Ανησυχεί η σεισμική ύφεση στην Κύπρο
Σε ύφεση η σεισμική δραστηριότητα στη θαλάσσια και χερσαία περιοχή της Κύπρου - Ανησυχητικό το γεγονός για τους σεισμολόγους που παρακολουθούν τη σεισμική δραστηριότητα της περιοχής

Ο χορός των Ρίχτερ καλά κρατεί στον ελλαδικό χώρο, με την πιο πρόσφατη έντονη σεισμική δραστηριότητα να γίνεται αντιληπτή και στο νησί μας. Με αφορμή τον ισχυρό σεισμό μεγέθους 6,1 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ στα νοτιοανατολικά της Καρπάθου, ο οποίος έγινε αισθητός σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, η Ανώτερη Γεωλογική Λειτουργός του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης, Δρ Συλβάνα Πηλείδου, μίλησε στη «Σημερινή» για τη σεισμική δραστηριότητα στο νησί και εξήγησε για ποιους λόγους προκαλεί ανησυχία αυτή η «ύποπτη» ηρεμία των τελευταίων δύο δεκαετιών.
Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι
Η Δρ Συλβάνα Πηλείδου ανέφερε ότι ο ισχυρότερος μεγάλος σεισμός που καταγράφηκε στην Κύπρο κατά τις τελευταίες δεκαετίες ήταν το 1996 στη θαλάσσια περιοχή νοτιοδυτικά της Πάφου, μεγέθους 6,8 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ, ενώ πιο πρόσφατα είχαμε μεγάλους ζημιογόνους σεισμούς στην περιοχή Λεμεσού (1999 με μέγεθος 5,6) και Πάφου (2015 με μέγεθος 5,6).
«Δεν μπορούμε να κάνουμε πρόγνωση των σεισμών, ούτε να τους αποτρέψουμε, γι’ αυτό πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Οι τεκτονικές πλάκες κινούνται συνεχώς και συνεχώς συσσωρεύεται ελαστική ενέργεια στα πετρώματα σε μορφή παραμόρφωσής τους. Όταν ξεπεραστεί η αντοχή τους, σπάζουν και δίνουν σεισμούς. Είναι μια συνεχής διεργασία, απλώς δεν γνωρίζουμε πότε το κάθε ρήγμα έχει φτάσει σε τέτοιο επίπεδο ωριμότητας, ώστε να δώσει ένα σεισμό».
Επηρεάζεται η Κύπρος από γειτονική σεισμική δραστηριότητα
Η Δρ Πηλείδου ανέφερε ότι η πρόσφατη σεισμική δόνηση έγινε αισθητή σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο και ειδικά για την Κύπρο σε Πάφο, Λεμεσό και Λευκωσία, παρά στα ανατολικά του νησιού. «Σε σχέση μάλιστα με τις προηγούμενες δονήσεις στον ελλαδικό χώρο, η εστία του σεισμού ήταν πιο κοντά στην Κύπρο και το μέγεθός του αρκετά μεγάλο για να γίνει αισθητή σε όλη την Κύπρο, ειδικά από πολίτες που βρίσκονταν σε ψηλά κτήρια ή σε κατάσταση ηρεμίας.
»Το εστιακό βάθος ήταν αρκετά μεγάλο ώστε να μην έχει υψηλή ένταση ούτε στην Ελλάδα και να μην προκαλέσει ζημιές. Το μεγάλο εστιακό βάθος σχετίζεται όμως και με τη γεωγραφική έκταση της αισθητότητας και γι' αυτό έγινε αισθητός, ελαφρά μεν, αλλά σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο».
Η Δρ Πηλείδου ανέφερε ότι ο κυπριακός χώρος είναι αλληλένδετος, αφού έχει παρόμοιο τεκτονικό περιβάλλον. «Το επίπεδο δραστηριότητας όμως στον χώρο μας ήταν και παραμένει σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτό της Ελλάδας. Εμείς εδώ δεν έχουμε παρατηρήσει κάποια σημαντική αλλαγή κατά τους τελευταίους μήνες, αλλά μεγάλοι σεισμοί σημειώνονται και στον χώρο μας με μεγαλύτερες όμως περιόδους επανάληψης. Ενώ στον χώρο της Ελλάδας έχουμε ένα σεισμό μεγέθους 6,0 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ σε ετήσια βάση, στην Κύπρο τέτοιας τάξης μεγέθους σεισμούς έχουμε κάθε δέκα-δεκαπέντε χρόνια».
Η Κύπρος «τρέμει» κάθε δύο χρόνια
Η πρόβλεψη είναι ανέφικτη, ωστόσο η ύπαρξη σεισμικής δραστηριότητας είναι δεδομένη. Στατιστικά οι περίοδοι επανάληψης τοπικών σεισμών στον χώρο μας αναμένεται να είναι οι εξής: ≥7,0 ρίχτερ κάθε 150 χρόνια, ≥6,5 κάθε 50 χρόνια, ≥6,0 κάθε 15 χρόνια, ≥5,5 κάθε 5 χρόνια και ≥5,0 κάθε 2 χρόνια.
Σύμφωνα με την Δρα Πηλείδου, «η γη δεν εκδηλώνει γεωλογικά φαινόμενα με σταθερούς ρυθμούς, γι’ αυτό και τα στατιστικά δεδομένα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να θεωρούνται κανόνας. Δεν μας δίνουν τίποτα περισσότερο από το επίπεδο σεισμικότητας του χώρου μας κατά μέσον όρο. Να μην ξεχνούμε ότι κατά το 1995-1999, δηλαδή εντός μιας πενταετίας, είχαμε μια σειρά από τρεις πολύ ισχυρούς σεισμούς στην Κύπρο».
Εδώ να αναφέρω επίσης ότι το σεισμολογικό μας δίκτυο καταγράφει περίπου 2.000 σεισμούς κάθε χρόνο, από τους οποίους οι 800 περίπου είναι τοπικοί και οι υπόλοιποι περιφερειακοί και μακρινοί. Έχουμε δηλαδή κατά μέσον όρο 2-3 τοπικούς σεισμούς καθημερινά, από τους οποίους ένα πολύ μικρό ποσοστό γίνονται αισθητοί (λιγότεροι από 10 κάθε χρόνο) (http://www.gsd-seismology.org.cy).
Καμία πρόγνωση
Η πρόγνωση σεισμών δεν είναι εφικτή σήμερα με άμεσα ωφέλιμο τρόπο για την κοινωνία, δηλαδή δεν μας δίνει με ακρίβεια τον χρόνο, επίκεντρο και μέγεθος σεισμού πριν από την εκδήλωσή του έτσι ώστε να εκκενωθούν από τους κατοίκους οι επηρεαζόμενες περιοχές και να ληφθούν άλλα μέτρα προστασίας.
Προσπάθειες όμως γίνονται για πρόγνωση σεισμών με τη μελέτη πρόδρομων φαινομένων (όπως είναι τοπικές μικρο-ανωμαλίες του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου της Γης, τοπική μεταβολή της ειδικής ηλεκτρικής αντίστασης των πετρωμάτων, ανύψωση/καθίζηση του εδάφους, μεταβολές στη στάθμη και θερμοκρασία ή χημική αλλοίωση των υπογείων υδάτων, απελευθέρωση ραδονίου κ.λπ). Προσπάθειες γίνονται επίσης και μέσω θεωριών όπως αυτής των «σεισμικών κενών» και της «θεωρίας ντόμινο». Δυστυχώς, όμως, όπως εξήγησε η Ανώτερη Λειτουργός Γεωλογικής Επισκόπησης, οι προσεγγίσεις αυτές μπορούν μεν να δώσουν μια εκτίμηση για το επίκεντρο και μέγεθος του προβλεπόμενου σεισμού, αλλά όχι για τον χρόνο γένεσής του.
Ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης μεγάλου σεισμού
Το κράτος έχει προνοήσει με σχετικό ειδικό σχέδιο αντιμετώπισης μεγάλου σεισμού (Ειδικό Σχέδιο «Εγκέλαδος» της Πολιτικής Άμυνας στο πλαίσιο του Βασικού Εθνικού Σχεδίου «ΖΗΝΩΝ», που αποτελεί το γενικό σχέδιο της Δημοκρατίας για αντιμετώπιση και χειρισμό καταστάσεων κρίσεως μεγάλης κλίμακας από φυσικές ή ανθρωπογενείς καταστροφές σε περιόδους ειρήνης στην επικράτεια της Δημοκρατίας), στο πλαίσιο του οποίου γίνονται συστηματικά ασκήσεις.
Επίσης οι κώδικες αντισεισμικού σχεδιασμού, που εφαρμόζονται στη χώρα μας από το 1994 και μετά, είναι γενικά αποδεκτό ότι διασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό την προστασία των νέων οικοδομών.
Πώς κρίνεται η επικινδυνότητα του σεισμού;
Το μέγεθος του σεισμού αντιπροσωπεύει την ενέργεια που απελευθερώνεται από την εστία του σεισμού, είναι μοναδικό για κάθε σεισμό και δεν εξαρτάται από το σημείο παρατήρησής του.
Η ένταση του σεισμού εκφράζει τον βαθμό στον οποίο ο σεισμός γίνεται αντιληπτός από τον άνθρωπο και το περιβάλλον - φυσικό ή δομημένο – και εξαρτάται από το σημείο παρατήρησής του, είναι δηλαδή διαφορετική σε κάθε περιοχή για δεδομένο σεισμό.
Έτσι η επικινδυνότητά του, σύμφωνα με τη Δρα Πηλείδου, εξαρτάται, μεταξύ άλλων, «από το μέγεθός του, το σημείο παρατήρησης του σεισμού σε σχέση με τη θέση της εστίας του (επίκεντρο και βάθος) και έχει άμεση σχέση με τα χαρακτηριστικά του εδάφους στο σημείο παρατήρησης. Σημαντικό ρόλο παίζει και η γεωμετρία ακτινοβολίας της ενέργειας από την εστία του σεισμού, η οποία είναι πάντα ασύμμετρη.
»Γενικά ένας σεισμός είναι πιο επικίνδυνος όσο πιο μεγάλο μέγεθος έχει και όσο πιο επιφανειακός είναι και σε περιοχές όσο πιο κοντά στο επίκεντρο βρίσκονται. Οι εδαφικές συνθήκες επίσης έχουν μεγάλο ρόλο στην καταστροφικότητα ενός σεισμού. Ένας σεισμός γίνεται πιο έντονα αισθητός σε χαλαρά πετρώματα παρά σε σκληρά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο σεισμός στον θαλάσσιο χώρο του Μεξικού το 1985, μεγέθους 8.1. Επέφερε εκτεταμένες καταστροφές στην πόλη του Μεξικού, 400km μακριά από την εστία, λόγω του μαλακού, αργιλικού υπεδάφους του, και σχεδόν καθόλου βλάβες σε άλλες πιο κοντινές περιοχές στο επίκεντρο».
Ο πιο σημαντικός παράγοντας λοιπόν όσον αφορά την καταστροφικότητα ενός σεισμού δεν είναι το μέγεθός του αλλά η έντασή του. Για παράδειγμα, ο πρόσφατος σεισμός στον οποίο αναφερόμαστε σήμερα είχε μεγάλο μέγεθος (6.1) αλλά χαμηλή ένταση σε Κύπρο και Ελλάδα λόγω της μεγάλης επικεντρικής του απόστασης από τις κατοικημένες περιοχές.
(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 24/10/2021)