Διεθνή

Προσωρινή ανακωχή στον «πόλεμο» Βρυξελλών - Λονδίνου για το Brexit

Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit και η διαχείριση της πανδημίας αποζύμησαν το όποιο πολιτικό κεφάλαιο για χάραξη μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής, που θα δικαίωνε το αφήγημα του Τζόνσον

Μετά από τέσσερα επίπονα χρόνια ολοκληρώθηκε με την υπογραφή μιας συμφωνίας «ανακωχής» ο πόλεμος του Brexit μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών. Και οι δύο παίκτες, αμέσως μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, έτρεξαν να επιδείξουν ποιος πληγώθηκε λιγότερο από τη μάχη, από την οποία εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε κανείς να εξέλθει νικητής. Μετά τους πανηγυρισμούς παραμένουν αναπάντητα καίρια ερωτήματα για την εφαρμογή της συμφωνίας αλλά και τον δρόμο που θα ακολουθήσει πλέον η Βρετανία, έχοντας να αντιμετωπίσει τα εξωτερικά αλλά κυρίως τα εσωτερικά προβλήματα. «Συγκυριακά» όσοι βρίσκονταν πίσω από την καμπάνια υπέρ της εξόδου της χώρας από την ΕΕ το 2016, τελικά είχαν την ευκαιρία να διαπραγματευτούν και να υπογράψουν τη συμφωνία. Κατάφεραν να ανταποκριθούν στις υψηλές προσδοκίες που οι ίδιοι δημιούργησαν;

Ποιος έχασε και ποιος «κέρδισε»;

Μπορεί να προκάλεσε ανακούφιση η συμφωνία μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και ΕΕ, εντούτοις, οι δυσμενείς προβλέψεις για τη βρετανική οικονομία παραμένουν αναλλοίωτες. Αναπόφευκτα, η οικονομία θα καταγράψει απώλειες σε σύγκριση με το εάν η χώρα δεν αποχωρούσε από την ΕΕ. Από την άλλη, όμως, αναμένεται ότι θα είναι σε πολύ καλύτερη μοίρα σε σχέση με μιαν άτακτη έξοδο χωρίς συμφωνία, μετά το τέλος της μεταβατικής περιόδου.

Σε κάθε περίπτωση, η συμφωνία διαζυγίου αναμένεται ότι θα έχει και κάποια οφέλη. Για παράδειγμα, θεωρείται ότι θα ήταν ακατόρθωτο το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να έφτανε σε συμφωνία για το «Next Generation EU», το σχέδιο των €750 δισ., εάν στο τραπέζι των συζητήσεων βρισκόταν το Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Βρετανία δε, θα έχει την ευκαιρία να δει με περισσότερο ρεαλισμό τις δυνατότητές της. Παρά το αφήγημα ότι στις διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες κρατούσε όλους τους άσους στο μανίκι, η πραγματικότητα ήταν ότι συνομιλούσε υπό τη θέση του αδύναμου παίκτη και αποδείχτηκε στην πράξη όταν έπρεπε να κάνει σημαντικές υποχωρήσεις για να κερδίσει την εμπορική συμφωνία. Οι υποχωρήσεις αυτές όμως δεν μεταφράζονται αναγκαία σε μια κακή συμφωνία για το Λονδίνο. Για παράδειγμα, οι πρόνοιες για τους ισότιμους όρους ανταγωνισμού (level playing field) για τις επιχειρήσεις θεωρούνται από ειδικούς συμμετρικές, ενώ οι αναφορές στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο στις 1.246 σελίδες της συμφωνίας είναι μηδαμινές, εάν εξαιρέσουμε το κομμάτι της Βόρειας Ιρλανδίας.

Σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, όμως, μακροπρόθεσμα το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταστεί «σημαντικά φτωχότερο», ακόμα και με τη συμφωνία με την ΕΕ. Την ίδια ώρα, τίθεται υπό αμφισβήτηση η ενότητα της χώρας, με τις τάσεις απόσχισης να μεγαλώνουν ειδικά στην περίπτωση της Σκωτίας και λιγότερο της Βόρειας Ιρλανδίας.

