Διεθνή

Οι «μοναχικοί λύκοι» τρομοκρατούν την Ευρώπη

Τέτοιες επιθέσεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν, επειδή πραγματοποιούνται χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση και με ελάχιστη υλικοτεχνική προετοιμασία, αφού τις περισσότερες φορές γίνονται με «κοινά όπλα», όπως μαχαίρια

Η δολοφονία του Βρετανού βουλευτή Ντέιβιντ Έιμες και η επίθεση με τόξο, που στοίχισε τη ζωή σε πέντε ανθρώπους στη Νορβηγία δύο ημέρες νωρίτερα, ήταν μια υπενθύμιση ότι οι εξτρεμιστικές επιθέσεις δεν είναι ένα παροδικό φαινόμενο, αλλά μια ακατάπαυστη μάχη χωρίς περιθώρια εφησυχασμού. Παρόλο που δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τα τρομοκρατικά κτυπήματα στο Παρίσι (2015) και στο Μάντσεστερ (2017), δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι η εξτρεμιστική απειλή είχε μειωθεί. Μπορεί η γεωγραφική συντριβή του «Ισλαμικού Κράτους» να μείωσε την ικανότητά του να εξαπολύει συντονισμένες επιθέσεις κατά των δυτικών κρατών, εντούτοις η ριζοσπαστικοποίηση συνεχίζεται με άλλα μέσα και δημιουργεί τους λεγόμενους «μοναχικούς λύκους». Τα άτομα αυτά, απρόβλεπτα και χωρίς πολλή οργάνωση που να τους προδίδει, δημιουργούν «πονοκέφαλο» στις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις πιάνονται εξαπίνης και επεμβαίνουν μετά το κτύπημα. Την ίδια ώρα υπό αμφισβήτηση τίθενται τα προγράμματα των κυβερνήσεων για την αποτροπή της ριζοσπαστικοποίησης, των οποίων τα αποτελέσματα, όπως διεφάνη στην περίπτωση της Βρετανίας, δεν είναι εύκολο να υπολογιστούν.

Το φαινόμενο των «μοναχικών λύκων»

Οι πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις στη Νορβηγία και στη Μεγάλη Βρετανία αναδεικνύουν γι’ ακόμα μια φορά τις συνεχιζόμενες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κυβερνήσεις απέναντι στους «μοναχικούς λύκους» και στα «απρόβλεπτά» τους κτυπήματα.

Οι προσπάθειες αποτροπής των τρομοκρατικών επιθέσεων τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει πιο σύνθετες, καθώς οι ισλαμιστές εξτρεμιστές συνήθως ριζοσπαστικοποιούνται μέσω διαδικτύου, αντί να παίρνουν διαταγές ή να γίνεται σχεδιασμός από κάποιο συγκεκριμένο κέντρο. Ίσως το πιο τρανταχτό παράδειγμα ενός τέτοιου είδους κτυπήματος ήταν η βομβιστική επίθεση αυτοκτονίας στο «Μάντσεστερ Αρένα» έπειτα από συναυλία της Αριάνα Γκράντε, το 2017.

Μόνο πέρσι, η βρετανική υπηρεσία Πληροφοριών MI5 είχε στο μικροσκόπιό της πάνω από 3.000 εξτρεμιστές σε 600 διαφορετικές υποθέσεις. Εντούτοις εκτιμά ότι υπάρχουν περίπου 40.000 άνθρωποι, οι οποίοι δεν θεωρούνται άμεσος κίνδυνος, αλλά θα μπορούσαν δυνητικά να εξελιχθούν σε τρομοκράτες. Πολλοί από αυτούς μάλιστα δεν βρίσκονται στο έδαφος του Ηνωμένου Βασιλείου.

Τον Σεπτέμβριο, ο επικεφαλής της MI5 υποστήριξε ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια είχαν αποτραπεί 31 τρομοκρατικά κτυπήματα στη βρετανική επικράτεια, τα οποία βρίσκονταν στο τελικό τους στάδιο. Κατόπιν μιας σειράς μικρότερης έκτασης τρομοκρατικών επιθέσεων, κυρίως από άτομα που είχαν αποφυλακιστεί, το Ηνωμένο Βασίλειο αυστηροποίησε τη νομοθεσία της πρόωρης αποφυλάκισης ατόμων που είχαν καταδικαστεί για τρομοκρατικά αδικήματα.

