Παγιδευμένο σε ένα αέναο εκλογικό αδιέξοδο το Ισραήλ
Από την αρχή του συνοικεσίου αυτού η συνεργασία των δύο κομμάτων ήταν προβληματική και προδικασμένη σε αποτυχία, αφού υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης και αμοιβαία εχθρότητα
Το Ισραήλ για τέταρτη φορά μέσα σε δύο χρόνια στήνει κάλπες εν μέσω πανδημίας, για να εκλέξει διά των βουλευτών τον νέο Πρωθυπουργό της χώρας. Για το πολιτικό αδιέξοδο που δημιουργήθηκε με τις ευλογίες της συγκυβέρνησης Λικούντ- Μπλε και Λευκού αφορμή αποτέλεσε η μη συμφωνία για τον κρατικό προϋπολογισμό. Όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι οι λόγοι της νέας πολιτικής περιπέτειας είναι βαθύτεροι και εντοπίζονται στην προβληματική εταιρική σχέση του Πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου και του Υπουργού Αμύνης Μπένι Γκαντς. Τα πράγματα όμως σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση δεν θα είναι τα ίδια, καθώς νέα πρόσωπα θέτουν προσκόμματα στην επικράτηση του Μπίμπι με τους όρους που αυτός επιθυμεί. Όπλα του σε αυτόν τον αγώνα η ίδια η πανδημία αλλά και οι συμφωνίες που κατάφερε να υπογράψει με αραβικές χώρες.
Οι λόγοι που οδήγησαν στις εκλογές
Ο Νετανιάχου μέχρι σήμερα χρεώνεται την τριπλή αποτυχία σχηματισμού κυβέρνησης της δικής του επιθυμίας γι’ αυτό και η χώρα οδεύει στην τέταρτη εκλογική αναμέτρηση. Το πολιτικό αφήγημα της κατάρρευσης της βραχύβιας αυτής κυβέρνησης, η οποία είχε αναλάβει μόλις τον περασμένο Μάιο, ήταν η διαφωνία των κομματικών εταίρων για τον προϋπολογισμό.
Ειδικοί όμως εντοπίζουν βαθύτερες αιτίες πίσω από την άρνηση των Νετανιάχου και Γκαντς να βάλουν νερό στο κρασί τους, ώστε να αποτρέψουν τη νέα πολιτική κρίση. Από την αρχή του συνοικεσίου αυτού η συνεργασία των δύο κομμάτων ήταν προβληματική και προδικασμένη σε αποτυχία, αφού υπήρχε έλλειψη εμπιστοσύνης και αμοιβαία εχθρότητα. Στους μήνες που ακολούθησαν ο ηγέτης του κόμματος Μπλε και Λευκό, συστηματικά και συντονισμένα, παραγκωνιζόταν από τη διαδικασία λήψης καίριων αποφάσεων, με πιο τρανταχτό παράδειγμα την πανηγυρική αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων του Ισραήλ με κάποιες αραβικές χώρες με τις ευλογίες του στενού συμμάχου του Νετανιάχου, Ντόναλντ Τραμπ.
Έτσι δημιουργήθηκε μια «παράδοξη» κατάσταση, στην οποία το κόμμα του Γκαντζ άρχισε να παίρνει τα χαρακτηριστικά της ενδοκυβερνητικής αντιπολίτευσης. Από πλευράς του ο Υπουργός Άμυνας κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι δεν τήρησε τη συμφωνία κατανομής της εξουσίας ανάμεσα στα δύο κόμματα, έχοντας απώτερο στόχο την παραμονή στο αξίωμα κατά τη διάρκεια της δίκης του τον Φεβρουάριο. Με αυτόν τον τρόπο ο Μπίμπι πετύχε όχι μόνο να μην παραδώσει την εκ περιτροπής πρωθυπουργία στον Γκαντς που ήταν προγραμματισμένη για το φθινόπωρο αλλά αντίθετα έθεσε πλώρη για μια νέα, έκτη πρωθυπουργική θητεία.
Ειδικότερα, υπάρχει η άποψη ότι ο κύριος λόγος της διάλυσης της Κυβέρνησης είναι η δίκη του Νετανιάχου για διαφθορά και ο φόβος του για ενδεχόμενη καταδίκη. Επικριτές του πρωθυπουργού «βλέπουν» ότι οι ενέργειές του αποσκοπούν στον σχηματισμό μιας κυβέρνησης συνασπισμού ίσως συντηρητικών και θρησκευτικών πολιτικών δυνάμεων, ηοποία θα τον στηρίξει στην προσπάθειά του να περάσει νόμους που θα του επιτρέψουν να αποφύγει μια ενδεχόμενη καταδίκη. Σημειώνεται ότι βουλευτές του συγκυβερνώντος Μπλε Λευκού είχαν ταχθεί κατά των σχεδίων του Νετανιάχου να περιορίσει σημαντικά τις εξουσίες του Υπουργού Δικαιοσύνης, ο οποίος προέρχεται από το κόμμα τους.
Από την άλλη, όμως, υπάρχει η εκτίμηση ότι το σχέδιο του Πρωθυπουργού δεν είναι καταδικασμένο να πετύχει, καθώς οι δημοσκοπήσεις προς το παρόν δεν δείχνουν τέτοιες διαφοροποιήσεις στα ποσοστά του που να του επιτρέπουν να κάνει εύκολα τέτοιες κινήσεις. Δεν αποκλείεται η χώρα να βρεθεί εκ νέου μπροστά από ένα νέο πολιτικό αδιέξοδο στις εκλογές του Μαρτίου, το οποίο θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε μια πέμπτη εκλογική αναμέτρηση.
Το πολιτικό σκηνικό
Πάντως το πολιτικό τοπίο μοιάζει διαφορετικό από τις προηγούμενες εκλογές και ίσως δημιουργήσει δυσκολίες στα σχέδια του Νετανιάχου για επανεκλογή με τους όρους που επιθυμεί. Δεν προκαλεί μάλιστα καμιά έκπληξη ότι οι πολιτικοί αντίπαλοι του Πρωθυπουργού τυγχάνει να είναι τρεις πρώην συνεργάτες του.
Υψηλές επιδόσεις στις δημοσκοπήσεις καταγράφει ο 52χρονος Γκίντεον Σάαρ, πρώην γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, ο οποίος αποχώρησε από το Λικούντ «πυροβολώντας» τον Πρωθυπουργό για μετατροπή του κόμματος σε «προσωπολατρική παραθρησκευτική οργάνωση» με στόχο τη δική του πολιτική επιβίωση, ξεκαθαρίζοντας μάλιστα ότι δεν θα επιθυμούσε να συμμετάσχει σε έναν ενδεχόμενο κυβερνητικό συνασπισμό μαζί του. Ο Σάαρ με την αποσκίρτησή του δημιούργησε το κόμμα Νέα Ελπίδα, το οποίο αναμένεται ότι θα αποσπάσει ψήφους από το Λικούντ.
Άλλη μια γνώριμη παρουσία φιγουράρει στις δημοσκοπήσεις και δεν είναι άλλος από τον Άβιγκντορ Λίμπερμαν, πρώην συνεργάτης του Νετανιάχου, ο οποίος διετέλεσε για χρόνια υπουργός αλλά και διευθυντής του γραφείου του. Ο Λίμπερμαν κάλεσε σε δημιουργία κυβέρνησης συνασπισμού, η οποία θα ρίξει τον Νετανιάχου, με προϋπόθεση όμως τη μη συμμετοχή της «Ενωμένης Αραβικής Λίστας». Δεν έχασε την ευκαιρία να κατηγορήσει μάλιστα τον Μπίμπι ότι είναι διατεθειμένος να υποστηρίξει τον οποιονδήποτε, φτάνει να λάβει ψήφους.
Σύμφωνα όμως με τον ερευνητή του Ισραηλινού Ινστιτούτου Μπεν-Γκουριόν, Δρα Γαβριήλ Χαρίτο, «για πρώτη φορά ίσως στην κοινοβουλευτική ιστορία της χώρας, η αραβική ψήφος θα αποτελέσει στοίχημα για το δεξιό κόμμα εξουσίας , στοίχημα το οποίο θα του εξασφαλίσει ψήφους που άλλο δεξιό ή κεντροαριστερό εβραϊκό κόμμα δεν θα έχει τη δυνατότητα να το κερδίσει».
Σε παρόμοιο ύφος με τον Λίμπερμαν ο πρώην Υπουργός και αρχηγός του κόμματος της Νέας Δεξιάς, Ναφτάλι Μπένετ, κατηγόρησε τον Νετανιάχου ότι δεν έχει τα προσόντα για να κυβερνήσει τη χώρα. Για τις περιπτώσεις αυτές οι ειδικοί εντοπίζουν περισσότερο προσωπικές παρά ιδεολογικές διαφορές με τον Πρωθυπουργό. Το μοτίβο «ο οποιοσδήποτε εκτός από τον Μπίμπι» εντοπίζεται και στη ρητορική του Σάαρ και τίθεται το ζήτημα εάν το σλόγκαν αυτό θα είναι αρκετό για να πείσει τους ψηφοφόρους.
Τα ατού του Μπίμπι
Ο Νετανιάχου διαθέτει δύο άσους στο μανίκι του για να ξεχωρίσει από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Αρχικά, από την προεκλογική του εκστρατεία δεν θα λείψει το λεγόμενο «θαύμα του Ισραήλ», δηλαδή το εμβολιαστικό πρόγραμμα της χώρας, το οποίο θα αναδείξει για να πείσει τους οικονομικά αγανακτισμένους Ισραηλινούς ότι έγινε καλή διαχείριση της πανδημίας. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ο Νετανιάχου κατάφερε να εξασφαλίσει για το Ισραήλ αρκετές δόσεις του εμβολίου, ώστε να γίνει μια από τις πρώτες χώρες στην οποία άρχισε μαζικός εμβολιασμός κατά του κορωνοϊού, γεγονός που ενίσχυσε το κύρος του στην ισραηλινή κοινωνία.
Δημοσκόποι υποστηρίζουν ότι η δημοτικότητα του αρχηγού του υπερσυντηρητικού κόμματος Τζαμίνα, Ναφτάλι Μπένετ, ενισχύθηκε μετά την παρουσίαση καινοτόμων σχεδίων για αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού. Κανείς δεν πρέπει να παραβλέπει όμως ότι αυτοί οι παράγοντες ενδεχομένως να μην συνεχίσουν να ενισχύουν με τον ίδιο τρόπο τους υποψηφίους μέχρι τις εκλογές την άνοιξη.
Σημαντικό χαρτί για τον Πρωθυπουργό αποτελούν επίσης οι «Συμφωνίες του Αβραάμ» με τις αραβικές χώρες. Σε αυτό το πλαίσιο ιδανικό σενάριο για συνέχιση αυτής της θριαμβευτικής πορείας για τον Νετανιάχου θα ήταν η παραμονή της Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Στις τελευταίες ισραηλινές εκλογές, ο Τραμπ είχε ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ του προσφέροντας διάφορα «δώρα», ενώ διαμεσολάβησε για να υπογραφεί η συμφωνία συμφιλίωσης του Ισραήλ με τα Ενωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Μπαχρέιν, το Σουδάν και το Μαρόκο.
Ο Μπάιντεν, αν και δεν τάσσεται κατά των συμφωνιών, δεν στηρίζει την ισραηλινή εποικιστική πολιτική, ενώ υπάρχει η ανησυχία στο Ισραήλ ότι ίσως αλλάξει στάση απέναντι στο Ιράν. Οι εξελίξεις αυτές, όμως, σύμφωνα με πολιτικούς αναλυτές, ίσως θα μπορούσαν να λειτουργήσουν υπέρ του Ισραηλινού Πρωθυπουργού. Στο σενάριο της ανοιχτής σύγκρουσης με τον Μπάιντεν είτε για τους εποικισμούς είτε για τα πυρηνικά της Τεχεράνης δεν αποκλείεται ο Νετανιάχου να δει τα εκλογικά του ποσοστά να αυξάνονται λόγω της συσπείρωσης που θα δημιουργήσει.