Τα αναπάντητα ερωτήματα

Μετά την ανακοίνωση της συμφωνίας, πρώτο μέλημα τόσο των Βρυξελλών όσο και του Λονδίνου ήταν να διευκρινίσουν ότι η άλλη πλευρά έκανε τις περισσότερες παραχωρήσεις άρα κατ’ επέκτασιν ήταν αυτή η κερδισμένη. Η αλήθεια όμως είναι ότι και οι δύο πλευρές έκαναν συμβιβασμούς. Συγκεκριμένα, αναλυτές συμφωνούν ότι ο Τζόνσον έδωσε μεν περισσότερα απ’ όσο αναμενόταν στο ζήτημα της αλιείας, από την άλλη όμως η ΕΕ υποχώρησε στις απαιτήσεις που είχε σε σχέση με τον μηχανισμό επίβλεψης της συμφωνίας.

Τα πολιτικά παιχνίδια όμως για εσωτερική κατανάλωση δεν απαντούν στα βασικά ερωτήματα της επόμενης ημέρας. Ειδικοί εκφράζουν αμφιβολίες για την ετοιμότητα των επιχειρήσεων τόσο στην ΕΕ όσο και στη Βρετανία για τις αλλαγές στη γραφειοκρατία και τους νέους συνοριακούς κανονισμούς μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Μάλιστα, προβλέπεται ότι θα υπάρξει ασυνεννοησία στα λιμάνια και ουρές φορτηγών, καταστάσεις που έχουν ήδη κάνει πρόβα τις προηγούμενες ημέρες με το κλείσιμο των ευρωπαϊκών συνόρων στη Βρετανία λόγω του εντοπισμού νέου στελέχους του κορωνοϊού.

Επίσης, μετέωρο βρίσκεται ένα υπαρξιακό ερώτημα για την μετά-Brexit εποχή. Πώς θα χρησιμοποιήσει ο Βρετανός Πρωθυπουργός την εθνική κυριαρχία που κέρδισε από την ΕΕ; Αν και όλοι οι οικονομικοί παράγοντες συμφωνούν ότι οι νέοι εμπορικοί δασμοί θα στοιχίσουν στη χώρα, ο Τζόνσον επιμένει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο θα προοδεύσει σημαντικά εκτός ΕΕ. Προς το παρόν οι διακηρύξεις για συμφωνίες με τρίτες χώρες προχωρούν με αργούς ρυθμούς, ενώ οι διαπραγματεύσεις για το Brexit και η διαχείριση της πανδημίας απομύζησαν το όποιο πολιτικό κεφάλαιο για χάραξη μιας εναλλακτικής οικονομικής πολιτικής, που θα δικαίωνε το αφήγημα του Τζόνσον.

Οι υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν

Κατά τη διάρκεια της καμπάνιας υπέρ του Brexit το 2016 δόθηκαν συγκεκριμένες υποσχέσεις από πρόσωπα, τα οποία στη συνέχεια διαπραγματεύτηκαν τους όρους αποχώρησης και την εμπορική συμφωνία. Ο λόγος για τον Πρωθυπουργό Τζόνσον και τον μέχρι πρότινος σύμβουλό του, Ντομινίκ Κάμινγκς. Έτσι, τίθεται προς εξέταση πόσο «συνεπείς» ήταν στις υποσχέσεις τους σε μια σειρά από ζητήματα.

Η πιο εξόφθαλμη περίπτωση είναι αυτή της Βόρειας Ιρλανδίας. Οι Brexiteers και συγκεκριμένα ο Τζόνσον κατά τη διάρκεια της καμπάνιας για το δημοψήφισμα είχε επισκεφτεί τη Βόρεια Ιρλανδία και υποσχέθηκε στους πολίτες της ότι τα σύνορα δεν θα επηρεάζονταν «με κανέναν τρόπο» από την έξοδο της χώρας από την ΕΕ. Αν και είχε δίκαιο στο κομμάτι ότι τα σύνορα της Βόρειας Ιρλανδίας και της Ιρλανδίας έμειναν απαράλλακτα, απέτυχε να εξασφαλίσει ότι τα σύνορα με το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα επηρεαστούν. Συγκεκριμένα, θα υπάρξουν τελωνειακές διαδικασίες για εμπορεύματα που διασχίζουν τη Θάλασσα της Ιρλανδίας, διότι η Βόρεια Ιρλανδία θα έχει πρόσβαση στην τελωνειακή ένωση της ΕΕ, ενώ η υπόλοιπη Βρετανία όχι.

