Εθνικός στρατηγικός αυτοπροσδιορισμός

Σήμερα, 2021, 200 χρονιά μετά την εξέγερση των Ελλήνων και την επανάσταση ενάντια στην οθωμανική τυραννία, όντας ενώπιον ενός απρόσμενου «παιγνίου» της Ιστορίας, η σύγχρονη Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μιαν απειλή ενός νεο-οθωμανικού προτάγματος, αναγκασμένη κατά ταύτα να υπερασπιστεί μόνη και μετά συμμάχων την κυριαρχία, την ανεξαρτησία και την υπόστασή της ως έθνους- κράτους στον σύγχρονο κόσμο.

Πρόκειται για μια εθνική υποχρέωση που τίθεται ως όρος επιβίωσης, συνιστάμενη στην αμυντική και εν γένει αποτρεπτική οργάνωση της χώρας, αλλά και σε έναν τέτοιο βαθμό αποφασιστικότητας ηγεσίας και εθνικού συνόλου, ώστε να εκπέμπεται το μήνυμα προς κάθε επιβουλέα πως οποιαδήποτε αναθεωρητική κίνηση θα του επιφέρει μετά ασφαλούς βεβαιότητος μεγαλύτερο κόστος απ’ ό,τι όφελος, συνθήκη που αποτυπώνει και την ουσία της αποτροπής.

Η Τουρκία, ευρισκόμενη σήμερα σε μια κινητικότητα στρατηγικής εφαρμογής παλαιόθεν εκπονηθέντων αναθεωρητικών στρατηγικών σχεδιασμών, αντικρίζοντας την ελληνική περίπτωση ως το βασικό της εμπόδιο για την υλοποίηση ενός οράματος παντουρκικής κυριαρχίας στην ευρύτερη περιοχή, επιχειρεί να πραγματώσει τις κατά τα ανωτέρω στοχεύσεις της διά κινήσεων αμφισβήτησης ελληνικής κυριαρχίας και εμπέδωσης τουρκικής παρουσίας στην κρίσιμη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και όχι μόνο.

Η Αθήνα, ούσα εν διαρκή και ενεργό αμύνη και με φωτεινή εξαίρεση τη στιγμιαία αποτρεπτική λειτουργία της στην περίπτωση μιας εν τοις πράγμασι επιθετικής ενέργειας στον Έβρο, την οποία και αντιμετώπισε αποτελεσματικά, παραπέμπει σε μια ουτοπικά προσδοκώμενη ευρωπαϊκή στήριξη σε ζητήματα που άπτονται εθνικής ασφάλειας, όπου η Ευρώπη από τη θέση, τη φιλοσοφική της προσέγγιση και τη δομή της, όχι μόνο δεν δύναται, αλλά δεν διαθέτει και την πολιτική βούληση να παρέμβει.

Ως εκ τούτου, η Ελλάδα σήμερα, σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία και το έθνος γιορτάζει συμβολικά τα 200 χρόνια από την Παλιγγενεσία, βιώνοντας εν προκειμένω την τουρκική απειλή, βρίσκεται ενώπιον ενός στρατηγικού αδιεξόδου που παραπέμπει στην αντιφατική διάσταση μιας Ελλάδας, που αυτοπροσδιοριζόμενη ως αναπαλλοτρίωτο μέρος του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, επενδύει στην ευρωπαϊκή ενεργό στήριξη για μια αποτελεσματική αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, εισπράττοντας κατά ταύτα από την γερμανικών συμφερόντων κυριαρχούμενη Ευρώπη μια πολιτική πίεση προσανατολιζόμενη σε έναν ρόλο διαμεσολάβησης που στηρίζεται στην αντίληψη άσκησης πιέσεων προς τον αδύναμο κρίκο για υποχωρήσεις στον βωμό μιας προσχηματικής ειρήνης.

Το δίδαγμα των κατά τα ανωτέρω πρόσφατων εξελίξεων και συμβάντων παραπέμπει στην επιβεβαίωση του κλασικού θουκυδίδειου διδάγματος ως προς τη σχέση δικαίου και ισχύος, που στην προκειμένη περίπτωση εμπεριέχει την αντίληψη της αναγκαιότητας προβολής ισχύος και αποτρεπτικής δύναμης εν τη γενέσει των εξελίξεων, ώστε η ελληνική αποτροπή, ούσα κυρίαρχο στοιχείο εθνικής στρατηγικής, να καταστεί

συνθήκη καθορίζουσα άνευ εταίρου επερχόμενες ή και διαγραφόμενες εξελίξεις ελληνικών συμφερόντων, με ή χωρίς την παρέμβαση τρίτων.

Τα αναμενόμενα γεγονότα στο ελληνοτουρκικό διαδραματιζόμενο πλαίσιο δύνανται να είναι τέτοιων αξιώσεων ή και προβληματισμών, που θα μπορούσαν να καθορίσουν τη σχέση των δύο κρατών, αναγκάζοντας ταυτόχρονα την Αθήνα ως πολιτικό σύστημα και ως στρατηγική διάσταση στον σύγχρονο κόσμο, να επαναδιατυπώσει τη μορφοποιημένη αντίληψη ενός στρατηγικού αυτοπροσδιορισμού, που παραπέμπει, όχι μόνο στην επόμενη μέρα, αλλά προπάντων στη διαδρομή του Ελληνισμού στον 21ο αιώνα, έτσι ώστε η στρατηγική να αποκτήσει μορφή και στοχοθεσία που να διασφαλίζει την εδαφική ακεραιότητα και την κυριαρχία του ελληνικού κράτους και τον ρόλο ενός ισχυρού πόλου και παράγοντα στις περιφερειακές και ευρύτερες διεθνείς σχέσεις, ο οποίος να αποτελεί προσφιλές καταφύγιο συμμαχικών προσανατολισμών, ικανού να υπερασπίζεται την ειρήνη, όχι ως απουσία πολέμου, αλλά ως προβολή ελευθερίας, δικαίου και δικαιωμάτων.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο