Αναλύσεις

Ο παλιός και ο νέος «ρεαλισμός»

Ο «νέος ρεαλισμός», τον οποίον ευαγγελίστηκε εσχάτως ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Χάρης Γεωργιάδης, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι δευτέρας ή και… τρίτης γενεάς επίγονοι του αρχιερέα της ρεαλιστικής σχολής, Γλαύκου Κληρίδη, διαγκωνίζονται σε ρεαλιστικό ζήλο τους απευθείας φυσικούς επιγόνους του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο, όπως και ο… κλασικός πρότερός του, παρά μια νέα άκριτη και παροπλιστική προσαρμογή στα δεδομένα της κατοχής και στην τουρκική αντίληψη της πραγματικότητας, υπονοώντας, έτσι, «κομψά», αλλά σταράτα, το τραγικώς άφευκτο της ιστορίας

Η περιβόητη εν Κύπρω «ρεαλιστική σχολή» σκέψης, χωρίς, βεβαίως, να κατανοεί τι εστί ρεαλισμός στην πολιτική και στις διεθνείς σχέσεις – σχήμα, προδήλως, οξύμωρο – και συνεχίζοντας να παραγνωρίζει το εν τοις πράγμασι ανέφικτο ή το δυσεπίτευκτο του τιθέμενου ρεαλισμού της, εξακολουθεί να εκδιπλώνεται ρητορικά, «αναζητώντας» και προτείνοντας διεξόδους στους λαβυρίνθους των ανυπέρβλητων αδιεξόδων της.

Ο «νέος ρεαλισμός», τον οποίον ευαγγελίστηκε εσχάτως ο αναπληρωτής πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Χάρης Γεωργιάδης, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι δευτέρας ή και… τρίτης γενεάς επίγονοι του αρχιερέα της ρεαλιστικής σχολής, Γλαύκου Κληρίδη, διαγκωνίζονται σε ρεαλιστικό ζήλο τους απευθείας φυσικούς επιγόνους του, δεν αποτελεί τίποτε άλλο, όπως και ο… κλασικός πρότερός του, παρά μια νέα άκριτη και παροπλιστική προσαρμογή στα δεδομένα της κατοχής και στην τουρκική αντίληψη της πραγματικότητας, υπονοώντας, έτσι, «κομψά», αλλά σταράτα, το τραγικώς άφευκτο της ιστορίας.

Είναι ο εύσχημος, περιτυλιγμένος με ηχηρά ψευδοθεωρητικά φληναφήματα, τρόπος εξωραϊσμού της υποταγής στην τουρκική επεκτατικότητα, η ερωτοτροπία με την οποία θα καταστήσει παντελώς ανέφικτη και ανεδαφική την προοπτική «επιβίωσης» του Κυπριακού Ελληνισμού στις πατρογονικές εστίες του – βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται διά το συλλογικό και διατομικό ευ ζην, καθώς, ο έσχατος οδυνηρός συμβιβασμός που μας επιβάλλεται, δεν ανέχεται τέτοιου είδους υβριστικές πολυτέλειες. Μόνον… επιβίωση. Πώς και με ποια μέσα, αδιάφορον…

Μια παραδοξότητα του πρωτότυπου κυπριακού ρεαλισμού είναι ότι οι Κύπριοι «ρεαλιστές» δεν έχουν αντιληφθεί ακόμη – και εκάστοτε – τις… προθέσεις της Τουρκίας, αλλά, παρά ταύτα, εξυφαίνουν βαθυστόχαστα εγκόλπια στρατηγικής για το Κυπριακό, τα οποία προτείνουν μάλιστα και ως απαράβατα πατριωτικά θέσφατα, ενώ, αναμένουν κάθε φορά αυτές να… διασαφηνίζονται (οι προθέσεις) επί του πεδίου, ώστε, εκ των υστέρων, να πράξουν και να αντι-πράξουν.

