Περί λύσης δύο κρατών

Είναι τουλάχιστον θλιβερό το γεγονός ότι επανέρχεται στον δημόσιο διάλογο η συζήτηση για λύση δύο κρατών με αφορμή τη συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου και τη διάψευση – απάντηση του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα από το βάσιμο ή μη των λεχθέντων και των απαντήσεων που δόθηκαν, γεγονός είναι ότι μόνο απογοήτευση προκαλεί η συζήτηση ενός τέτοιου θέματος δεκαετίες μετά την εθνική τραγωδία του 1974 και την τουρκική στρατιωτική κατοχή του 37% των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Γιατί, όμως, μια τέτοια συζήτηση; Αποτέλεσμα απόγνωσης και απελπισίας; Συνέπεια της διαπίστωσης του ανυπέρβλητου της τουρκικής αδιαλλαξίας; Σύμπτωμα ηττοπάθειας και αδήριτου ρεαλισμού; Προσαρμογή σε μια προκρούστειο λογική «ευθυγράμμισης με τα δεδομένα»;

Όποια κι αν είναι η πραγματική αιτία αυτής της νεοφανούς θέσης περί λύσης «δύο κρατών», το βέβαιον είναι ότι οι τυχόν θιασώτες της δεν έχουν εκτιμήσει επαρκώς το υλοποιήσιμο αλλά και βιώσιμο μιας τέτοιας επιλογής.

  1. Η διεθνής κοινότητα κατά κανόναν αντιτίθεται σε λύσεις απόσχισης, διαχωρισμού κρατών, δημιουργίας νέων κρατικών μορφωμάτων, με διάλυση προϋπαρχόντων κρατικών οντοτήτων.
  2. Τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αλλά και άλλων Διεθνών και περιφερειακών Οργανισμών, ρητά απορρίπτουν μια τέτοια λύση.
  3. Η Ε.Ε., της οποίας η Κύπρος αποτελεί ισότιμο μέλος, ως μία και ενιαία χώρα, θα είναι κατηγορηματικά εναντίον του διαμελισμού ενός μικρού ευρωπαϊκού κράτους και της δημιουργίας δύο κρατικών οντοτήτων. Θα πρέπει να υπομνησθεί ότι η Συνθήκη Προσχώρησης, με βάση το Πρωτόκολλο 10, προέβλεψε ότι στην Ε.Ε. εντάχθηκε ολόκληρη η εδαφική επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, το δε ευρωπαϊκό κεκτημένο απλώς αναστέλλεται ως προς την εφαρμογή του στις κατεχόμενες περιοχές, μέχρι τη λύση, οπότε αυτόματα και χωρίς νέα διαπραγμάτευση θα επεκταθεί και στη σήμερα κατεχόμενη από την Τουρκία Κύπρο. Είναι τουλάχιστον αφελές, να αναμένεται ότι η Ε.Ε. θα συναινέσει σε ένταξη δύο κρατικών οντοτήτων από μια μικρή πληθυσμιακά χώρα, όπως είναι η Κύπρος. Με ξεχωριστές εκπροσωπήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και άλλα Όργανα της Ένωσης. Άλλωστε μια τέτοια εξέλιξη, υπάρχει ο φόβος ότι θα αποτελέσει παράδειγμα για άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπου εκδηλώνονται τάσεις απόσχισης και δημιουργίας νέων κρατικών μορφωμάτων.
  4. Οι όποιοι θιασώτες της «λύσης δύο κρατών», παραγνωρίζουν ασυλλόγιστα ότι στην πραγματικότητα θα εγκατασταθεί επίσημα στην Κύπρο η Τουρκία, τα δε σύνορα του ε/κ κράτους θα είναι σύνορα με την Τουρκία.

Τέλος, με την πρότασή τους οι υποστηρίζοντες αυτήν τη λύση, προτείνουν την εσαεί αποξένωση και οριστική εγκατάλειψη μεγάλου μέρους της πατρίδας μας, την εν δυνάμει διαρκή αντιπαράθεση των δύο κρατικών οντοτήτων και τη διαγραφή της ιστορίας και του πολιτισμού ενός τόπου που για χιλιετίες λειτούργησε ως ενιαίος και αδιάσπαστος χώρος.

Όμως, η ιστορία δεν γράφεται με την προκρούστειο λογική της προσαρμογής. Δηλαδή της υπαγωγής του κόσμου σε ένα είδος τυπικής λογικής που επιτάσσει, αμήχανα και τετραγωνισμένα, την αρμονία του σχήματος και των δεδομένων, στην κλίνη των αδυναμιών, της ηττοπάθειας και τελικά της παράδοσης.

Αντί λοιπόν της τυπικής λογικής του Προκρούστη, έχουμε χρέος να επιλέξουμε να αναμετρηθούμε ξανά με την ίδια μας την ιστορία, με την πολυκύμαντη και πολύπαθη ιστορία της Κύπρου, τους αγώνες και τις θυσίες μιας πορείας χιλιάδων χρόνων, με ειλικρίνεια και τόλμη. Με την ιστορική μνήμη να είναι παρούσα, όχι ως στοιχείο διαίρεσης, αλλά ως στοιχείο ενότητας και ελευθερίας. Επιδιώκοντας το μείζον που είναι η ιστορική, κοινωνική και πολιτική αποκατάσταση της προοπτικής και του μέλλοντός μας, ως ενιαίου χώρου αναφοράς.

Μιλούμε για την πατρίδα μας, μιλούμε για την Κύπρο, μιλούμε για την προσωπική και τη συλλογική μας ταυτότητα.

*Πρώην Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων