H στράτευση ως εθνική αναγκαιότητα

Η στράτευση ως θεσμός και πολιτικό γεγονός δεν αποτελεί μια καινοφανή διάσταση βηματισμού κρατών και πολιτικών συστημάτων, αλλά παραπέμπει από τη φύση της στην ίδια την ύπαρξη του φαινομένου και θεσμού της κρατικής οντότητας, τόσο τηρουμένων των αναλογιών στην κλασική εποχή, όπου σε πόλεις - κράτη, όπως η Αθήνα και η Σπάρτη εστρατεύοντο άπαντες ικανοί να φέρουν τα όπλα της εποχής, όσο και στον σύγχρονο κόσμο των κρατών, όπου το πολεμικό επεισόδιο και τα εν προκειμένω διαθέσιμα οπλικά συστήματα λαμβάνουν διαστάσεις τέτοιας μορφής τεχνολογικής εξέλιξης, που δύνανται να αλλοιώσουν τη μορφή και την πορεία του σύγχρονου κόσμου.

Παρά ταύτα οι κρατικές οντότητες, ούσες υποχρεωμένες εκ της φύσεως της διεθνούς ανταγωνιστικής πορείας των κρατών μεταξύ τους και της κατά ταύτα ύπαρξης του φαινομένου της σύγκρουσης ως ρεαλιστικά υφιστάμενη συνθήκη καθημερινής πραγματικότητας στις σχέσεις των κρατικών οντοτήτων, υποχρεούνται να στρατεύουν τον πληθυσμό τους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και δη όχι μόνο τους στρατεύσιμους, αλλά και την εφεδρεία, καθώς η συμμετοχή της κοινωνίας στην εν στενή και εν ευρεία εννοία αμυντική θωράκιση της χώρας, ενισχύει αναπόδραστα τον ρόλο και τις δυνατότητες του κράτους στο διεθνές σύστημα έναντι εχθρών και φίλων.

Η στρατιωτική θητεία, όπως και το στράτευμα εν γένει, συνιστούν μια ενεργό ασπίδα προάσπισης αρχών, αξιών και πολιτιστικών ιδεωδών, καθώς και διαφύλαξης εθνικής ταυτότητας και κρατικής ακεραιότητας για κάθε οντότητα που συνιστά υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Η εμπέδωση του ανωτέρω αξιακού πλαισίου στο κοινωνικό σύνολο και δη στις νεότερες ηλικιακά ομάδες, που παραπέμπουν στο μέλλον κάθε τόπου, επιβάλλει a priori τη συμμετοχή των πολιτών στο στράτευμα σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, με διαφορετικό περιεχόμενο στην κατά ταύτα συμβολή, αλλά με πάντοτε κοινή συνισταμένη και σταθερά την αντίληψη και θέληση συνεισφοράς στην κοινή υπόθεση υπεράσπισης κράτους, ιστορίας, πολιτισμού και της άμυνας της χώρας εν γένει.

Στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου υφίσταται μια παραδοσιακά εδραιωμένη αντίθεση και κατά ταύτα έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι του κράτους, φαινόμενο που συνιστά προϊόν μειωμένης παράστασης αίσθησης κοινού συμφέροντος, η διαχρονικά ζωηρή και δεδομένη θέληση του συνόλου των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης, πλούτου ή φτώχιας, για ενεργό υπεράσπιση της χώρας, λειτουργεί κατά ταύτα ως ενοποιητικός κρίκος των Ελλήνων καθ’ άπασα την επικράτεια και όχι μόνο.

Επ’ αυτού και συναφώς οφείλει κανείς να υπογραμμίσει πως πέραν της δεδηλωμένης θέλησης κοινωνίας και λαού για υπεράσπιση με κόστος και θυσίες πατρώας γης και ιστορίας, συνθήκη που πραγματώνεται και διά της θητείας, έχει ιδιαίτερη σημασία να αντιληφθεί κανείς πως ο ρόλος μιας ηγεσίας που σχεδιάζει, εμπνέει και εφαρμόζει πολιτικές υπεράσπισης του κράτους και της κατά ταύτα επικράτειας, παρακάμπτοντας συνήθως εκδηλούμενες έξωθεν παρεμβάσεις και υποδείξεις που παραπέμπουν σε χώρα δεδομένης γι’ αυτούς υπόστασης, αποτελεί τον πρωταγωνιστικό παράγοντα που σε συνάρτηση με την ενεργό αγωνιστική θέληση του κοινωνικού συνόλου για συμμετοχή στην άμυνα, διαμορφώνουν πλαίσιο ισχυρής αποτροπής και κατά ταύτα ουσιαστικής ενδυνάμωσης του ρόλου και παρουσίας της χώρας στο διεθνές σύστημα.

Για μια χώρα, όπως η Ελλάδα, η οποία εκούσα άκουσα αποτελεί δέκτη μιας διαχρονικά υφιστάμενης και ικανής προς πραγμάτωση απειλής, άλλοτε και όπως συνέβη στο παρελθόν από τις δυνάμεις του Άξονα εν συνεχεία δε, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τούδε από την Τουρκία, μια χώρα της οποίας ο επιθετικός αναθεωρητισμός συνιστά δομικό στοιχείο του πολιτικού της συστήματος, που υπερβαίνει κυβερνήσεις, ηγεσίες και καθεστώτα, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στην άμυνα της χώρας και διά της θητείας εν προκειμένω, αποτελεί κατά ταύτα conditio sine qua non επιβίωσης.

Τούτων δεδομένων οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στις ελληνικές «ιδιαιτερότητες» συγκαταλέγεται, εκτός των άλλων και η τεράστια ακτογραμμή της επικράτειας στη διασπορά ενός πολύ μεγάλου αριθμού νήσων και βραχονησίδων, καθιστώντας κατά ταύτα ευάλωτο το πλαίσιο υπεράσπισης του ελληνικού χώρου και επομένως αναγκαία τη μέγιστη δυνατή στελέχωση και επάνδρωση των δυνάμεων αμυντικής διάταξης στα νησιωτικά της συμπλέγματα, καθώς και στην ευρύτερη επικράτεια.

Συμπερασματικά και κατά τα ανωτέρω, δεδομένου ότι η υπόθεση της στρατιωτικής θητείας, όπως και το στράτευμα εν γένει δεν επιτρέπεται να προσεγγίζονται με μυωπικούς φακούς μιας ιδεολογικοκομματικής αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως ως υπόθεση εθνικού συμφέροντος στις απαραίτητες προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικής συνοχής και εθνικής επιβίωσης, οι όποιες προτάσεις των καθ’ ύλην αρμοδίων επιτελών, τουτέστιν της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας, που αφορούν σε αναγκαία αύξηση της θητείας ή κατά ταύτα στράτευση στα 18 έτη, θα πρέπει να προσεγγίζονται θεσμοθετούμενες σε υπερκομματικό πλαίσιο και μόνο.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής,

Πάντειο Πανεπιστήμιο