Διάλογος ως διέξοδος τουρκικών αδιεξόδων

H κλασική, παραδοσιακή αντίληψη που διέπει τις σχέσεις των κρατών και την ανά τον κόσμο διαδρομή των διεθνών σχέσεων, που υπογραμμίζει πως τα κράτη συγκρούονται, αντιπαρατίθενται και συνεργάζονται έχοντας ως μοναδικό γνώμονα πολιτικής το εθνικό τους συμφέρον, αφορά και σε ενυπάρχουσες ή και επερχόμενες παρεμβάσεις τρίτων δυνάμεων που αποτυπώνουν συνήθως τις πολιτικές άσκησης επιρροής και κατά ταύτα εξάρτησης.

Στο παράδειγμα των τωρινών εν εξελίξει διαδραματιζομένων μεταξύ Ελλάδος - Τουρκίας, η παρεμβατική λειτουργία της Γερμανίας, η οποία μεθοδεύει σε τακτικό επίπεδο συναντήσεις διακρατικού διαλόγου μεταξύ των δυο χωρών, εξισώνοντας κατά ταύτα τον επιτιθέμενο με τον εν τοις πράγμασι αμυνόμενο, σαφώς και στην παρούσα χρονική στιγμή εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Βερολίνου που παραπέμπουν σε στήριξη της Τουρκίας, παρακάμπτοντας την υφιστάμενη τουρκική αναθεωρητική πολιτική στο Αιγαίο και την νοτιοανατολική Μεσόγειο έναντι Αθηνών και Λευκωσίας.

Το γεγονός, εν προκειμένω, του ελληνικού τακτικού βηματισμού για έναρξη διερευνητικών επαφών με την Άγκυρα σε συνθήκες προϊούσης πίεσης, πριν λάβει χώρα η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής των κρατών - μελών της ΕΕ, στην ατζέντα της οποίας περιλαμβάνονται και οι προβλεπόμενες εις βάρος της Τουρκίας κυρώσεις, συνιστά μια τακτικής υφής λανθασμένη κίνηση που αποτελεί ταυτόχρονα και απώλεια σημαντικής ευκαιρίας πρόκλησης κόστους σε μια προδήλως επιθετικά αναθεωρητική δύναμη, όπως η Τουρκία.

Η Αθήνα, κατά ταύτα, ξεκινώντας στην παρούσα χρονική στιγμή διερευνητικές επαφές με την Άγκυρα, εκπέμπει το μήνυμα πως δεν θα επιθυμούσε και δεν πρόκειται να επιμείνει σε παρόντα χρόνο στη λήψη αποφάσεων που θα προκαλούσαν κόστος στην Τουρκία. Η κίνηση αυτή των Αθηνών έρχεται ως σωτήρια διέξοδος για την Τουρκία, σε μια στιγμή που η οικονομία της, αλλά και η κοινωνική της συγκρότηση παρουσιάζουν σοβαρά ρήγματα και που τα επαπειλούμενα μέτρα της ΕΕ θα επηρέαζαν, εφόσον στόχευαν στην κρατική δομή, όχι μόνο τη βιωσιμότητα της τουρκικής οικονομίας, αλλά ενδεχομένως και αυτή τούτη τη συνοχή του τουρκικού κράτους.

Σημειώνεται συναφώς και στο πλαίσιο των διεθνών εξελίξεων στη νοτιοανατολική Μεσόγειο πως, ενώ το τουρκολιβυκό μνημόνιο βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, η Τουρκία όχι μόνο δεν αλλάζει στρατηγική, αλλά διακηρύττει πως το ερευνητικό σκάφος Ορούτς Ρέις επέστρεψε στο λιμάνι της Αττάλειας μόνο για συντήρηση και πως πρόκειται να επανέλθει, ασκώντας τον προγενέστερο ρόλο του. Ταυτοχρόνως, δε, υπομιμνήσκεται πως οι τουρκικές γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ΑΟΖ συνεχίζονται ανεμπόδιστα και τείνουν να μετεξελιχθούν σε μόνιμο και μη αναστρέψιμο γεγονός.

Διερωτάται κανείς σκεπτόμενος φωναχτά τι πήρε η Αθήνα ως οφειλόμενο αντάλλαγμα έναντι της κατά τα ανωτέρω κίνησής της προς την Άγκυρα, που έλαβε χώρα κατόπιν της γερμανικής παρεμβατικής διαμεσολάβησης. Τούτο μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός μιας εν τοις πράγμασι εμπεδωμένης αντίληψης στο πολιτικό προσωπικό της χώρας, περί ασκούμενης επιρροής από τρίτες χώρες, όπως, εν προκειμένω, η Γερμανία, που κατά ταύτα μεταβάλλεται από σχέση επιρροής σε συνθήκη εξάρτησης.

Η ελληνική εξωτερική πολιτική δείχνει να αδυνατεί να κατανοήσει τις πραγματικές διαστάσεις του τουρκικού αναθεωρητισμού, ο οποίος, όπως επανειλημμένως έχει τονιστεί, στοχεύει όχι μόνο στην δυνάμει φινλανδοποίηση της Ελλάδος, αλλά και στη διακηρυγμένη προσαρμογή της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας στην τουρκική μεγαλοϊδεατική, νεο-οθωμανική στόχευση. Ο αναθεωρητισμός αυτός αντιμετωπίζεται ως ικανός για ανάσχεση μόνο μέσα από την άσκηση πολιτικών αποτρεπτικής ισχύος, που είναι σε θέση να επιφέρουν ισχυρό κόστος στην άλλη πλευρά.

Η Αθήνα σήμερα, ούσα μια χώρα με ένοπλες δυνάμεις ισχυρής αποτρεπτικής ικανότητας και με υπεροχή έναντι του τουρκικού παράγοντα σε επίπεδο ανθρωπίνου δυναμικού, με δεδομένο το θετικό κλίμα συμμαχικών χωρών υπέρ των ελληνικών θέσεων και εναντίον της τουρκικής παραβατικότητας, οφείλει να αξιοποιήσει την παρούσα συγκυρία για να προκαλέσει ποιοτικό κόστος στον τουρκικό παράγοντα, επιφέροντας κατά ταύτα την επιδιωκόμενη συρρίκνωση του αναθεωρητισμού του. Υπογραμμίζεται συμπερασματικά ότι στη διεθνή πολιτική έχει εξαιρετική σημασία η ικανότητα αξιοποίησης του momentum, γιατί οι διεθνείς συγκυρίες δεν θα είναι πάντα ευνοϊκές για χώρες και κράτη που εμφανίζονται να μην είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τα θετικώς γι’ αυτές επερχόμενα.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο