Αναλύσεις

Η κενότητα του «καινού»: Τρόποι και τόποι της «νεολαγνείας»

Eνώπιον νεωστί ενός νέου χρόνου, σκέψεις μας φιλοσοφικές για την έννοια του "νέου" σε κάθε νεολογισμό του. Καλό "Νέο 'Ετος", σας ευχόμαστε!

Η παλαιά ιστορία της ζήτησης κι αξιοδότησης του «νέου». Και μοιάζει πια το νέο σαν νέο να μην μοιάζει. Διαστίζει τον πολιτισμικό όσο και τον κοινωνικό μας ορίζοντα, πριμοδοτημένο κι υπερ-αξιολογημένο ως όρος αναφοράς και ζητούμενη «αυταξία», το νέο, το ρηξικέλευθο αν γίνεται, το πρωτόφαντο σαν εορτάζουσα εμπειρία, το καινοτόμο ως πρόταγμα δημιουργίας, η «δημιουργική πνοή» που φέρνει, επιγεννά το νέο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, εφόδιο επιβίωσης και προϋπόθεση προόδου, θαρραλέα, χρηματοποιημένo πια, monetized, ως νέο προϊόν ή γκάμα προϊόντων, ως θαρραλέο κι ελπιδοφόρο άνοιγμα στο μέλλον.

Πώς γεννάται όμως το νέο, ως ιδέα και ως δημιουργία; Ζώντας σε έναν δεδομένο κόσμο, που επιβάλλει σε μας όπως σε όλα τα όντα τις αναγκαίες και καθολικές του αλήθειες, πώς μπορούμε να υπάρξουμε σε αυτόν παρά σαν αποδέκτες των πραγματικοτήτων του; Ποιοι είναι οι όροι διαλόγου με τον κόσμο; Εμείς κι ο κόσμος: ο κόσμος σε μας, η γνώση, αναγκαία στην αλήθεια της. Εμείς στον κόσμο: η πράξη μας, η παρέμβασή μας σε αυτόν, το αποτύπωμά μας σε αυτόν. Το χάραγμα του ονόματός μας στον σιωπηλό του βράχο. Είναι αυτό το «νέο»; «Ουδέν καινόν υπό τον ήλιον» απεφάνθη ο προφήτης της απαισιοδοξίας, ο Εκκλησιαστής (α 9), ξεσκονίζοντας σκωπτικά την σκόνη μας από τον αιώνιο, σιωπηλό βράχο. Τον βράχο που απαντά με την σιωπή του σε κάθε ερώτημά μας για νόημα, ορίζοντας το υπαρξιστικό παράλογο του Καμύ, όπου και ίδια η πράξη αδειάζεται (στον «Ξένο» του) από νόημα σαν μια άσκοπη, μηχανική επανάληψη. Αντιμετωπίζοντας ανυπέρβλητα παράδοξα της στιγμής της αρχής της κίνησης, όπως και τους περιορισμούς του αξιώματος ότι τίποτε δεν μπορεί να παραχθεί από το μηδέν, «ex nihilo nihil fit», στην αριστοτελική μεταφυσική και κοσμολογία ο κόσμος είναι αιώνιος, χωρίς αρχή. Oι μορφές ή ουσίες που έρχονται σε ύπαρξη και φεύγουν, στους αιώνιους κύκλους της γένεσης και φθοράς, προέρχονται από κινητικές αιτίες στις οποίες οι μορφές προϋπάρχουν ως πρότερες, εν ενεργεία, αιτίες. Τίποτε «νέο», λοιπόν, από το μηδέν, ex nihilo nihil.

Μια «Νέα» εποχή του Ανθρώπου χαιρετίστηκε ότι ανέτειλε με την έλευση του Διαφωτισμού, τον 17ον αιώνα μ.Χ., όταν η «στασιμότητα» της αριστοτελικής και χριστιανικής σχολαστικής φιλοσοφίας των ζωντανών μορφών που ζητούν να αναπτυχθούν στην προκαθορισμένη μορφή των γεννητόρων τους, το «νέο» διαιωνίζοντας το «παλαιό», ανετράπη από το σύγχρονο επιστημονικό «μηχανιστικό» κοσμοείδωλο. Το πρότυπο του κόσμου αγγειοπλάστη αντικαταστάθηκε από του «ρολογά», με την απόρριψη του αριστοτελικού Οργάνου από το «Νέο» Όργανο, «Novum Organum» του Βάκωνα κι η εκτατική ουσία του Καρτέσιου, η «res extensa», ένας ποσοτικοποιημένος κόσμος αδιατάρακτου, σταθερού και επακριβώς μετρήσιμου ρυθμού. Ένας γνώσιμος κόσμος, με την επιστημονική σιγουριά των ασφαλών προβλέψεων. Το «νέο» εμπεδώνοντας τους τρόπους μάθησης ή αναγνώρισής του, κερδισμένους και σε διάλογο με τους τρόπους και τόπους της «παλαιάς» γνώσης: κλωτσώντας πιο δυνατά την γη για να βρεθούμε με το άλμα μας στον αέρα – χωρίς να έχουμε, βέβαια, φύγει από την γη.

Η στιγμή της ρήξης

Σε αναφορά προς την κοινωνική, πολιτική μας συνύπαρξη στην αριστοτελική «πόλη», η γέννηση του «νέου» εισάγεται από την φιλόσοφο της «Ανθρώπινης Κατάστασης» (1958), Hannah Arendt ως μια εννοιολογική στιγμή ρήξης, όταν κάποιος γεννιέται στην πολιτική ως την σφαίρα όπου η δράση των ανθρώπων μαζί μπορεί να δημιουργήσει το πραγματικά νέο και απροσδόκητο.

Πρόκειται για μια «νέα» - στον αριστοτελισμό της - ανθρωπιστική, ουμανιστική αντίληψη της ελευθερίας, που αντλεί την δύναμή της από μια φιλοσοφική και ρητορική μεταμόρφωση του ζητήματος του ορισμού του ανθρώπου τόσο στην θεολογία όσο και τις φυσικές επιστήμες. Ως «natality», επιγέννηση του «νέου», του καινούριου, η φιλόσοφος περιγράφει ακριβώς ως «ίδιον» του ανθρώπου την ξεκάθαρη ανθρώπινη ικανότητα να φέρνουμε στον κόσμο το νέο, το ριζοσπαστικό και το πρωτόφαντο. Είναι αυτή η διακριτή ικανότητα της επιγεννησιμότητας», της «natality», που μας αποσπά από τις ντετερμινιστικές αναγκαιότητες του κύκλου της ζωής και του θανάτου, ως ον που τρέχει προς τον θάνατο (του Heidegger το «zum tode», «ον προς θάνατον»), προικοδοτώντας τον άνθρωπο με την ικανότητα να διακόψει τον αναγκαίο «καταναγκαστικό» κύκλο και να αρχίσει κάτι καινούριο, μια ικανότητα που είναι εγγενής στη ανθρώπινη «πράξη». Και μια μόνιμη υπενθύμιση ότι οι άνθρωποι, αν και πρέπει να πεθάνουν, δεν γεννιούνται για να πεθάνουν, αλλά για να ξεκινήσουν, με την «πράξη» τους πάντα στην αρχή για κάτι «νέο».

Στην νεωτερική, οικονομίστικη εποχή μας, το «νέο» έχει επιμετρηθεί και «πακετοποιηθεί και ζυγισθεί, με όρους οικονομικού και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος, ως «καινοτομία», κι η Αρεντιανή «επιγεννησιμότητα» ή η σχολαστική «inventio» ως δημιουργικότητα, «inventiveness». Καύσιμη ύλη στην αγχώδη «ο θάνατός σου η ζωή μου - rat race» η παραγωγός του «νέου» πιο πολύτιμη ποιότητα όλων, η δημιουργικότητα, η inventiveness ως innovation, είναι η «αποφασιστική πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος». Αυτό κατέστησε τους παρόχους του εκμεταλλεύσιμου «νέου» δημιουργικούς ανθρώπους την «κυρίαρχη τάξη» της κοινωνίας - και οι εταιρείες που επιθυμούν να εκμεταλλευτούν την κυρίαρχη δυνατότητά τους θα πρέπει να τoυς κυνηγούν οπουδήποτε πήγαν. Ως εκ τούτου, οι πόλεις και τα κράτη υποχρεώθηκαν να επαναπροσδιοριστούν και διαφημίζονται ως καταφύγια κι «ιδανικοί χώροι άνθισης και δημιουργίας» για τους ανθρώπους της καινοτομίας, της δημιουργικότητας, της παραγωγής του «νέου».

Κάποιοι παλαιολιθικοί φιλόσοφοι ίσως να επιμένουν να επερωτούν την θεοποιημένη έννοια του «νέου», απαραίτητη πια σε κάθε εμπορική ή… πολιτική καμπάνια και διαφήμιση.

Οι προτάσεις κι οι ιδέες μας μπορεί είναι άπειρα νέες, αλλά με τους όρους και τις λέξεις της δεδομένης λογικής γραμματικής της γλώσσας, το νέο σαν έμπνευση και δημιουργία και ρήξη ακόμη κινείται κι εκφράζεται, διέπεται τον δεδομένο και απόλυτο «λογικό χώρο». H νέα ιδέα, η πράξη της ατομικής έμπνευσης, η ρηξικέλευθη πρόταση του ριζοσπάστη ανανεωτικού δημιουργού, μπορεί να συνδυάζει τον ηρωικό χαρακτήρα του προφητικού σαλπίσματος έξω από τα τείχη της Ιεριχούς, αλλά αυτό που ονομάζουμε δημιουργικότητα ζει και κινείται στην διαλογικότητα της κύρωσης των άλλων, της επαγγελματικής συναίνεσης, της «αναγνώρισής» της ως τέτοιας. Η καινοτομία, δηλαδή, υπάρχει ως κυρωμένη, μόνο όταν το δεδομένο μυαλό που την κρίνει είναι σωστά διαπιστευμένο. Αυτό που καθορίζει την «δημιουργικότητα», με άλλα λόγια, είναι η ίδια η σύμβαση που υποτίθεται ότι το «νέο» επαναστάτησε εναντίον.

Κι οι νέες ιδέες μπορεί να μην θέλουν να έρχονται «από το πουθενά», ελεύθερες από κάθε σχέση και οφειλή στο δεδομένο και υπάρχον, αλλά να θέλουν να δείξουν νέες σχέσεις, να συγχωνεύσουν, να ανα-συνδυάσουν. Να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ως παραβίαση, «παράνομη» διέλευση των εννοιολογικών συνόρων. Φιλοδοξούν να συμπληρώσουν τις άλλες ιδέες στον λογικό χώρο όπου διατυπώνονται και διαλέγονται, στην συμβίωση όσο και στην ανατροπή με τις άλλες νέες ιδέες ζητούν την δική τους μέρα στον ήλιο, όσο θέλουν να προκαλέσουν, να αναταράξουν, να ανταγωνιστούν. Κι αυτή ήταν, ανέκαθεν, η παλιά ιστορία του «νέου».

*Φιλόσοφος, συγγραφέας