Αναλύσεις

Η διχοτόμηση ως «λύση» των εθνοτικών διαφορών

Οι παρατεταμένες εθνοτικές συγκρούσεις, σημειώνει ο Horowitz, είναι «καθοδηγούμενες από την ταυτότητα», το αποτέλεσμα ενός υποκείμενου «φόβου εξαφάνισης», που αναπτύσσεται από την εμπειρία της ύπαρξης μιας ευάλωτης εθνοτικής ομάδας που ζει με (πραγματικές ή μυθολογικές) αναμνήσεις δίωξης και σφαγής

Φοιτητές των διεθνών σχέσεων ή της θεωρίας των εθνοτικών συγκρούσεων, «ethnic conflict», έχουν οπωσδήποτε μελετήσει τα δύο κλασικά στο θέμα άρθρα: το «Ethnic Groups in Conflict», του Donald Horowitz και του Chaim Kaufmann (1996, 1998), ανυποχώρητου προασπιστού του «πικρού φαρμάκου» των διχοτομήσεων, ο οποίος ανέπτυξε ένα σύνολο υποθέσεις σχετικά με τη χρησιμότητα της εθνοτικής διχοτόμησης ως λύσης στον εμφύλιο πόλεμο, με βάση τα επιχειρήματα των «επιθετικών ρεαλιστών» John Mearsheimer και Stephen Van Evera (1995).

Πριν από αυτούς, ένα πρώτο κύμα θεωρητικών των διεθνών σχέσεων εξέτασαν πρώτα τα οφέλη της καθαρής λύσης της διχοτόμησης έναντι του κόστους της εθνοτικής διαίρεσης. Μεταξύ των βαρέων βαρών των θεωρητικών πρώτου κύματος ήταν ο Donald Horowitz, ο οποίος έγραψε ότι: «Εάν το βραχυπρόθεσμο είναι τόσο προβληματικό, εάν οι περιορισμοί στη ρηξικέλευθη πολιτική είναι πολλοί, εάν ακόμη και οι βαρύγδουπες δηλώσεις χρειάζονται αναπροσαρμογή και σύνθεση, ίσως είναι λάθος να αναζητήσουμε συγκατοίκηση μεταξύ των ανταγωνιστικών εθνικών ομάδων. Εάν είναι αδύνατο για ομάδες να ζουν μαζί σε ένα ετερογενές πολυεθνικό κράτος, ίσως είναι καλύτερο γι’ αυτούς να ζουν χωριστά σε περισσότερα από ένα ομοιογενή κράτη, ακόμη και αν αυτό απαιτεί μεταφορά πληθυσμού. Ο γεωγραφικός και πολιτικός διαχωρισμός των ανταγωνιστικών εθνικών ομάδων είναι μια επιλογή που συνιστάται όλο και περισσότερο να εξεταστεί για εθνοτικές ομάδες που δύσκολα συγκατοικούν εδαφικά».

Οι παρατεταμένες εθνοτικές συγκρούσεις, σημειώνει ο Horowitz, είναι «καθοδηγούμενες από την ταυτότητα», το αποτέλεσμα ενός υποκείμενου «φόβου εξαφάνισης», που αναπτύσσεται από την εμπειρία της ύπαρξης μιας ευάλωτης εθνοτικής ομάδας που ζει με (πραγματικές ή μυθολογικές) αναμνήσεις δίωξης και σφαγής.

Στη μονογραφία του «Ethnic Groups in Conflict», ο Donald Horowitz (σελ. 179-180) θεωρεί τον «φόβο της εξαφάνισης» ως καθοριστικό παράγοντα σε πιο καθυστερημένες ή οπισθοδρομικές εθνοτικές ομάδες σε εθνοπολιτικές αποικίες κι οι οποίες αντιστέκονται στον αντι-αποικιακό αγώνα της κυρίαρχης ομάδας και συχνά τάσσονται με τον αποικιακό κυβερνήτη. Ο Χόροβιτς αναγνωρίζει αυτήν τη φοβική αντίσταση να αποδεχτεί η υστερούσα εθνοτική ομάδα μια γρήγορη πρόοδο στην ανεξαρτησία από την αποικιακή κυριαρχία, σημειώνοντας τους φόβους των οπισθοδρομικών ομάδων ότι η πρώιμη απελευθέρωση θα οδηγούσε στο να κυριαρχηθούν από την προεξάρχουσα εθνοτική ομάδα, η οποία είναι πάντοτε αυτή που διεξάγει τον απελευθερωτικό αγώνα.

