Διεθνή

Το προδιαγεγραμμένο χάος της εμμονής Τραμπ και η εκδίκηση των «απολυταρχιών»

Τα επεισόδια της Τετάρτης όμως δεν ήρθαν ξαφνικά, αλλά ήταν το αποκορύφωμα της συντεταγμένης στρατηγικής του Τραμπ να ανατρέψει το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης, η οποία μέχρι στιγμής για τις αμερικανικές αρχές δεν παρουσιάζει σημάδια νοθείας

Οι βιαιότητες έξω από το Καπιτώλιο από οπαδούς του απερχόμενου Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, δεν αποτελούν ένα μεμονωμένο περιστατικό. Η επίθεση αυτή εναντίον της Δημοκρατίας αποτελεί το επιστέγασμα της στοχευμένης εκστρατείας του να κερδίσει τις εκλογές υποστηρίζοντας χωρίς αποδεικτικά στοιχεία τα σενάρια περί καλπονοθείας. Η συντονισμένη επίθεσή του εναντίον των δημοκρατικών θεσμών μετουσιώθηκε σε πράξη μέσα από τη διείσδυση των οπαδών του διά της βίας μέσα στο Καπιτώλιο. Επιπρόσθετα, συνιστά το αποτέλεσμα μιας τετραετούς διχαστικής ρητορικής τόσο από τους Ρεπουμπλικανούς όσο και από τους Δημοκρατικούς, η οποία τροφοδότησε μιαν άνευ προηγουμένου κοινωνική πόλωση με σημείο κορύφωσης τις εκλογές του Νοεμβρίου. Μπορεί εκ πρώτης όψεως οι ευθύνες να βαραίνουν τον Τραμπ, εντούτοις, δεν παραβλέπεται η σιωπηλή συνενοχή μεγάλης μερίδας του κόμματός του. Μετά το χάος ηγέτες απ’ όλον τον κόσμο καταδίκασαν τα γεγονότα, με κάποιους από αυτούς να μη χάνουν την ευκαιρία να χλευάζουν την «ημέρα ντροπής για την αμερικανική δημοκρατία».

Η ημέρα που συντάραξε ένα έθνος συθέμελα

Ποτέ ξανά στο πρόσφατο παρελθόν τα γεγονότα μόλις 24 ωρών δεν προκάλεσαν τέτοιους τριγμούς σε όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα των ΗΠΑ. Μια διαδικασία, η οποία υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε να ξεφύγει από τα όρια της τυπικότητας, μετατράπηκε τελικά σε μια πρόκληση άνευ προηγουμένου για τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.

Η θητεία του Τραμπ, η οποία άρχισε με την πλήρη κυριαρχία των Ρεπουμπλικανών στην Ουάσιγκτον και την υπόσχεση μιας νέου είδους πολιτικής διαχείρισης, τερματίστηκε βίαια την Τετάρτη, με το κόμμα εκτός εξουσίας να κατακερματίζεται και να μετράει τις πληγές του. Κάτω από το βάρος των τελευταίων εξελίξεων θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι ο Τραμπ δύσκολα θα μπορέσει να ηγηθεί και να συσπειρώσει τους Ρεπουμπλικανούς μετά την έξοδό του από τον Λευκό Οίκο.

Πιο περίπλοκη όμως θα καταστεί η προσπάθεια του νεοεκλεγέντος Προέδρου, Τζο Μπάιντεν, να κατευνάσει και να ενοποιήσει το έθνος, δεδομένου ότι μερίδα των υποστηρικτών του Τραμπ έδειξε πόσο αμφισβητεί ανοιχτά τη νομιμότητά του ως Προέδρου των ΗΠΑ.

Ειδικοί πιθανολογούν ότι οι σοκαριστικές εικόνες που μεταδίδονταν ζωντανά σε όλον τον κόσμο ίσως λειτουργήσουν αφυπνιστικά ή τουλάχιστον κατασταλτικά για τους οπαδούς του Τραμπ. Άθελά τους έκαναν «χάρη» στον Μπάιντεν, δίνοντάς του άλλο ένα επιχείρημα στο κάλεσμα για απομάκρυνση από την τοξική πολιτική των τελευταίων χρόνων.

Το βασικό ερώτημα για πολλούς μελετητές, όμως, είναι η επόμενη μέρα αυτών των θλιβερών γεγονότων. Οι διχασμένοι ψηφοφόροι και των δύο παρατάξεων θα συμβιβαστούν και θα βρουν κοινό έδαφος σε «βάρος» των βαθιών διαιρέσεων ή θα διαβάσουν τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου ως την επιβεβαίωση των χαοτικών διαφορών που έχουν μεταξύ τους;

Η ημέρα που ο Τραμπ διέλυσε τους Ρεπουμπλικανούς

Οι Ρεπουμπλικάνοι κατά τη διάρκεια της 6ης Ιανουαρίου ίσως θεωρούσαν ότι το χειρότερο πέρασε όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της επαναληπτικής εκλογικής διαδικασίας στην Τζόρτζια. Εντούτοις, τα γεγονότα που ακολούθησαν τους διέψευσαν με εκρηκτικό τρόπο, σηματοδοτώντας ενδεχομένως μια σημαντική αλλαγή στο Κόμμα των Ρεπουμπλικανών.

Τέσσερα χρόνια μετά την πανηγυρική εκλογή του Τραμπ, οι Ρεπουμπλικάνοι έχασαν τον Λευκό Οίκο, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ την Τετάρτη έπεσε και το τελευταίο οχυρό της Γερουσίας, με την εκλογική ήττα στην Τζόρτζια. Αν και ο απερχόμενος Πρόεδρος σχεδίαζε να παραμείνει στην ηγεσία του GOP, πλέον το κόμμα πρέπει να λάβει σημαντικές αποφάσεις ως προς το πώς θα αξιοποιήσει το χαρτί Τραμπ μελλοντικά σε συνάρτηση με τα όσα εκτυλίχθηκαν στο Καπιτώλιο.

Την ώρα που ελάμβαναν χώραν τα έκτροπα, η πρόεδρος της Ρεπουμπλικανικής Διάσκεψης στη Βουλή των Αντιπροσώπων, Λιζ Τσέινι, δεν χαρίστηκε στον Τραμπ, κατηγορώντας τον ότι «υποκίνησε τον όχλο, απευθύνθηκε στον όχλο. Άναψε τη φωτιά». Περιέγραψε την επίθεση ως απόπειρα να εμποδισθεί το Κογκρέσο να επιτελέσει το συνταγματικό καθήκον του, επικυρώνοντας τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020. Ο μέχρι πρότινος στενός σύμμαχός του Τραμπ και βουλευτής, Μάικ Γκάλαχερ, μίλησε για «απόλυτη μπανανία» και ζήτησε από τον Πρόεδρο να το σταματήσει αυτό». Ο πρώην Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους, χωρίς να κατονομάζει τον «ηθικό αυτουργό», δήλωσε «συγκλονισμένος από την απερίσκεπτη συμπεριφορά μερικών πολιτικών ηγετών», ενώ πρόσθεσε ότι «έτσι αμφισβητούνται εκλογικά αποτελέσματα σε μια μπανανία, όχι στη δημοκρατία μας».

Τα επεισόδια της Τετάρτης όμως δεν ήρθαν ξαφνικά, αλλά ήταν το αποκορύφωμα της συντεταγμένης στρατηγικής του Τραμπ να ανατρέψει το αποτέλεσμα μιας εκλογικής αναμέτρησης, η οποία μέχρι στιγμής για τις αμερικανικές Αρχές δεν παρουσιάζει σημάδια νοθείας. Εντούτοις, δεν παραβλέπονται οι πολιτικές ευθύνες του ίδιου του κόμματός του. Όπως ορθά παρατηρεί ο Τσαρλς Κάπτσαν, πρώην σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα και καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο της Τζορτζτάουν, «ο Τραμπ είναι ένα άτομο, αλλά το κόμμα δεν τον σταμάτησε. Ο Πρόεδρος στηρίζεται στη βάση, αλλά ένα μεγάλο μέρος των Ρεπουμπλικανών επέλεξαν συνειδητά να μην υπηρετήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του αμερικανικού λαού».

Πολλοί από τους Ρεπουμπλικανούς μόλις τις τελευταίες ημέρες ήρθαν σε ρήξη με τον Τραμπ, επιλέγοντας να μην εμποδίσουν την επικύρωση των αποτελεσμάτων και να συνταχθούν με τους νόμους. Σε κάθε περίπτωση όμως το πλήγμα είναι μεγάλο για το κόμμα, παρά το γεγονός ότι έχει ήδη πληρώσει ένα υψηλό κόστος: γι’ αυτό κέρδισε ο Μπάιντεν, γι’ αυτό κέρδισαν οι Δημοκρατικοί και τη Γερουσία.

Ο δρόμος προς μια πρόωρη απομάκρυνση του Τραμπ

Η βαναυσότητα των διαδηλωτών, η οποία καταγράφηκε και μεταδόθηκε σε ολόκληρη την υφήλιο, φαίνεται ότι ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της οργής για τον Τραμπ. Οι εικόνες αυτές, οι οποίες κατέδειξαν με τον πιο ουσιαστικό τρόπο το πόσο επικίνδυνη μπορεί να καταστεί η διχαστική πολιτική του απερχόμενου πλανητάρχη, άνοιξαν τη συζήτηση για απομάκρυνση του Τραμπ από την εξουσία μέσω της 25ης τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος. Η τροπολογία αυτή επιτρέπει στον αντιπρόεδρο και σε μια πλειοψηφία του υπουργικού συμβουλίου να κηρύσσουν τον πρόεδρο «ανίκανο» να ασκεί τα καθήκοντά του.