Ειδικοί εξηγούν ότι τέτοιες επιθέσεις είναι δύσκολο να προβλεφθούν, επειδή πραγματοποιούνται χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση και με ελάχιστη υλικοτεχνική προετοιμασία, αφού τις περισσότερες φορές γίνονται με «κοινά όπλα», όπως μαχαίρια.

Από την Ε.Ε. στη Βρετανία;

Ο Nick Aldworth, πρώην επικεφαλής της Βρετανικής Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, προειδοποίησε ότι οι Αρχές της χώρας θα αντιμετωπίσουν τεράστιες προκλήσεις στον έγκαιρο εντοπισμό και στην αποτροπή τρομοκρατικών κτυπημάτων από τους «μοναχικούς λύκους».

Σύμφωνα με τον Aldworth, η χώρα αντιμετωπίζει παρόμοια κατάσταση με το 2016-2017, με ένα δειλά αναπτυσσόμενο κύμα τρομοκρατίας να κινείται από την Ευρώπη προς το Ηνωμένο Βασίλειο. Επίσης, στέκεται επικριτικός απέναντι στην Κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον επειδή δεν άλλαξε το επίπεδο κινδύνου για τρομοκρατικά κτυπήματα μετά τη δολοφονία του συντηρητικού βουλευτή Ντέιβιντ Έιμες, υπογραμμίζοντας ότι έπρεπε να είχε αλλάξει εδώ και μήνες.

Υποστηρίζει ότι οι «μοναχικοί λύκοι» έχουν γίνει η νέα νόρμα της τρομοκρατίας, έχοντας ριζοσπαστικοποιηθεί διαδικτυακά, ειδικά όταν έμεναν στο σπίτι την περίοδο του lockdown, και τώρα είναι έτοιμοι να κάνουν πράξη τα σχέδιά τους.

Ο Aldworth υποστηρίζει ότι «ζούμε σε μια δημοκρατική κοινωνία, δεν ζούμε σε ένα καθεστώς επιτήρησης, όπου οι Αρχές μπορούν, χωρίς κανένα λόγο, να έχουν πρόσβαση στο τηλέφωνό μας ή να παρακολουθούν τη χρήση του διαδικτύου μας». Γι’ αυτό είναι μεγάλη πρόκληση και χρειάζονται τεράστιοι πόροι για τις αντιτρομοκρατικές υπηρεσίες.

Για τον 25χρονο δράστη της δολοφονίας του Έιμες, εξηγεί ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να θεωρηθεί υψηλού κινδύνου άτομο, παρόλο που βρισκόταν στο πρόγραμμα «Prevent», το οποίο στόχο έχει να αποτρέψει τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτό από το να υποστηρίζουν ή να συμμετέχουν σε τρομοκρατικές οργανώσεις. Μάλιστα στα βρετανικά ΜΜΕ υπήρχαν αναφορές από άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα, τα οποία εκτιμούν ότι ο 25χρονος αποφάσισε να επιτεθεί στον Έιμες επειδή κατάφερε να κλείσει μαζί του συνάντηση. «Ήταν άτυχος. Δεν στοχοποιήθηκε εξαιτίας του κόμματός του. Ο Ντέιβιντ Έιμες δεν στοχοποιήθηκε συγκεκριμένα».

Η επανάληψη της ιστορίας που δεν έγινε

Το τρομοκρατικό κτύπημα στη Βρετανία ξύπνησε μνήμες από τη δολοφονία της Τζο Κοξ, βουλευτή του αντιπολιτευόμενου Εργατικού Κόμματος, πριν από περίπου πέντε χρόνια. Εντούτοις, αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα δύο περιστατικά είναι εντελώς διαφορετικά, αφού δεν υπάρχει καμιά σχέση μεταξύ των πολιτικών διαφωνιών και του ισλαμιστικού εξτρεμισμού.

Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι οι πολιτικοί αποτελούν σημαντικό στόχο για τους τρομοκράτες, ασχέτως των επιδόσεών τους στην άσκηση πολιτικής. