματεύτηκε. Οι Βρυξέλλες, έχοντας αποδείξει στις προηγούμενες διαφραγματικές διαδικασίες ότι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη ενός αδιεξόδου, έτσι και τώρα δεν θα αποσυρθούν από το τραπέζι του διαλόγου. Εάν ισχύει η απαισιόδοξη ερμηνεία και ο Τζόνσον όντως θέλει να τορπιλίσει τη διαδικασία, τότε θα το κάνει μόνος του. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή πλευρά αναμένεται ότι θα δώσει μάχη μέχρι τέλους, αφού τόσο τα κράτη μέλη όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν θα δώσουν έγκριση σε μια συμφωνία, την οποία δεν είναι βέβαιο ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα ακολουθήσει κατά γράμμα. Αναλυτές μάλιστα θεωρούν ότι η ΕΕ δεν αναμένεται να αλλάξει στάση, πόσω μάλλον κάτω από το βάρος των απειλών της κυβέρνησης Τζόνσον.