Αντλώντας από ψυχο-αναλυτικές θεωρίες για τις ρίζες των εθνοτικών συγκρούσεων και της επιθετικότητας (όπως η Ανάλυση της Επιθετικότητας του Leonard Berkowitz), ο Χόροβιτς επισημαίνει ότι κάποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει πιο κατάλληλα τον όρο «άγχος» εδώ, υποδηλώνοντας έναν παράλογο και αβάσιμο φόβο, «μιαν αγχωτική αντίληψη της οποίας η αντίδραση αντιπροσωπεύει μια ‘δυσανάλογη απόκριση στο εξωτερικό ερέθισμα’». Ο Χόροβιτς προτείνει ότι για να κατανοήσουμε το πλαίσιο του άγχους από το οποίο προκύπτουν ακραίες απαιτήσεις εθνοτικών ομάδων σε πολύ διαιρεμένες κοινωνίες είναι αναγκαίο να καταστεί πιο κατανοητή η πολιτική συμπεριφορά τέτοιων κοινωνιών.

Είναι προφανές ότι οι φοβίες αυτές παίζουν εύκολα στα χέρια ομοεθνών «προστατών» με την δική τους γεωπολιτική επεκτατική ατζέντα, όπως και στους πολιτικούς σχεδιασμούς του αποικιακού «κυρίου» ώστε να παίξει το παιχνίδι τού «διαίρει και βασίλευε», κι οι εξελίξεις να τον κρατήσουν στην γεωπολιτική σκακιέρα ως «μεγάλο τρίτο», ελέγχοντα επιδιαιτητή, «the colonial arbiter». Τα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο εξωτερικών «επιδιαιτητών», το γνώριμο του «divide et impera» του πρώην αποικιοκρατικού κυρίου και η νεο-οθωμανική επεκτατική βουλιμία του άλλου, συναντώνται σε ένα κοινό συμφέρον και κοινό σχεδιασμό της διχοτόμησης.

Η επίκληση της «αναπόφευκτης» βίαιης εθνοτικής σύγκρουσης

Aλλά, πώς μπορούν να προβλεφθούν με ησυχασμένη βεβαιότητα τα θεραπευτικά αποτελέσματα του σκληρού αυτού φαρμάκου – έξω από το παροιμιακό «η εγχείρηση πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε»; Και πώς να επιμετρηθούν τα σχετικά επιχειρήματα σε κάθε συγκεκριμένη, ειδική περίπτωση, παρά μόνο σαν ένα ακόμη επικίνδυνο πείραμα των αυτόκλητων «ιατρών»; Πόσο εύκολο, και όσο επιτρεπτό είναι να προταθεί διαχωρισμός σε ορισμένες χώρες ενώ για άλλες επιλέγονται συγκολλητικές θεραπείες ειρηνικής συμβίωσης σε ένα ενιαίο κράτος; Μια «Μεγάλη» Βρετανία, ας πούμε; Ωστόσο, ούτε το πρώτο ούτε το δεύτερο κύμα των θεωρητικών είναι σε θέση να προτείνουν τρόπους να προβλέψουν ως αδήριτα τα εμπόδια στην εθνική συμφιλίωση (εκτός σαν φάρμακο αποφυγής της ακραίας περίπτωσης μιας «τελικής λύσης», μιας γενοκτονίας – που ευνόητα αν και ατεκμηρίωτα προβάλλουν για να στηρίξουν την διχοτομική απόσχισή τους οι Τουρκοκύπριοι). Αντίθετα, οι θεωρητικοί του δεύτερου κύματος έχουν προωθήσει την θεωρία περαιτέρω για να υποστηρίξουν ότι όλες οι εθνοτικές συγκρούσεις που διασχίζουν κάποιο κρίσιμο (αν και ακόμα αόριστο) όριο βίας πρέπει να επιλυθούν με διαχωρισμό - ανεξάρτητα από τον βαθμό εδαφικής συγκέντρωσης των εθνικών ομάδων. Αυτές οι απόψεις έχουν πυροδοτήσει μια επιστημονική και πολιτική συζήτηση σχετικά με τα πλεονεκτήματα των εθνοτικών διαχωρισμών ως στρατηγικής για τον τερματισμό των εθνοτικών συγκρούσεων. Ωστόσο, η συζήτηση βασίστηκε μέχρι τώρα σε ένα λίγες, αν και σημαντικές, περιπτωσιολογικές μελέτες.