Αν δεν μπορείς, όμως, να κατανοήσεις τις προθέσεις του αντιπάλου, ούτε τη στρατηγική του μπορείς να αντιληφθείς, ούτε ο ίδιος μπορείς να εγγράψεις τη δική σου πολιτική σε μια συνολική και ολοκληρωμένη ιστορική και γεωπολιτική θεώρηση. Θα είσαι πάντα ουραγός των γεγονότων και των εξελίξεων, τα οποία διαμορφώνουν άλλοι, δρώντας πάντα εξ αντανακλάσεως, με εξουδετερωμένη την ικανότητα ουσιαστικής επίδρασης επ’ αυτών.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό του κυπριακού ρεαλισμού είναι ότι, οι υπερεχόντως έννοες ρεαλιστές μας, δεν φαίνεται ότι μπορούν να ομογνωμήσουν επί των απώτερων επιδιώξεων της Τουρκίας στην Κύπρο. Κάποιοι, διατείνονται, γενικώς και αορίστως, ότι στόχος της είναι η διχοτόμηση του νησιού, άλλοι ότι απώτερη επιδίωξή της είναι η δημιουργία δύο κρατών, και κάποιοι τρίτοι ότι απώτερος στόχος της είναι ο πλήρης γεωπολιτικός έλεγχος της Κύπρου. Αδυνατούν, ωστόσο, να εντάξουν αυτήν την προσέγγιση μέσα στο ευρύτερο αναθεωρητικό πλαίσιο εκδίπλωσης της τουρκικής ισχύος, αντικρίζοντας το Κυπριακό ανεξάρτητα και αποκομμένα από την ευρύτερη τουρκική στρατηγική, η οποία εκδιπλούται, πλησίστια, από τον Καύκασο και τις ευρασιατικές στέπες μέχρι τη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, το Αιγαίο, τα Βαλκάνια και τη Βόρειο Αφρική.

Αποτυγχάνουν, έτσι, να θέσουν στο επίκεντρο τη στρατηγική ανάσχεσης της τουρκικής επεκτατικότητας, θεωρώντας ότι, μία… όποια λύση στην Κύπρο, που θα διαφοροποιεί το υφιστάμενο στάτους κβο, θα επιλύσει, άπαξ και διαπαντός, το πρόβλημα, τη στιγμή που πραγματικός απώτερος – και δη διακηρυγμένος – στόχος της Άγκυρας είναι η επανάκτηση ολόκληρης της Κύπρου.

Προς ένα… αδιατάραχτο «τέλος της ιστορίας»

Αντιλαμβάνονται, δε, αυτήν την τελευταία, με όρους πλήρους ιστορικής διεξοδικότητας, σαν ένα επερχόμενο συνεχές και αδιατάραχτο «τέλος της ιστορίας», πλήρως ειρηνικό και ακμάζον, ενώ, κατ’ αντίθεσιν, θέλουν να αντικρίζουν την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων ως μη παγιωμένη και στατική, κυοφορούσα, μάλιστα, οδυνηρές εξελίξεις, εάν παραμείνει ως έχει. Ο πραγματικός ρεαλισμός, όμως, του ιστορικού γίγνεσθαι, επιτάσσει και επιβάλλει την αμφίπλευρη, διά του ιδίου φακού, αντίκριση και των δύο ενδεχομένων. Η όποια λύση, δεν μπορεί να προσθεωρείται ως μια οριστική έκβαση του κυπριακού προβλήματος με όρους ιστορικής τελεσιδικίας, αλλά ως μια ακόμη διακύμανση του αγώνα των λαών και των κοινωνικο-πολιτικών οντοτήτων για επιβίωση και επικράτηση. Άρα, με άλλα λόγια, το δόγμα της «όποιας λύσης», τώρα, είναι και ιστορικά αίολο και επικίνδυνο, γιατί είναι εξαιρετικά κρίσιμα το τι και το πώς της λύσης που θα συμφωνηθεί, εάν συμφωνηθεί.

Αποφεύγουν, ταυτόχρονα, να πουν πώς, με την προτεινόμενη μορφή λύσης, με όσες ασύγγνωστες υποχωρήσεις έχει προβεί ήδη η ε/κ πλευρά στη μακρά διαπραγματευτική διαδρομή του κυπριακού προβλήματος, η προβαλλόμενη ωσάν εθνοσωτήρια ΔΔΟ, με όλα τα διαιρετικά διχοτομικά της στοιχεία, τις εθνοτικές πλειοψηφίες, τα ποικιλώνυμα βέτο, την κατάργηση ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων, την εκ περιτροπής προεδρία, τις εγγυήσεις και τα «ξένα» στρατεύματα θα αποτρέψει την Τουρκία από το να επιτύχει τους διακηρυγμένους στόχους της ή τουλάχιστον όσους εκείνοι αναγνωρίζουν ως τέτοιους.

Η γενεαλογία της «ομοσπονδιακής ιδέας»

Όλοι γνωρίζουμε σήμερα την προέλευση, τη γενεαλογία και τη διαμόρφωση της «ομοσπονδιακής ιδέας» στην Κύπρο – αν και οι διαπρύσιοι υπέρμαχοι του «ρεαλισμού» και της λύσης ΔΔΟ, συστηματικά και επιμελώς το αποκρύπτουν. Την καταδεικνύουν πληθώρα εγγράφων, πρακτικών και διπλωματικών αναφορών, όπως επίσης και τα πεπραγμένα της ίδιας της διαπραγματευτικής διαδικασίας σε όλο το εντεινόμενο εύρος και την κλιμάκωσή της. Αποτελεί μιαν αδιάσειστα και εδραία προβαλλόμενη τουρκική και βρετανική θέση καθ’ όλη την εξέλιξη της πορείας του Κυπριακού, - τα διαιρετικά και «εξισωτικά» στοιχεία της οποίας (δύο κοινότητες, δύο ζώνες, δύο κυριαρχίες, δύο λαοί, πολιτική ισότητα, «κυριαρχική ισότητα», δύο κράτη), επικαιροποιούνται, διευρύνονται και ενδυναμώνονται στην εξέλιξη, προκειμένου να υλοποιήσουν την εξ υπαρχής εξυφανθείσα αρχιτεκτονική της διαίρεσης και του καθ’ ολοκληρίαν πολιτικού και γεωπολιτικού ελέγχου της Κύπρου από τον τουρκοβρετανικό παράγοντα, τη επινεύσει των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ -, την οποία η ε/κ πλευρά, από ανάθεμα, μετέτρεψε, σταδιακά, μέσα από αστόχαστους συμβιβασμούς και ολέθριες υποχωρήσεις, σε φλάμπουρο του… αγώνα για επανένωση και αποφυγή της διχοτόμησης. Με ολέθριο τελικό αποτέλεσμα, η «μοναδική» σημερινή διαφορά με τους Τούρκους και την τ/κ πλευρά να είναι η διαφορετική ερμηνεία κάποιων πτυχών του περιεχομένου της ομοσπονδίας (sic).

Ο νέος «ρεαλισμός» του Χ. Γεωργιάδη

Όπως, λοιπόν, ο περίφημος «πατριωτικός ρεαλισμός» του Γλαύκου Κληρίδη, με την αποδοχή της ομοσπονδιακής λύσης ως της μοναδικής επιλογής για τη διευθέτηση του Κυπριακού, δεν αποτέλεσε τίποτε άλλο από την αναδρομική και με… καθυστέρηση 20 περίπου ετών προσαρμογή στην αρχική τουρκο-βρετανική φιλοσοφία επίλυσης της κυπριακής διένεξης, - και αφού μεσολάβησαν η πολιτική αποτυχία του εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα του ’55-’59, η επιβολή του ζυριχικού αντιδημοκρατικού διαιρετικού εκτρώματος το 1960, η Τουρκανταρσία του ΄63-΄64, η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας το 1967, το προδοτικό πραξικόπημα και η τουρκική εισβολή το 1974 -, έτσι και ο «νέος πατριωτικός ρεαλισμός» του Χάρη Γεωργιάδη – και αφού η Τουρκία συνεχίζει, εδραιώνει και διευρύνει την εισβολή και κατοχή της θαλάσσιας επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας, ετοιμάζεται για το άνοιγμα και τον εποικισμό της Αμμοχώστου και ζητά ξεκάθαρα λύση δύο κρατών (μέσα από όποια μορφή κι αν αυτή προκύψει) -, δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την εκχωρητική προσαρμογή στα νέα «αρπακτικά» τετελεσμένα που επιχειρεί να επιβάλει η Τουρκία, τη συνεπικουρία των πάντοτε επαίσχυντα προθύμων Βρετανών «δικολάβων» και τινών αξιωματούχων του ΟΗΕ. Με αυτόν τον τρόπο νοούμενος, ούτε ρεαλιστικός είναι, ούτε πατριωτικός, ούτε ενορμάται από φιλαλήθεια ή θάρρος, όπως διατείνεται ο εισηγητής του.

Όζει, αντίθετα, της αποκρουστικής αποφοράς της ιστορικής μοιραιότητας, καλώντας έναν ήδη καθημαγμένο λαό στον ολοσχερή ευτελισμό της ολοκληρωτικής και οριστικής παράδοσης.