Εκλογικού συστήματος, αποτύπωμα πολιτικής κουλτούρας

Το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο επικαλούνται υπερψηφίζοντάς το εν Ελλάδι ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες, παραπέμπει στην απεικόνιση του εκλογικού αποτελέσματος στο κοινοβούλιο και την εκτελεστική εξουσία, δηλαδή στην επακριβή συμμετοχή του εκλογικού σώματος στις αναλογίες της κατά ταύτα πολιτικής εκπροσώπησης.

Το πρόβλημα που αναφύεται παραπέμπει συνήθως σε περιπτώσεις, όπου η αναλογία δημιουργεί ζήτημα κυβερνησιμότητας, δηλαδή δυσχέρειας εκπροσώπησης στο κοινοβούλιο και εν προκειμένω συγκρότησης βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος.

Το σύστημα της απλής αναλογικής, που συνιστά expressis verbis την πεμπτουσία της δημοκρατίας, προϋποθέτει πέρα από ισχυρό κράτος και θεσμούς, που στηρίζουν τη βιωσιμότητα της δημοκρατικής δομής και του πολιτικού συστήματος, την a priori κουλτούρα συνεργασιών και πολιτικών συμπράξεων και την ισχυρή κατά ταύτα συνείδηση ενός εθνικού συμφέροντος ως αφετηριακή διάσταση της πορείας του κράτους, του λαού και του πολιτικού συστήματος εν γένει.

Συναφώς και αναφορικά προς την απλή αναλογική, εστιάζοντας στο κλασικό παράδειγμα της γερμανικής περίπτωσης, όπως εκδηλώνεται και στη σημερινή της διάσταση, που παραπέμπει σε ένα εσχάτως συνομολογούμενο διακομματικό συνεργατικό σχήμα, διαπιστώνεται η μακράς διαδρομής εμπεδωμένη κουλτούρα διακομματικών συνεργασιών, που απηχούν κατά ταύτα μια βαθιά ριζωμένη συναινετική αντίληψη του κοινωνικού συνόλου σε όλες του τις διαστάσεις.

Η κατά τα ανωτέρω προσέγγιση μιας πολιτικής κουλτούρας οιονεί προσανατολισμένης στο κατά ταύτα γερμανικό εθνικό συμφέρον έχει την αφετηρία της στην εκκίνηση της γερμανικής ενοποίησης υπό τον Ότο Φον Μπίσμαρκ, όπου γεννάται ή αναγεννάται το γερμανικό έθνος, σφυρηλατείται δε εν προκειμένω η γερμανική εθνική ταυτότητα, η οποία ακολούθως ενισχύθηκε τα μάλα στους δυο Παγκοσμίους Πολέμους του 20ού αιώνα, γνωστού όντος πως η παράσταση ενός εθνικού κινδύνου ή εχθρού ενδυναμώνει την εθνική ταυτότητα του υποκειμένου.

Από την άλλη, το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν διακρίνεται για μια παραδοσιακή διάσταση υποστήριξης σχημάτων συνεργασίας, παραπέμπει σε μια παράδοση μονοκομματικής κυβερνητικής εξουσίας, ακριβώς γιατί οι συνεργασίες πολλές φορές οδηγήθηκαν σε ρήξεις και αποτυχία του εγχειρήματος. Οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις δεν εμφορούνται από την αντίληψη ή τη θέληση και την ικανότητα να συνεργάζονται διακομματικά και πολιτικά, αλλά διεκδικούν την εξουσία κατά μόνας.

Το ελληνικό παράδειγμα πολιτικής κουλτούρας, σε αντιπαραβολή με το γερμανικό, λειτουργεί ως αντανάκλαση ενός ατομικιστικού κοινωνικού προσανατολισμού, όπου συνήθως οι νίκες κατοχυρώνονται στο επίπεδο της ατομικής διαδρομής, πράγμα που αντανακλά εν τέλει και στο σύνολο. Η ρίζα του φαινομένου αυτού ανάγεται, όχι μόνο στα χρόνια της τουρκοκρατίας, αλλά και στους διανοητές του Ελληνισμού στην καθ’ ημάς ανατολή και την Ευρώπη, οι οποίοι κατά μόνας και διάσπαρτοι εξέπεμπαν το μήνυμα της διατήρησης της ελληνικότητας.

Η Γερμανία, αντιθέτως, παραδοσιακά εκκινεί από τη λειτουργία του συνόλου, καταλήγοντας εν τέλει στην ικανοποίηση των προσδοκιών και αιτημάτων του ατόμου.

Επανερχόμενοι κατά ταύτα στα εν προκειμένω εκλογικά συστήματα, σημειώνουμε πως η απλή αναλογική, όσες φορές επιχειρήθηκε να δοκιμαστεί στην Ελλάδα, οδήγησε σε ακυβερνησία και κρατική δυσλειτουργία, ακριβώς γιατί οι πολιτικές δυνάμεις δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν τη συνεργατική πολιτική διάσταση της εξουσίας, υπερβαίνοντας εν προκειμένω το υφιστάμενο κομματικό συμφέρον και προσωπικές επιδιώξεις. Συναφώς, το ελληνικό κράτος υφίσταται και λειτουργεί τότε μόνο όταν υπάρχει κυβέρνηση, αδυνατώντας να λειτουργήσει απρόσκοπτα μέσα από τη θεσμική διάρθρωση των εξουσιών.

Καθίσταται εν κατακλείδι σαφές ότι η πολιτική κουλτούρα συνυφαίνεται προς την απεικόνιση της πολιτικής συμπεριφοράς ενός λαού, όπερ και καθορίζει την επιτυχία ή μη ενός εκλογικού και εν γένει πολιτικά δρώντος, πράγμα που αναδεικνύει το γεγονός πως στην ελληνική περίπτωση η εφαρμογή της απλής αναλογικής θα οδηγούσε αφεύκτως σε κυβερνητικά αδιέξοδα με πιθανές επιπτώσεις στην πορεία της χώρας και την κατά ταύτα αντιμετώπιση εξωτερικών κινδύνων και εσωτερικών προβλημάτων.