Αν και έχει τώρα ιστορία αρκετών δεκαετιών (από το πρότυπο «υπόδειγμα» της – πολυαίμακτης, ωστόσο - κατάτμησης της Ινδίας), η θεωρία του εθνικού διαχωρισμού παραμένει σε μεγάλο βαθμό μια αξιωματική θέση όχι μόνο μη δοκιμασμένη, κι απλά ισχνώς διαισθητική, αλλά και με πολλά αντιπαραδείγματα έντασης και διαιώνισης των εθνοτικών συγκρούσεων εξελιγμένων ως διακρατικών πια πολεμικών αναμετρήσεων, ως διεθνή δηλαδή προβλήματα. Η διχοτομική αυτή θέση των κάθε Kaufmann έχει διευρυμένη δημοτικότητα σε ακαδημαϊκούς και πολιτικούς κύκλους - δηλαδή σε σχεδιαστές χαρτών και της μοίρας των λαών, σε απομακρυσμένα πολιτικά γραφεία με καθοριστική επί του εδάφους δύναμη κι εξουσία. Είπατε πολιτικούς «ανατόμους» - εννοώντας στην πράξη «χασάπηδες»; Οι εκ των έξω και των άνω αυτοί υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής σκέφτονται την διχοτόμηση με συγκεκριμένους όρους «τελικής λύσης», μακράν κι αδιάφοροι προς την αυξανόμενη πληθώρα των δεδομένων εμφύλιων πολέμων, που… συνοδεύουν κι επιμένουν και μετά την «θεραπευτική» των εθνοτικών συγκρούσεων διχοτομική λύση. Που δοκιμάζουν εμπειρικά και κλονίζουν το σύνολο των υποθέσεων που συνιστούν την «υψηλή» θεωρία του εθνικού διαχωρισμού.

Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν την απαισιόδοξη θέση των θεωρητικών των εθνοτικών κατατμήσεων, η επίκληση της βίαιης εθνοτικής σύγκρουσης υπονοεί την δυσοίωνη και παραιτημένη, αν όχι με πονηρές κρύφιες υστεροβουλίες, απόλυτη θέση ότι η πολιτική -εννοούμενη φιλοσοφικά ως ειρηνική, διαλογική συμβίωση διαφορών κι αντιθέσεων- δεν μπορεί να αποκατασταθεί εκτός εάν «οι εθνοτικές ομάδες χωρίζονται δημογραφικά σε θύλακες που προσφέρουν άμυνα κι ασφάλεια -δηλαδή πολεμική αναμέτρηση-ο ένας προς τον άλλο... Λύσεις που στην πραγματικότητα δεν στοχεύουν στην αποκατάσταση της πολυεθνικής διαλογικής πολιτικής με αντικρουόμενα επιχειρήματα παρά μέσα, τελικά, από αντιμέτωπες κάννες.

Το δίλημμα εντείνεται όταν οι αντίπαλοι ανήκουν σε διαφορετικές εθνοτικές ομάδες – όταν το επίδικο δεν είναι απλώς ένα μεριστό αγαθό, όπως π.χ. οι πρώτες ύλες, αλλά αφορά εθνικές ταυτότητες και τον κυρίαρχο εθνικό χαρακτήρα του κράτους, οι συγκρούσεις τείνουν να είναι χρόνιες και δυσεπίλυτες, «intractable»: oι εθνοτικοί εμφύλιοι πόλεμοι, υποστηρίζουν θεωρητικοί της διχοτόμησης, χαρακτηρίζονται από ισχυρές και σταθερές ταυτότητες που βασίζονται στην εθνικότητα, από αδύναμους ιδεολογικούς και ισχυρούς θρησκευτικούς τόνους, από την χρήση μύθων φρικαλεοτήτων για την ενίσχυση της εθνοτικής κινητοποίησης, στο φόντο της εύκολης αναγνώρισης της εθνικής ταυτότητας από προφανείς δείκτες της και του μικρού περιθωρίου για ατομική επιλογή εθνικής ταυτότητας.

Με άλλα λόγια, καθώς είναι εύκολο να προσδιοριστεί η εθνοτική ομάδα κάποιου, ως ταυτοποιητικά κι όχι επίκτητα χαρακτηριστικά, μόλις ξεκινήσει ένας πόλεμος, όλα τα μέλη της ομάδας κινητοποιούνται επειδή οι άλλες εθνοτικές ομάδες θα τους αναγνωρίσουν αναπόφευκτα ως εχθρούς (Kaufmann 1996, 139-147). Αυτό το αναπόφευκτο πεπρωμένο ενισχύει τη δυναμική του πολέμου και τείνει να οδηγήσει σε διχοτόμηση αφού, «όταν κινητοποιηθούν εθνικές ομάδες για πόλεμο, ο πόλεμος δεν μπορεί να τελειώσει έως ότου οι πληθυσμοί χωριστούν σε περιφρουρούμενες κι αμυνόμενες, κυρίως ομοιογενείς περιοχές... Ο εθνικός διαχωρισμός... επιτρέπει... να εξαφανιστούν οι επιτακτικές απαιτήσεις για εθνική εκκαθάριση του «Άλλου» και διάσωση της εθνικής ταυτότητας από την εκκαθάριση ή την αφομοίωση. Ο πόλεμος δεν είναι πλέον υποχρεωτικός σε μια ομοιογενοποιημένη περιοχή σαν αποτέλεσμα διχοτόμησης» (Kaufmann 1996, 150).

Εξωτερική παρέμβαση και γεωπολιτικές επιρροές

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η διάκριση μεταξύ της διαρθρωτικής και της υποκειμενικής πτυχής της σύγκρουσης που περιλαμβάνει εθνοπολιτικές αντιπαλότητες πρέπει να θεωρείται αναλυτική. Η κατανόηση της φύσης και των επιπτώσεων της εξουσίας στην εθνοπολιτική και την διεθνή πολιτική είναι απαραίτητη για την καλύτερη κατανόηση της δυναμικής της αλληλεπίδρασης μεταξύ εθνοτικών συγκρούσεων και του διεθνούς περιβάλλοντος. Σε τελική ανάλυση, όσο πιο συχνά οι εθνικές ομάδες δεν καταφέρνουν να καταλήξουν σε μια διευθέτηση εντός του εσωτερικού περιβάλλοντος, οι εθνοτικές συγκρούσεις τείνουν να γίνουν στοιχεία διεθνούς διπλωματίας και ασκούν εξωτερική παρέμβαση, η οποία αναπόφευκτα αντικατοπτρίζει «ρεαλιστικές» εκτιμήσεις της περιφερειακής γεωπολιτικής ισορροπίας και το συμφέρον οι ξένες διαμεσολαβητικές δυνάμεις έχουν στην συγκεκριμένη μορφή επίλυσης συγκρούσεων.

Αλλά, όπως δείχνει και η Κύπρος, είναι αυτά τα εξωτερικά γεωπολιτικά συμφέροντα που τείνουν να διαιωνίσουν τις συγκρουσιακές δυναμικές ενάντια σε όποιες εσωτερικές γηγενείς κοινωνικές δυνατότητες επίλυσης και ειρηνικής συμβίωσης.

*Φιλόσοφος, συγγραφέας