Από πλευράς Δημοκρατικών, όλα τα μέλη της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Αντιπροσώπων απηύθυναν επιστολή στον Μάικ Πενς ζητώντας του να επικαλεσθεί την 25η τροπολογία «προς το συμφέρον της δημοκρατίας», με το επιχείρημα ότι ο απερχόμενος Πρόεδρος «είναι ψυχικά άρρωστος και ανίκανος να διαχειρισθεί και να αποδεχθεί τα αποτελέσματα των εκλογών του 2020».

Σύμφωνα με το αμερικανικό Σύνταγμα, ένας πρόεδρος μπορεί να απομακρυνθεί από τη θέση του είτε με την επίκληση της 25ης Τροπολογίας είτε με την παραπομπή του ακολουθούμενη από μια καταδίκη στη Γερουσία. Και στα δύο αυτά σενάρια, ο Αντιπρόεδρος Μάικ Πενς αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας έως την ορκωμοσία του Μπάιντεν. Διεθνή ΜΜΕ, επικαλούμενα πηγή με γνώση της προσπάθειας αυτής, αναφέρουν ότι υπάρχουν κάποιες αρχικές συζητήσεις μεταξύ των μελών του υπουργικού συμβουλίου και των συμμάχων του Τραμπ για επίκληση της 25ης Τροπολογίας.

Παράλληλα όμως συζητήθηκε και η περίπτωση ο Τραμπ να κατηγορηθεί για κάποιο «σοβαρό έγκλημα και παράπτωμα». Ο Φρανκ Μπόουμαν, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι, εξήγησε ότι ο Τραμπ «θα μπορούσε να πει κανείς ότι υποδαύλισε την εξέγερση» ή μια απόπειρα ανατροπής της αμερικανικής κυβέρνησης.

Ωστόσο, ο Μπόουμαν δήλωσε ότι ο Τραμπ μπορεί να παραπεμφθεί και για ένα πιο γενικό αδίκημα: μη πίστη στο αμερικανικό Σύνταγμα και αθέτηση του όρκου που έλαβε όταν έγινε πρόεδρος. Το Κογκρέσο έχει τη δυνατότητα να καθορίσει τι συνιστά σοβαρό έγκλημα και παράπτωμα και δεν περιορίζεται σε πραγματικά ποινικά αδικήματα.

Η εκδίκηση των «απολυταρχιών»

Οι βιαιότητες που σημειώθηκαν στο Καπιτώλιο συνοδεύτηκαν από τις τυπικές καταδίκες των ηγετών της διεθνούς κοινότητας, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν από τη ανησυχία και τον συγκλονισμό για τα όσα εκτυλίχθηκαν στην αποκαλούμενη παλαιότερη δημοκρατία του κόσμου.

Ωστόσο, χώρες που βρέθηκαν στο στόχαστρο της κριτικής των ΗΠΑ για τις δημοκρατικές τους ελλείψεις, δεν έχασαν την ευκαιρία να σχολιάσουν με ειρωνεία εικόνες χάους, επισημαίνοντας την τρωτότητα της αμερικανικής δημοκρατίας.

Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Βενεζουέλα, όντας προετοιμασμένες για το προκαθορισμένο χάος που θα προκαλούσαν οι ισχυρισμοί του Τραμπ περί καλπονοθείας, σε ανακοινώσεις τους ανέδειξαν τις αδυναμίες των δυτικών δημοκρατιών, βλέποντας σε αυτά τα επεισόδια μια μορφή παρακμής.

Η Κίνα εξέφρασε την ελπίδα για μια «επάνοδο στην τάξη» στις ΗΠΑ, ενώ δεν παρέλειψε να υποδείξει τη διαφορετική αντίδραση ορισμένων μέσων ενημέρωσης στα επεισόδια αυτά σε σχέση με τις βίαιες διαδηλώσεις στο Χονγκ Κονγκ.

Η Ρωσία εντόπισε το πρόβλημα στο «αρχαϊκό εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ, το οποίο δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες δημοκρατικές προδιαγραφές».

Το Ιράν έκανε λόγο για «ευάλωτη δυτική δημοκρατία», χαρακτηρίζοντας τον Τραμπ ως «λαϊκιστή που ανήλθε στην εξουσία και προκάλεσε μια καταστροφή στη χώρα του μέσα σε τέσσερα χρόνια».

Η Βενεζουέλα, ενθυμούμενη τις παρεμβάσεις των ΗΠΑ στο εσωτερικό της και έχοντας ακούσει δεκάδες φορές τη Δύση να ανησυχεί για την κατάσταση στη χώρα, απάντησε με το ίδιο νόμισμα και στην ανακοίνωση που εξέδωσε εξέφρασε με τη σειρά της την ανησυχία της για όσα τεκταίνονται στις ΗΠΑ.