Η νέα αμερικανική Προεδρία: Προσδοκίες και διλήμματα

Η εκάστοτε πολιτική αλλαγή που επέρχεται στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ σηματοδοτεί άνευ εταίρου μικρότερες ή μεγαλύτερες μεταβολές στο εγγύτερο και ευρύτερο σκηνικό της διεθνούς πολιτικής πραγματικότητας, όπερ και υπογραμμίζει τη θέση, τον ρόλο και τη σημασία της υπερδύναμης στον κόσμο των κρατών.

Η σημερινή αλλαγή σκυτάλης στην Ουάσινγκτον έρχεται να αναδείξει με τρόπο εμφαντικό τη διαφοροποίηση του νυν Προέδρου Τζο Μπάιντεν από τον απελθόντα, Ντόναλντ Τραμπ, ως προς την αντιμετώπιση της πολιτικής ως φαινομένου που αποτυπώνει δράσεις εθνικού και όχι προσωπικού επιπέδου.

Η παραπάνω διαφοροποιημένη προσέγγιση πολιτικής αναμένεται, κατά το μάλλον ή ήττον, να εκδηλωθεί και στην περίπτωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υποκαθιστώντας την μονομερή, εμμονική δε, αποδιδόμενη κατά ταύτα σε ιδιάζοντα προσωπικά συμφέροντα πολιτική του απελθόντος Προέδρου όσον αφορά στην Τουρκία, με μια πολιτικοθεσμικά τουλάχιστον ισόρροπη προσέγγιση των δυο χωρών.

Η σημερινή Τουρκία για την αμερικανική γραφειοκρατική δομή που παράγει πολιτικές, τις οποίες πιθανότατα θα ακολουθήσει ο Τζο Μπάιντεν, προβάλλει ως αναξιόπιστη εν τίνι μέτρω συμμαχική δύναμη, στον βαθμό που τόσο ο Ερντογάν, όσο και το καθεστώς του, κινούνται πέρα και πάνω από τις προσμονές και προσρήσεις της αμερικανικής πολιτικής στην ευρύτερη νοτιοανατολική Μεσόγειο και όχι μόνο.

Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαγραφόμενης νέας αμερικανοτουρκικής σχέσης θα μπορούσε να αποτυπωθεί ως απουσία εμπιστοσύνης και κλιμακούμενης ανασφάλειας εκατέρωθεν, παραπέμποντας ευθέως στη σχέση Άγκυρας – Μόσχας και εν προκειμένω στην αγορά και εγκατάσταση από την Τουρκία των ρωσικών πυραύλων S400, που συνιστούν οπλικό σύστημα προσανατολισμένο στην κατάρριψη αμερικανικών μαχητικών.

Η Τουρκία του Ερντογάν, θεωρώντας σήμερα πως πέτυχε ορισμένους στρατηγικούς στόχους της σε περιοχές, όπως η Συρία και το Ναγκόρνο Καραμπάχ, επικεντρώνεται εν προκειμένω στη διάσωση της καταρρέουσας οικονομίας της, δεδομένου μάλιστα ότι το αυταρχικό καθεστώς δεν αφήνει περιθώρια κοινωνικών και άλλων αντιδράσεων, επιχειρώντας κατά ταύτα πολιτικό άνοιγμα προς την Ευρώπη, του οποίου η συνέχεια αναμένεται να είναι η Ουάσιγκτον, εν όψει της νέας προεδρίας Μπάιντεν.

Στο τουρκικό πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης ευλόγως διαχέεται σήμερα ο φόβος της αξιοποίησης του εγκαταλειφθέντος από τον Τραμπ σταθερού συμμάχου των Αμερικανών, κουρδικού παράγοντα, που συνιστά, ως γνωστόν, παραδοσιακά διαχρονική ανησυχία της Άγκυρας και που μπορεί ανά πάσα στιγμή να κινηθεί ανατρεπτικά ως προς τη διεκδίκηση καθεστώτος αυτονομίας ή και ανεξαρτησίας, όπερ καλλιεργεί φοβικά σύνδρομα αποσταθεροποίησης και εν γένει βιωσιμότητας του τουρκικού κράτους.

Κατά τα αναμενόμενα, η νέα ηγεσία των ΗΠΑ, δεδομένης της σημαντικής γεωστρατηγικής σημασίας που αποδίδει η αμερικανική γραφειοκρατία στην Άγκυρα, θα επιδιώξει τη διατήρηση της Τουρκίας στο δυτικό πλαίσιο άμυνας και πολιτικής.

Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω ως προς την πολιτική που θα ακολουθήσει η νέα αμερικανική ηγεσία απέναντι στην Τουρκία του 2021 παραπέμπει στο αν η Ουάσιγκτον έχει κατανοήσει πως η Άγκυρα έχει ήδη πραγματοποιήσει βηματισμούς ανεξαρτητοποίησης από τον δυτικό παράγοντα, καθιστάμενη κατά ταύτα ανεξάρτητη μεταβλητή στο διεθνές περιφερειακό σύστημα, πράγμα που σημαίνει εκτός των άλλων και την κατάρρευση του πλαισίου εμπιστοσύνης στη σχέση των δύο χωρών.

Ως προς τους κατά τα ανωτέρω προβληματισμούς θα πρέπει κανείς να αναρωτηθεί, όχι μόνο ποιο θα είναι το νέο modus vivendi της αμερικανικής πολιτικής έναντι της Άγκυρας, αλλά και το ποια θα είναι η ελληνική στάση ως προς την προβολή ελληνικών συμφερόντων, που παραπέμπει εν πρώτοις στην ανάδειξη του αποσταθεροποιητικού ρόλου της Άγκυρας στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και σε αντιπαραβολή προς τα ανωτέρω, στην επιβαλλόμενη στρατηγική ενίσχυση του άξονα Ελλάδας – Κύπρου – Ισραήλ σε εξισορρόπηση του τουρκικού εν προκειμένω ρόλου.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο