Αναλύσεις

Ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου

Ο συντονιστής της μυστικής αποστολής οπλισμού στην Κύπρο για τον Απελευθερωτικό Αγώνα

Στη χορεία των Ελλαδιτών μεγάλων φίλων της Κύπρου, που είχαν ανταποκριθεί από την πρώτη στιγμή που τους προτάθηκε να βοηθήσουν στη συγκέντρωση οπλισμού για απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, ήταν και ο ένδοξος Ναύαρχος Αλέξανδρος Σακελλαρίου. Και αναδείχθηκε ο ιθύνων νους όλων των ενεργειών και επικίνδυνων μυστικών επιχειρήσεων μεταφοράς οπλισμού από την Ελλάδα στην Κύπρο και της μυστικής καθόδου του Διγενή στην Κύπρο για να αναλάβει την ηγεσία του Απελευθερωτικού Ενωτικού Αγώνα του Κυπριακού Ελληνισμού. Ήταν φίλος του Γρίβα, τους συνέδεαν κοινοί εθνικοί αγώνες και από τη στιγμή που ο Διγενής τού εκμυστηρεύτηκε το μεγάλο μυστικό της προετοιμασίας ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα στην Κύπρο, εκείνος αφοσιώθηκε ολόψυχα στην ιερή εθνική προσπάθεια.

Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου ήταν μια εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική προσωπικότητα της εποχής του. Ένας έμπειρος και άρτια καταρτισμένος ανώτατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού. Είχε γράψει τη δική του προσωπική ιστορία με τα κατορθώματά του στους απελευθερωτικούς αγώνες του 1912-13 μέχρι το 1945. Γεννήθηκε στη Μάνδρα Μεγαρίδας, τον Ιούλιο του 1887. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές μπήκε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων το 1902 και σε ηλικία μόλις 15, μετά την αποφοίτησή του, ονομάστηκε Σημαιοφόρος. Εντάχθηκε στον Στόλο, όπου υπηρέτησε σε διάφορα πολεμικά σκάφη. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις του Αιγαίου και καθ’ όλη τη διάρκεια των απελευθερωτικών πολέμων μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. Επειδή ήταν αυστηρά προσηλωμένος στα στρατιωτικά του καθήκοντα, δεν ήθελε να προσκολληθεί σε κανένα κόμμα, αν και δεν απέκρυβε ότι ήταν βασιλόφρων, ακόμα και όταν ο Κωνσταντίνος και ο Γεώργιος βρίσκονταν μακριά από την Ελλάδα. Αυτή η στάση του στάθηκε αφορμή να βρίσκεται κατά καιρούς στο περιθώριο. Αναγνωριζόταν όμως απ’ όλους ως άριστα καταρτισμένος και έμπειρος αξιωματικός του Ναυτικού, πατριώτης έντιμος και γενναίος. Τόσο οι φιλοβασιλικές όσο και οι βενιζελικές κυβερνήσεις άλλοτε τον αποστράτευαν κι άλλοτε τον ανακαλούσαν στην ενέργεια και τον τοποθετούσαν σε θέσεις-κλειδιά του Πολεμικού Ναυτικού.

Το 1932 ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που γνώριζε πολύ καλά τον πατριωτισμό, το ήθος, τις ικανότητες, τα ηγετικά και επαγγελματικά του προσόντα, επανέφερε τον Σακελλαρίου στην ενέργεια με τον βαθμό του Πλοιάρχου. Κι όταν έπεσε ο Βενιζέλος κι ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Παναγής Τσαλδάρης, όχι μόνο δεν αποστράτευσε τον Σακελλαρίου, αλλά τον προήγαγε σε Υποναύαρχο. Το 1935 ο Σακελλαρίου καλείται να προεδρεύσει του στρατοδικείου, που δίκαζε ερήμην τον Ελευθέριο Βενιζέλο και τους αξιωματικούς οπαδούς του, οι οποίοι συμμετείχαν στο ανεπιτυχές πραξικόπημα. Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος, Στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος - μετέπειτα Στρατάρχης και Πρωθυπουργός, ο Υποναύαρχος Ρέππας και ο Υποπτέραρχος Περικλής Οικονόμου ανατρέπουν πραξικοπηματικά την κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνει την πρωθυπουργία ο Στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, ο επιλεγόμενος Κεραυνός, ο οποίος καταργεί τη Δημοκρατία και στις 3 Νοεμβρίου, μετά από δημοψήφισμα, επαναφέρει στον θρόνο τον Βασιλέα Γεώργιο. Τον Μάρτη του 1936 ο Γεώργιος, με τη συγκατάθεση των κομμάτων, αναθέτει την πρωθυπουργία στον Ιωάννη Μεταξά κι αυτός, αντί να προκηρύξει εκλογές, στις 4 Αυγούστου επιβάλλει τη δικτατορία. Ο Μεταξάς, που γνώριζε πολύ καλά τις ικανότητες και τον πατριωτισμό του Σακελλαρίου, τον διατηρεί στην αρχηγία του Στόλου και πολύ σύντομα, που διέβλεπε ότι η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να πολεμήσει για την ακεραιότητα και την τιμή της, τοποθετεί το Σακελλαρίου Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού. Το 1941 πεθαίνει ο Μεταξάς. Ο Βασιλιάς διορίζει Πρωθυπουργό τον Αλέξανδρο Κορυζή, ο οποίος σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτοκτονεί και παίρνει τη θέση του ο Εμμανουήλ Τσουδερός, με Αντιπρόεδρο και Υπουργό των Ναυτικών τον Αλέξανδρο Σακελλαρίου μέχρι το 1943, οπότε συγκρούεται με τον Τσουδερό. Και για να μην ξεσπάσει κυβερνητική κρίση, ενώ ο πόλεμος μαινόταν, ο Βασιλιάς στέλλει τον Σακελλαρίου στην Αμερική με ειδική αποστολή. Επιστρέφει μετά την απελευθέρωση, προάγεται σε Αντιναύαρχο και αποστρατεύεται οικειοθελώς, για να πολιτευθεί με τα κόμματα των Φιλελευθέρων το 1946 και της ΕΠΕΚ του Νικόλαου Πλαστήρα το 1951, ο οποίος του αναθέτει το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Αφήνει κατά μέρος ο Μαύρος Καβαλάρης την ερήμην καταδίκη του σε θάνατο, από το Στρατοδικείο, του οποίου ο Σακελλαρίου ήταν πρόεδρος. Οποία μεγαλοψυχία του αγνού πατριώτη Πλαστήρα να θέσει το εθνικό συμφέρον πάνω από το προσωπικό.

Όταν ο Γρίβας πήρε την οριστική απόφαση να έρθει στην Κύπρο κι άρχισε να συγκεντρώνει οπλισμό για τις ανάγκες του Απελευθερωτικού Αγώνα, ένας από τους πρώτους που πλησίασε ο ίδιος και εμπιστεύτηκε το μεγάλο μυστικό του, ήταν και ο Ναύαρχος Σακελλαρίου. Εκτός από τους κοινούς εθνικούς αγώνες, που τους συνέδεαν κατά τη διάρκεια του πολέμου και της κατοχής, ήταν και οι δυο γνωστοί βασιλόφρονες. Επίσης, αρνήθηκαν να βοηθήσουν ενεργά τον Συναγερμό και ο Στρατάρχης ήταν πικραμένος μαζί τους, αν και έπαυσαν να αλληλοεκτιμούνται. Μόλις ο Ναύαρχος ενημερώθηκε από τον Γρίβα για τις προετοιμασίες του Απελευθερωτικού Αγώνα της Κύπρου, απάντησε «παρών» και υποσχέθηκε κάθε βοήθεια. Για τις επαφές του με τον Ναύαρχο και την ανεκτίμητη προσφορά του στον ενωτικό αγώνα της Κύπρου, ο Διγενής μίλησε πολλές φορές. Τόσο στ’ Απομνημονεύματά του, όσο και στο Ημερολόγιό του κάνει συχνές αναφορές για τις συναντήσεις τους και πλέκει το εγκώμιο του Ναυάρχου. Ιδιαίτερα τονίζει τις επίπονες προσπάθειές του στην εξεύρεση των κατάλληλων προσώπων για την αποστολή, με άκρα εχεμύθεια, όπλων και πυρομαχικών στην Κύπρο, κάτω από τα μάτια των Ελληνικών Αρχών Ασφαλείας και των πρακτόρων των Βρετανικών Μυστικών Υπηρεσιών, που όργωναν την Ελλάδα. Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου ήταν ο άνθρωπος που ανέλαβε το βάρος της ευθύνης όλων των αποστολών, σε στενή συνεργασία με τον Γρίβα, τους αδελφούς Σάββα και Σωκράτη Λοϊζίδη, τον Πλοίαρχο τότε και αργότερα Ναύαρχο του Λιμενικού Σώματος, τον φλογερό εθνικό αγωνιστή, ιδιοκτήτη των βενζινόπλοιων «Άγιος Γεώργιος και «Σειρήν» Καπετάν Ζήση και τον Ανδρέα Αζίνα. Ο τελευταίος ενεργούσε ως εντολοδόχος του Διγενή.

ΝΑΥΑΡΧΟΣ 2 16.10.PNG

Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου με τον τότε διάδοχο Παύλο επιθεωρούν τον Στόλο.

Η πρώτη συνάντηση Γρίβα - Σακελλαρίου

Για την πρώτη συνάντηση Γρίβα-Αζίνα-Σακελλαρίου, κατά την οποία λήφθηκε το οριστικό σχέδιο της αποστολής του πρώτου οπλισμού στην Κύπρο, γράφει ο Αντρέας Αζίνας στο βιβλίο του «50 Χρόνια σιωπής - Η Ώρα της Αλήθειας». «Μας δέχθηκε ο ίδιος στην πόρτα του σπιτιού του, οδός Ξενοκράτους 55, πίσω από την αμερικανική πρεσβεία, στην Αθήνα και μας οδήγησε στο γραφείο του. Τον γνώριζα από τις εφημερίδες, ψηλός, λεπτός. Με κοίταζε με ερευνητικό βλέμμα από πάνω μέχρι κάτω, με κάτι μούτρα τσίγκινα κι ένα διαπεραστικό βλέμμα, σαν να μετρούσε το μπόι μου. ‘‘Γιώργη’’, είπε στο Γρίβα, ‘‘έφερα χάρτες, για ελάτε να ρίξουμε μια ματιά’’. Μελετώντας τους χάρτες ο Αζίνας έβγαλε από την τσέπη του ένα σχεδιάγραμμα που είχε ετοιμάσει και άρχισε να εξηγεί. Μόλις τέλειωσε, είπε ο Ναύαρχος στον Γρίβα: ‘‘Γιώργη, είναι καλό το σχέδιο. Είναι τολμηρό, αλλά ασφαλές. Δεν βρίσκω καμιά δυσκολία. Αύριο πάρε τον καπετάνιο -ήταν ο Βαγγέλης Κουταλιανός- και στις 11 το πρωί να είστε εδώ για τελική συνάντηση’’. Σηκώθηκαν, ο Ναύαρχος έκανε το σταυρό του, τους κοίταξε και είπε στον Αζίνα: ‘‘Έκανες καλή κι έξυπνη δουλειά. Από τώρα γράφεις ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της πατρίδος’’. Μετά στράφηκε προς τον Γρίβα και του είπε: ‘‘Άντε, μπρε Γιώργη, η Παναγιά μαζί μας’’ και με κομμένη φωνή συνέχισε: ‘‘Παναγιά μου όλα να πάνε καλά’’. Πέρασε μια αστραπή στα μάτια του Γρίβα και είπε μόνο: ‘‘Θα τα βγάλουμε πέρα... θα το δεις. Γράφουμε όλοι μας ιστορία…’’».

Την επόμενη μέρα Αζίνας, Καπετάν Ζήσης και Πλοίαρχος Σταμπολής πήγαν στο σπίτι του Ναυάρχου για να συζητήσουν τις τελευταίες λεπτομέρειες της αποστολής. Κάθισαν αρκετή ώρα, πήραν όλες τις απαραίτητες οδηγίες του Ναυάρχου, πήραν από ένα αντίγραφο του ναυτικού χάρτη και έλυσαν όλες τις απορίες τους ο Καπετάν Ζήσης κι ο Πλοίαρχος Σταμπολής. Μετά ο Ναύαρχος στράφηκε προς τον Αζίνα, ο οποίος επανέλαβε ό,τι είχαν πει την προηγούμενη μέρα στην παρουσία του Γρίβα. Έφυγαν και οι τρεις, πανέτοιμοι για την επιχείρηση της πρώτης αποστολής οπλισμού στην Κύπρο, για τις ανάγκες του Ενωτικού Απελευθερωτικού της Αγώνα. Κι ο Ναύαρχος άρχισε να μελετά νέα σχέδια για τη συγκέντρωση και αποστολή στην Κύπρο νέου οπλισμού, σε στενή συνεργασία πάντοτε με τον Διγενή, που ετοιμαζόταν να κατέλθει στην Κύπρο, παρά τις επιφυλάξεις του Μακαρίου και την αντίθεση της Ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία, μ’ επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Τσάτσο και τον στρατηγό Βασίλη Βραχνό, απροκάλυπτα τασσόταν εναντίον κάθε κίνησης που αποσκοπούσε στη διεξαγωγή ένοπλου αγώνα στην Κύπρο και επηρέαζαν τον Πρωθυπουργό Στρατάρχη Παπάγο.

Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου γνώριζε τις παρασκηνιακές κινήσεις Τσάτσου - Βραχνού και την απειλή του δεύτερου στον Γρίβα, ότι θα τον συλλάμβανε, «αν εξακολουθούσε να ενοχλεί αξιωματικούς, ζητώντας οπλισμό για απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο». Η κυβέρνηση ανησυχούσε, διότι γνώριζε ότι οι Βρετανικές Μυστικές Υπηρεσίες είχαν αμολήσει σ’ όλη την Ελλάδα πράκτορες για τη συλλογή κάθε πληροφορίας που αφορούσε εκδηλώσεις του ελληνικού λαού υπέρ της Κύπρου. Χαρακτηριστικές ήταν οι συμβουλές του Ναυάρχου στον Αζίνα, προτού φύγει από το σπίτι του, όταν ετοιμάστηκαν τα τελικά σχέδια για την αποστολή του πρώτου οπλισμού στην Κύπρο. Του παρήγγειλε να φτιάξει μιαν αληθοφανή ιστορία, απλή, πιστευτή και σύντομη. Και, σε περίπτωση που θα συλληφθεί από τους Άγγλους, να την πει για να γλιτώσει. Του επισήμανε ιδιαίτερα να μην αλλάξει το νόημα της ιστορίας του, διότι οι Άγγλοι δεν θα έδιναν σημασία στις λεπτομέρειες, αλλά στην ουσία. Τους ήξερε καλά, διότι είχε συνεργαστεί μαζί τους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά του είπε: «Όταν θα κατέβεις στην Κύπρο πες στον Αρχιεπίσκοπο ότι τόσο εγώ, όσο και ο Γιώργης (ο Γρίβας) δεν τα ’χουμε καλά με τούτη την κυβέρνηση, αλλά να μην ανησυχεί...».

Βασιλικό διάγγελμα

Ο Ναύαρχος Σακελλαρίου είχε πολύ στενές σχέσεις με το βασιλικό ζεύγος της Ελλάδας και συχνά το φιλοξενούσε στο σπίτι του. Επανειλημμένα είχε συμβουλεύσει τον Βασιλιά Παύλο ν’ αντιμετωπίζει με συμπάθεια τους αγώνες της Κύπρου για ένωση με την Ελλάδα, επισημαίνοντάς του ότι είναι Βασιλιάς και των Ελλήνων της Κύπρου, άσχετα αν οι Βρετανοί κρατούν παράνομα το νησί και καταδυναστεύουν τους κατοίκους του. Και δεν ήταν τυχαίο το Διάγγελμα του Βασιλιά στις 20 Δεκεμβρίου του 1954, στο οποίο αναφερόταν στο αίτημα της Κύπρου για αυτοδιάθεση και την άρνηση των Βρετανών να το σεβαστούν .Το ιστορικό εκείνο Διάγγελμα, που ετοιμάστηκε με την έγκριση του Στρατάρχη Παπάγου, άρχιζε: «Αι συγκινήσεις τας οποίας διήλθομεν εξ αιτίας του Κυπριακού, συνετάραξαν τας καρδίας όλων μας. Οι αδελφοί μας Κύπριοι εζήτησαν την ελευθερίαν των. Εζήτησαν να κερδίσουν το δικαίωμα της αρχής της αυτοδιαθέσεως, διά την οποίαν διεξήχθησαν δυο μεγάλοι πόλεμοι και ήτις απετέλεσε την βάσιν του Χάρτου των Ηνωμένων Εθνών. Η Ελλάς ηναγκάσθη να φέρει το ζήτημα προς τον ΟΗΕ, ευρεθείσα προ αρνήσεως της Βρετανίας να συζητήσει το θέμα απ’ ευθείας μετά της Ελληνικής Κυβερνήσεως. Αι ελπίδες όμως προς άμεσον ικανοποίησιν του πανελληνίου πόθου δεν εύρον άμεσον ικανοποίησιν ενώ δικαιούμεθα...».

Το βασιλικό διάγγελμα ακολούθησε και δήλωση του Πρωθυπουργού Στρατάρχη Παπάγου, στην οποία τόνιζε: «Η πολιτική της Ελληνικής Κυβερνήσεως δεν πρόκειται να παρεκκλίνει καθόλου από την χαραχθείσαν γραμμήν. Διήλθομεν απλώς ένα σταθμόν. Θα συνεχίσωμεν τον αγώνα υπέρ της αυτοδιαθέσεως του Κυπριακού Λαού. Το ζήτημα θα επανέλθη εντονότερον και με μείζονας ελπίδας επιτυχίας εις την πρώτην προσεχή Σύνοδον της Γενικής Συνελεύσεως του ΟΗΕ με τη συμπαράστασιν ολοκλήρου του Έθνους. Επιθυμώ να τονίσω ότι τρέφομεν απόλυτον αισιοδοξίαν διά την ευτυχή λύσιν. Είναι αγών υπέρ του Δικαίου, το οποίον θα κατισχύσει παντός εμποδίου. Τίποτε δεν ημπορεί να κλονίσει την εμπιστοσύνην μας. Θα προχωρήσωμεν με βασίμους ελπίδας επί την νίκην».

Το βασιλικό Διάγγελμα και η δήλωση του Στρατάρχη τόνωσαν το ηθικό των πρωτοπόρων αγωνιστών του Κυπριακού Αγώνα και συνέχισαν αθέατοι τις προσπάθειές τους για την αποστολή οπλισμού στην Κύπρο. Ιδιαίτερα ο Ναύαρχος Σακελλαρίου συντόνιζε με περισσότερο πείσμα κάθε ενέργεια που είχε σχέση με την ασφαλή αποστολή του οπλισμού μέχρι το τέλος του Απελευθερωτικού Αγώνα. Η Κύπρος θα τον ευγνωμονεί αιώνια για την προσφορά του στον αγώνα της. Αιωνία η μνήμη του.