Αναλύσεις

Αναθυμούμενοί σε, φίλε, φτιάχνουμε ξανά ένα σχέδιο για να ζήσουμε

Να θυμόμαστε τον Άντη, δεν είναι μια συγκινησιακή στιγμή αναπόλησης στην αμέτοχη κρύπτη της ιδιωτείας, αλλά ένα άνοιγμα προς το συλλογικό, μια επανεφεύρεση του Κοινού και της αλήθειας τού κοινωνείν με τους άλλους, η θέση, εν έργω, μιας συλλογικότητας που δεν μερίζεται, αλλά συμμερίζεται εν προόδω

Κάθε Ιανουάριο, τέτοιες μέρες, ο χρόνος της μνήμης διαστέλλεται, χαρίνει, όπως ο ανοικτός ορίζοντας, μετά την καταιγίδα, την ώρα που ένα ουράνιο τόξο, μ’ όλη τη δύναμη της φωτεινότητας, δεσπόζει πάνω από τις «πληγές των πεδιάδων», φέρνοντας το μήνυμα της ευρύχωρης αιθρίας.

Ανοίγει ώς τις ασύλληπτες όχθες του ορατού για να χωρέσει κάτι απερίσταλτο, ίσο με τη δύναμη του κόσμου να παρ-ίσταται, με το αφειδώλευτο ξεχείλισμα των ενεργειών του.

Όσοι γνώρισαν τον Άντη και συναναστράφηκαν τη μειλίχια και θαυμαστά ζυγιασμένη μεγαλοσύνη του είναι υπόχρεοι, σήμερα, στη γενναιοδωρία αυτής της απερίσταλτης μνήμης, που έχει το προνόμιο να χωρά, επιδικάζοντας, ήδη, στο μέλλον, ό,τι είναι ανεξίτηλο από το πέρασμα μιας αξέχαστης, χαρισματικής παρουσίας: Στην περίπτωση του Άντη, όχι απλώς στιγμές, αναμνήσεις και εντυπώσεις, αλλά το στίγμα μιας πλέριας ανθρωπινότητας, ένα πλήρες και ακέραιο ον στην ολότητά του, που και μόνον η υπόμνησή του προσδίδει δύναμη και παλμό σε κάθε χειρονομία που απευθύνεται στο μέλλον. «Η μνήμη μεγάλωσε τόσο για να θυμάται ένας για όλους και της ανοίξαμε ώς το άπειρο το διάφραγμα για να χωρέσουνε όλα»… Γιατί, να θυμόμαστε τον Άντη, δεν είναι μια συγκινησιακή στιγμή αναπόλησης στην αμέτοχη κρύπτη της ιδιωτείας, αλλά ένα άνοιγμα προς το συλλογικό, μια επανεφεύρεση του Κοινού και της αλήθειας τού κοινωνείν με τους άλλους, η θέση, εν έργω, μιας συλλογικότητας που δεν μερίζεται, αλλά συμμερίζεται εν προόδω. Να θυμόμαστε τον Άντη, με τον τρόπο που ακριβώς μας αναγκάζει εκείνος να θυμόμαστε, είναι σαν να φτιάχνουμε ξανά ένα σχέδιο για να ζήσουμε, να ανασυναρμολογούμε τα κομμάτια ενός οράματος μέσα από τα ερείπια, δίνοντάς του πνοή και προσανατολισμό. Είναι σαν να αρνούμαστε την προφάνεια του ημιτελούς και του ανεπίτευκτου, επωμιζόμενοι την ευθύνη να προχωρήσουμε προς το κάλεσμα που εκείνα υπόρρητα μοχλεύουν.

Είναι, με άλλα λόγια, σαν να παίρνουμε, εκ νέου, το νήμα της ζωής, τη στιγμή και εκεί που έμεινε μετέωρο, για να ξετυλίξουμε το πλεκτό όλων των δυνατοτήτων προς την ανάληψη μιας ανολοκλήρωτης υπόσχεσης.

Έντεκα χρόνια χωρίς τον Άντη… Σαν η ζωντανή πινακογραφία εκείνου, με φόντο το ξετύλιγμα μιας ολόκληρης εποχής, με δεσπόζοντα όσα ο ίδιος έπραξε, ενεργοποίησε, ενέπνευσε.

Αναθυμούμενοι, λοιπόν, αυτόν, είναι σαν να αναλαμβάνουμε εκ νέου το τίμημα να διαβούμε το καθηλωτικό έρμα του παρελθόντος, να παίξουμε με τους όρους μιας διακινδύνευσης, πάντα ανησυχαστικής και μηδέποτε ειρηνευμένης, για εκείνο που διατρέχει η σιωπηλή, αλλά, πάντοτε, επιτακτική δέσμευση, να υπάρξει ξανά ένας κόσμος. Ένας κόσμος όχι απλώς εικόνα ή συμπλήρωμα του υπάρχοντος, αλλά σάρκα και τρόπος τού είναι μιας μοναδικής και ανεκχώρητης δημιουργίας.

Μια φλόγα που τρεμοπαίζει στις κορυφογραμμές των καιρών

Υπάρχουν γεγονότα που, κατά τον λόγο του ποιητή, σε κόβουν στα δυο, μοιράζουν τον καιρό σ’ εκείνο που αξιομνημόνευτα παρήλθε κι εκείνο που επακολουθεί μετέωρο, ανάμεσα στην πρόσδεση στο παρελθόν και στην εναγώνια απόβλεψη στο μέλλον, που έρχεται αυτόδηλα φτωχότερο αλλά και ανυποψίαστα πιο πλούσιο.

Σαν μια φλόγα που τρεμοπαίζει στις κορυφογραμμές των καιρών, κείνη η φλόγα «που καίει τον άνθρωπο» και «γίνεται δροσερή πικροδάφνη», σύμφωνα, πάλι, με του ποιητή τα λόγια.

Σήμερα, μας κατακλύζει ακριβώς η θέρμη εκείνης της φλόγας που καίει τον άνθρωπο και γίνεται δροσερή πικροδάφνη.

Που αποδίδει, απερίφραστα, την γεύση ενός ιχνήλατου περάσματος και μιας καίρια μεστωμένης παρουσίας.

«Μια λάμψη ο άνθρωπος κι αν είδες, είδες»… Ο πιο αγαπημένος στίχος του Άντη από τον αγαπημένο του Ελύτη… Κι όμως, στην αστραπιαία περιδίνηση του βλέμματος για να φυλακιστεί αυτή η λάμψη, φιλοτεχνείται το πορτρέτο μιας ζωής, εξαιρετικά δύσχωρο για να χωρέσει το αχειροποίητο υφαντό των λεπτομερειών που το απαρτίζουν.

Κι εδώ, η επίμονη άρνηση να ειπωθεί ο τελευταίος λόγος, τα ξαναβάζει όλα απ’ την αρχή, ξαναρχίζει τη συνομιλία με το άφευκτο, ξανανοίγει το κουτί των πιθανοτήτων.

Γι’ αυτό, κάθε αναφορά στον Άντη, στα όσα έπραξε στο σύντομο πέρασμά του από τη ζωή - στην αρίφνητη, σε λάμψεις, στίλβη της ανθρωπιάς του, στο ασίγαστο δημιουργικό/επιχειρηματικό του πάθος, στο μέγεθος της απερίσταλτης προσφοράς του στα κοινά -, μοιραία, αφήνει κάτι έξω που δεν έχει εκχωρηθεί στον λόγο, σαν η μυστική, ασύλληπτη παρουσία κάποιου θαυμαστού και απροσμέτρητου πράγματος.

Κι αλλιώς ακούγεται στ’ αφτιά εκείνων που τον γνώρισαν κι αλλιώς στ’ αφτιά όσων μπόρεσαν να αποθησαυρίσουν μερικές μόνον εκλάμψεις της λυσιτελούς, μα πάντα μετρημένης, δημόσιας παρουσίας του.

«Μια απροσμέτρητη αφιέρωση»

Πριν από πέντε χρόνια, αφιέρωσα σε σένα, αξέχαστε πολύτιμε φίλε, το τελευταίο - ατομικό - συγγραφικό μου πόνημα, τις «Εκδοχές ενός Ποιήματος». Ένα ποίημα, το «Αιωνιότητα», θαρρώ πως είναι μια ψηφίδα παρμένη από το ψηφιδωτό της δικής σου ζωής, όπως ανασχηματίστηκε λεκτικά μέσα μου: «Όλα θα γίνουν όπως ήταν να γίνουν/Ο πηλός θα πάει στον άνθρωπο κι ο άνθρωπος στο κτήνος μέσα του/Ο αθώος θα πάει στον φονιά και η πράξη του φονιά στην άφεση/Ο χρόνος ο βραχύς στην ατελείωτη διάρκεια κι ο χρόνος ο ατελείωτος στη στιγμή που χάνεται/Ο παγερός κορεσμός να υπάρχεις στην ανεκπλήρωτη φλόγα των ανεκπλήρωτων/Κι εκείνος που γράφει πέραν απ’ τη ζωή/σκυμμένος στις ρωγμές του εαυτού του χρόνια/θα συνεχίσει να γράφει για σένα/δίχως ένα σημάδι στον ορίζοντα καταληκτικού χρόνου».

Πώς, όμως, και τι, να αφιερώσεις σε κάποιον που ολάκερη η ζωή του ήταν μια απροσμέτρητη αφιέρωση; Ίσως, εκφράζει μια ενδόμυχη πρόθεση να προεκταθείς, ως ύπαρξη, σε μιαν αξιοσύνη που σε ξεπερνά, να γίνεις το μικρό δώρο που ξετυλίγεται, σαν νήπιος φωτεινός αντικατοπτρισμός, στη σκιά μιας υπερέχουσας γενναιοδωρίας: Μιας γενναιοδωρίας που συμπτύσσεται ολόκληρη μέσα στην απεραντοσύνη του ίχνους της και μας καλεί να την ακολουθήσουμε, νοερά, ως την αδολίευτη χειρονομία που την θεσμοθέτησε στον κόσμο.

Προσπαθώντας τώρα, με την ίδια νοερή εντρύφηση, να στοιχίσω το όνομά σου με όσα γράφτηκαν και ειπώθηκαν για σένα, αισθάνομαι πως το πέρασμά σου ανάμεσα στα πράγματα που στοίχιζαν γύρω κι ανάμεσά μας έναν κόσμο, μοιάζει με το πέρασμα εκείνης της βαθιάς ομιλούσας σιωπής που στοιχίζει γύρω από τις λέξεις τη λεπτή, αδιόρατη μεμβράνη ενός νοήματος.

Να αφιερώνεις, λοιπόν, σ' εκείνον που αφιερώθηκε, σαν μια ανεπαίσθητη αύρα αδολίευτης γενναιοδωρίας, ολάκερος στους άλλους, είναι σαν να καλείς τον λόγο της υπόμνησης να γίνει ένα με το έργο, την περιδίνηση της ζωής μέσα και πέρα από τον καλπασμό των ασυναίρετων στιγμών της.

Έντεκα χρόνια, λοιπόν, από την φυγή ενός τέτοιου ανθρώπου, που το μεγαλύτερο μέρος της προσφοράς του ήταν μια αφανέρωτη αλήθεια, ξέρουμε πως όσος καιρός κι αν περάσει, δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει, ποτέ, τελευταίος λόγος. Γιατί, αυτός (ο λόγος) έρχεται, κατά κάποιον τρόπο, πάντα πρώτος, ανακυκλώνει όσα εκείνος ήταν και εποίησε, μέσα σε μιαν πρωθύστερη αφοριστική τελεσιδικία, που λειτουργεί, απλώς, σαν μια εσαεί επιβεβαίωση...

Ο άνθρωπος λειαίνεται έως ότου γίνει αόρατος έλεγε κάπως έτσι ο Ρενέ Σαρ, κι αυτό ήταν κυρίως η μοίρα των ποιητών, αλλά κι εκείνων που τολμούσαν να παρασταθούν στην έκθεση μιας κατακλυσμιαίας αναταραχής, στο όριο που το ανθρώπινο πασχίζει να αναλωθεί πέρα από τον εαυτό του, σε μια χειρονομία που ενώνει, μετεωριζόμενη, το Παν και το Τίποτα. Αόρατος, μα, όπως ο Άντης, διαρκώς ψηλαφήσιμος μέσα στης αγάπης την πλέρια ορατότητα…