Αντίστοιχα, παρά τις διακηρύξεις για το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, ο εποπτικός του ρόλος θα παραμείνει στην περιοχή της Βόρειας Ιρλανδίας, επειδή θα παραμείνει στην τελωνειακή ένωση και στην ενιαία αγορά της ΕΕ. Επομένως, θα ήταν λάθος ο ισχυρισμός ότι ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα υπόκειται πια σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Επίσης, το 2016 διαβεβαίωναν ότι η Βρετανία ακόμα και μετά το διαζύγιο θα συνέχιζε να συμμετέχει σε ευρωπαϊκούς οργανισμούς, όπως η Europol, και θα είχε πλήρη πρόσβαση σε πραγματικό χρόνο στις ευρωπαϊκές βάσεις δεδομένων για εγκλήματα και τρομοκρατικές οργανώσεις. Εντούτοις, μετά την 1η Ιανουαρίου, η Βρετανία θα χάσει την πρόσβαση στη βάση δεδομένων SIS2, που περιέχει πληροφορίες για όσους θεωρούνται ύποπτοι για συμμετοχή σε εγκληματικές ενέργειες και κλεμμένη περιουσία, ενώ θα έχει και πιο περιορισμένη πρόσβαση στα αρχεία της Ε.Ε. με στοιχεία διαβατηρίου.

Η μετά Brexit εποχή

Πάντως, η εμπορική συμφωνία με την ΕΕ αποτελεί μόνο την αρχή της διαδρομής της Βρετανίας προς τη νέα πραγματικότητα. Για αρχή, οι διαπραγματεύσεις με τις Βρυξέλλες θα συνεχιστούν για να κλείσουν τα ανοιχτά ζητήματα και να αποσαφηνιστούν τα διαδικαστικά σε πολλούς τομείς. Σημειώνεται ότι ο τομέας της αλιείας θα ανοίξει ξανά προς συζήτηση σε μελλοντική ημερομηνία.

Επίσης, η Ντάουνινγκ Στριτ δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να μπει σε νέες περιπέτειες με το μπλοκ των 27 το επόμενο διάστημα, λαμβάνοντας αποφάσεις που ενδεχομένως να παραβιάζουν τα όσα έχουν συμφωνηθεί, ενεργοποιώντας έτσι τις απειλές για κυρώσεις υπό τη μορφή δασμών από την ΕΕ. Επιπρόσθετα, πριν καν στεγνώσει το μελάνι της συμφωνίας, στο Λονδίνο άρχισαν οι ψίθυροι για μια ενδεχόμενη προσπάθεια αναθεώρησής της.

Το βασικότερο ζήτημα που θα έχει να αντιμετωπίσει όμως η Βρετανία είναι η αποδυνάμωση της εθνικής συνοχής. Ενώ οι Brexiteers υπόσχονταν ενίσχυση της Ένωσης μετά το Brexit, με το «επιχείρημα» ότι ο εθνικισμός της Σκωτίας αναπτύχθηκε μετά την ένταξη στην ΕΕ, οι δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών δείχνουν ότι οι Σκωτσέζοι θα ψήφιζαν υπέρ της ανεξαρτητοποίησής τους σε ένα ενδεχόμενο νέο δημοψήφισμα. Ήδη η πρώτη αντίδραση της Πρωθυπουργού της Σκωτίας, Νίκολα Στέρτζον, στην υπογραφή της εμπορικής συμφωνίας ήταν να δηλώσει ότι «είναι καιρός να γίνει η βρετανική επαρχία ανεξάρτητο ευρωπαϊκό κράτος», συμπληρώνοντας ότι «το Brexit έρχεται σε αντίθεση με τη βούληση του λαού της Σκωτίας».