Αναλύσεις

Η ασφάλεια της Κύπρου στην άτυπη πενταμερή διάσκεψη

Όλοι οι εμπλεκόμενοι με τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι, σύμφωνα με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο 4 της Συνθήκης της Λισσαβώνας), η ασφάλεια των κρατών αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των κρατών και κανενός άλλου. Κατά συνέπειαν, τα θέματα ασφάλειας που θα αφορούν το νέο κράτος που θα προκύψει, ούτε μπορούν να συζητηθούν στη διεθνή διάσκεψη, ούτε και να περιληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας λύσης του Κυπριακού

Παρά το γεγονός ότι οι ελπίδες για μια λύση του Κυπριακού στη νέα διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη είναι ελάχιστες, εξαιτίας της γνωστής τουρκικής αδιαλλαξίας και των νέων απαράδεκτων θέσεων που βάζει στο τραπέζι, εν τούτοις στον δημόσιο διάλογο που άρχισε, ενόψει της επικείμενης άτυπης πενταμερούς διάσκεψης, ακούονται από πολιτικές δυνάμεις, φορείς και πρόσωπα, θέσεις, απόψεις, εισηγήσεις κ.λπ., μεταξύ των οποίων και για τα ζητήματα ασφάλειας, περιλαμβανομένης και της αποστρατιωτικοποίησης της Κύπρου.

Η «άτυπη» ουσιαστική διάσκεψη

Κατ’ αρχήν να διατυπώσουμε την εκτίμησή μας, ότι η διαδικασία των επικείμενων συνομιλιών για λύση του Κυπριακού παρομοιάζει με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε το 1959 και κατέληξε στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου. Και τότε, όπως και τώρα, οι συνομιλίες έγιναν σε τρία στάδια. Στο πρώτο, έγινε συνάντηση των Υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας - Τουρκίας, με την ευκαιρία της παρουσίας και των δύο στη σύνοδο του ΝΑΤΟ στο Παρίσι τον Δεκέμβριο του 1958, όπου διαπιστώθηκε ότι υπάρχει κοινό έδαφος για περαιτέρω συνομιλίες για εξεύρεση λύσης. Στο δεύτερο στάδιο, έγινε η διάσκεψη στη Ζυρίχη, όπου εκεί λύθηκε το Κυπριακό και συντάχθηκαν οι σχετικές συμφωνίες, και ακολούθησε το τρίτο στάδιο, όπου κλήθηκαν στο Λονδίνο και οι αντιπρόσωποι των δύο κοινοτήτων για υπογραφή των συμφωνιών που ονομάσθηκαν «Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου».

Στην παρούσα περίοδο, ολοκληρώθηκε το πρώτο στάδιο με τις επισκέψεις της κ. Λουτ στην Κύπρο και στις χώρες των εγγυητριών δυνάμεων και θα ακολουθήσει το δεύτερο στάδιο με την άτυπη πενταμερή διάσκεψη στη Νέα Υόρκη. Στην πραγματικότητα, κατά την άτυπη, αλλά ουσιαστική αυτή διάσκεψη, θα συζητηθούν όλα τα κεφάλαια και οι πτυχές του Κυπριακού και, στην περίπτωση που υπάρξει συμφωνία, θα κληθούν σε μια «κανονική» διάσκεψη και οι πρωθυπουργοί των εγγυητριών δυνάμεων για υπογραφή του σχεδίου λύσης. Ο λόγος της άτυπης συνάντησης είναι προφανής. Σε περίπτωση αποτυχίας, αφενός να διασωθεί το γόητρο και του ΟΗΕ αλλά και του ΓΓ κ. Γκουτέρες, ο οποίος επιδιώκει μια δεύτερη θητεία, και, αφετέρου, να μην αναγκασθεί ο ΓΓ να κηρύξει λήξη της πρωτοβουλίας του ΟΗΕ, οπότε, στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να αποχωρήσει και η Ειρηνευτική Δύναμη από τη Κύπρο, με ό,τι αυτό σημαίνει, όχι μόνο για τη Κύπρο, αλλά και ευρύτερα.

Διεθνής πτυχή του Κυπριακού

Είναι φανερό, λοιπόν, ότι μεταξύ των ζητημάτων που θα συζητηθούν στην άτυπη συνάντηση είναι και η διεθνής πτυχή του Κυπριακού, περιλαμβανομένων και θεμάτων ασφάλειας, στον βαθμό που αυτά συνδέονται με ζητήματα της διεθνούς πτυχής.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι με τις διαπραγματεύσεις θα πρέπει να έχουν υπόψη τους ότι, σύμφωνα με το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο (άρθρο 51 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο 4 της συνθήκης της Λισαβόνας), η ασφάλεια των κρατών αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των ίδιων των κρατών και κανενός άλλου. Κατά συνέπειαν, τα θέματα ασφάλειας που θα αφορούν το νέο κράτος που θα προκύψει, ούτε μπορούν να συζητηθούν στη διεθνή διάσκεψη, ούτε και να περιληφθούν στο κείμενο της συμφωνίας λύσης του Κυπριακού. Αυτά, θα περιληφθούν στο νέο Σύνταγμα του κεντρικού κράτους και ενδεχομένως σε μια συνθήκη συμμαχίας με άλλα κράτη. Αν ανατρέξουμε στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, θα δούμε ότι στη συμφωνία εγκαθίδρυσης της ΚΔ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη για την ασφάλεια. Τα ζητήματα ασφάλειας περιλήφθηκαν στο Σύνταγμα της ΚΔ και στη συνθήκη συμμαχίας, κείμενα τα οποία υπογράφτηκαν μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Και το ερώτημα που προκύπτει είναι, με τι θα ασχοληθεί μια διεθνής διάσκεψη με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων; Η απάντηση είναι απλή. Με τη διεθνή πτυχή του Κυπριακού, που περιλαμβάνει δύο ζητήματα μόνο. Την κατάργηση των συνθηκών εγγυήσεων και συμμαχίας και την αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων. Ούτε η συνθήκη εγγυήσεων, ούτε η παρουσία ξένων στρατευμάτων έχουν σχέση με την ασφάλεια του νέου κράτους που θα προκύψει από μια λύση του Κυπριακού. Μπορεί η συνθήκη εγγυήσεων να αναφέρει στο άρθρο 2 ότι οι εγγυήτριες δυνάμεις εγγυώνται την ασφάλεια της ΚΔ, όμως αυτή η ασφάλεια αναφέρεται σε πολιτικής φύσεως δράσεις των εγγυητριών δυνάμεων είτε από κοινού είτε μεμονωμένα, στην περίπτωση που διαταρασσόταν η συνταγματική τάξη της ΚΔ. Επ’ αυτού υπάρχουν δύο γνωματεύσεις, η μία της νομικής υπηρεσίας της Γενικής Γραμματείας των ΗΕ όταν την ζήτησε η ελληνική αντιπροσωπία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων των συμφωνιών στη Ζυρίχη, και η άλλη του εξειδικευμένου στο Διεθνές Δίκαιο νομικού οίκου Frank Soskice του Λονδίνου, στον οποίο αποτάθηκε ο Μακάριος το 1963, όταν ετοίμαζε τα 13 σημεία αναθεώρησης του Συντάγματος. Και οι δύο γνωματεύσεις αναφέρουν ότι η ανάληψη δράσης (to take action) από τις εγγυήτριες δυνάμεις, όπως καθορίζεται στο άρθρο 4 της συνθήκης, σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει χρήση στρατιωτικών μέσων, γιατί το μόνο αρμόδιο όργανο που μπορεί να αποφασίζει τη χρήση ένοπλης βίας είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας. Σε ό,τι αφορά δε τη συνθήκη συμμαχίας, στην οποία προβλέπεται η παρουσία στην Κύπρο των αποσπασμάτων της ΕΛΔΥΚ και ΤΟΥΡΔΥΚ, εάν θα ισχύει και στη νέα τάξη πραγμάτων και υπό ποια μορφή, θα αποφασισθεί και αυτή από το νέο κράτος σε συνεργασία με Ελλάδα και Τουρκία. Όχι όμως σε μια διεθνή διάσκεψη, στην οποία θα απουσιάζει το νέο κράτος που είναι το αρμόδιο να αποφασίζει για τα θέματα της ασφάλειάς του.

Στη βάση των παραπάνω, θεωρώ λανθασμένη την άποψη που διατύπωσε ο ΓΓ του ΟΗΕ στη διάσκεψη στο Γκραν Μοντανά το 2017, ότι η συνθήκη εγγυήσεων θα πρέπει να αντικατασταθεί με ένα σύγχρονο σύστημα ασφάλειας. Με κανένα άλλο σύστημα ασφάλειας δεν μπορεί να αντικατασταθεί η συνθήκη εγγυήσεων, παρά μόνο με τη κατάργησή της. Το σύστημα ασφάλειας που θα έχει η Κύπρος, αν δηλαδή θα έχει ένοπλες δυνάμεις ή όχι, αν θα συνάψει συμμαχίες με άλλα κράτη ή θα ενταχθεί σε ένα συλλογικό σύστημα ασφάλειας, π.χ. ΝΑΤΟ, θα αποφασισθεί από το νέο κράτος της Κύπρου που θα είναι και το υποκείμενο διεθνούς δικαίου. Αυτό θα έπρεπε να το γνωρίζει ο ΓΓ του ΟΗΕ ή τουλάχιστον να συμβουλευόταν τους νομικούς του συμβούλους.

Αποστρατιωτικοποίηση

Οι θιασώτες της αποστρατιωτικοποίησης είναι καιρός να αντιληφθούν ότι καμιά συμφωνία λύσης του Κυπριακού δεν πρόκειται να περιλαμβάνει την αποστρατιωτικοποίηση της Κύπρου, διότι αυτό έρχεται σε αντίθεση τόσο με το Διεθνές, όσο και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, τόσο το Διεθνές, όσο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, καθορίζουν σαφώς ότι το θέμα της ασφάλειας είναι αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών, τα οποία διατηρούν το δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας. Πέραν τούτου, και τα δύο αυτά κορυφαία κείμενα του Διεθνούς Δικαίου υποχρεώνουν τα κράτη, όχι απλώς να έχουν ένοπλες δυνάμεις, αλλά και να τις ενισχύουν συνεχώς (άρθρο 45 του Καταστατικού Χάρτη και άρθρο 42.3 της Συνθήκης της Λισσαβώνας). Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος που κανένα κράτος σήμερα δεν είναι αποστρατιωτικοποιημένο με διεθνή συμφωνία. Κάποια μικρά κράτη που δεν έχουν ένοπλες δυνάμεις, έτσι αποφάσισαν τα ίδια, διατηρούν όμως το δικαίωμα να αποκτήσουν όποτε το αποφασίσουν. Στο δε διεθνές λεξιλόγιο, μπορεί κανείς να βρει τις φράσεις «αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη» ή «αποστρατιωτικοποιημένη περιοχή», όχι όμως «αποστρατιωτικοποιημένο κράτος». Με δεδομένο, δε, ότι ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ υπερισχύει κάθε άλλης συνθήκης, ακόμα και στην περίπτωση που περιληφθεί στη συμφωνία λύσης η αποστρατιωτικοποίηση, αυτή μπορεί να ακυρωθεί ανά πάσα στιγμή από την κυβέρνηση του νέου κράτους που θα προκύψει από τη λύση ή από οποιαδήποτε μετέπειτα κυβέρνηση. Αυτό άλλωστε συνέβη με τη Γερμανία, η οποία με τη Συνθήκη του Πότσδαμ (1945) υποχρεούτο να είναι αποστρατιωτικοποιημένη. Με την ίδρυση όμως λίγο αργότερα του ΟΗΕ, η Γερμανία, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, εξοπλίστηκε και κατέστη μια από τις ισχυρότερες δυνάμεις του ΝΑΤO. Η Ελλάδα, επίσης, με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), ήταν υποχρεωμένη να τηρεί τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου αποστρατιωτικοποιημένα, όπως και τα Δωδεκάνησα με τη συνθήκη των Παρισίων (1947). Με την ίδρυση της στρατιάς του Αιγαίου από την Τουρκία μετά το 1974, η Ελλάδα, επικαλούμενη το δικαίωμα της αυτοάμυνας, εξόπλισε και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τα Δωδεκάνησα χωρίς καμιάν αντίδραση, παρά μόνον από τη Τουρκία. Το ίδιο βέβαια έπραξε και η Κύπρος, όταν το 1964 ίδρυσε την Εθνική Φρουρά, προκειμένου να αντιμετωπίσει την Τουρκανταρσία, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν προβλέπεται στο Σύνταγμα της Κ.Δ.

*Αντιστράτηγος ε.α.