Ο Άντης Χατζηκωστής

Μαζί με όλες αυτές τις αρετές, ο Άντης ήταν ένας πλέρια καλλιεργημένος άνθρωπος, που πέρα από τα Ελληνικά, μιλούσε άλλες τρεις γλώσσες - Αγγλικά, Γαλλικά και Γερμανικά -, ενώ, πριν από τον ερχομό του στην Κύπρο, είχε διαπρέψει σε σημαντικές θέσεις στο εξωτερικό. Κάτοχος πτυχίων Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών (στο Πανεπιστήμιο του Southampton στην Αγγλία, όπου τελείωσε με «Άριστα»), εργάστηκε ως οικονομικός αναλυτής στη Γενική Διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες (1992-1993). Επίσης διετέλεσε project manager στον συμβουλευτικό οίκο Kienbaum Consultants International Kienbaum στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας (1992-1993). Ερχόμενος στην Κύπρο, ανέλαβε διευθυντής μάρκετινγκ του εκδοτικού οίκου ΔΙΑΣ και της τηλεόρασης ΣΙΓΜΑ (1994-1997). Επιπλέον, αποτέλεσε ιδρυτικό και διευθυντικό στέλεχος στην εταιρεία IMH Creative Solutions Consulting (1996-2010) και διευθυντής αναπτύξεως νέων επιχειρήσεων (1997-1999), για να αναλάβει τη διεύθυνση του συγκροτήματος ΔΙΑΣ κατά την περίοδο 1999-2002 και ακολούθως να καταστεί διευθύνων σύμβουλος της Τηλεόρασης ΣΙΓΜΑ και του εκδοτικού οίκου ΔΙΑΣ. Επιπρόσθετα, συμμετείχε σε συμβούλια δημοσίων εταιρειών στην Κύπρο, όσο και στο εξωτερικό. Διετέλεσε, ταυτόχρονα, μέλος του European Publishers Association και διοικητικός σύμβουλος και πρεσβευτής των διεθνών τηλεοπτικών βραβείων Έμι.

Ήταν, ίσως, ο πρώτος που κατάλαβε τη δύναμη των νέων Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και τις δυνατότητες του διαδικτύου για την ενημέρωση, επενδύοντας, με όραμα, σε ό,τι υποσχόταν το μέλλον.

Δυστυχώς, ο αδόκητος θάνατός του άφησε ανολοκλήρωτα τα πιο θαρραλέα και πρωτοποριακά σχέδια που ετοίμαζε. Ήταν εκείνος, ωστόσο, που πρώτος έβαλε τον θεμέλιο λίθο για όλα όσα σήμερα συναπαρτίζουν το μιντιακό τοπίο μας, παρά την κρίση και τις ολέθριες επιπτώσεις της.

Σκέφτομαι, ποια τύχη θα μπορούσε να έχει σήμερα τούτος ο βαριά καθημαγμένος τόπος, αν αυτός ο σπάνιος, χαρισματικός άνθρωπος ήταν εν ζωή.

Ταυτόχρονα, φύση βαθιά και πολύπλευρα καλλιεργημένη, ο Άντης αγαπούσε πολύ τους ποιητές, και πιο πολύ απ’ όλους τον Ελύτη. Τον στίχο του, δε, «μια λάμψη ο άνθρωπος, κι αν είδες, είδες», τον είχε καταστήσει σηματοδότη και πυρφόρο της ζωής του. Μια λάμψη, όλη κι όλη, κι αν είδες… Όπως η στιγμή, που κρύβει εντός της την αιωνιότητα.

Ο Άντης, σε όλη του τη ζωή πάσχισε να εκταμιεύσει αυτήν τη λάμψη, να δώσει λίγο περισσότερη διάρκεια στις ξεθωριασμένες της ανταύγειες, που προσπέφτουν στον καθένα μας δω κάτω, σημάδι ισχνό μιας ανθρωπινότητας που μας έλαχε, κι ίσως δεν μας πρέπει…

Είχε, όμως, ο ίδιος λάμψη αρκετή, τουλάχιστον για να το δοκιμάσει.

Αν η ομορφιά είναι ένα από τα πολλά ονόματα της ικανότητας να είσαι γενναιόδωρος, ο ίδιος υπήρξε η λάμψη αυτής της γενναιοδωρίας, ένας αβύθιστος στον ορίζοντα αστέρας, που διαχέει την ακατάλυτη αύρα μιας ομορφιάς γεννημένης από τις πιο απλές ανθρώπινες χειρονομίες, και συστοιχείται με τα μετέωρα φωτεινά σύμβολα καιρών δίσεκτων.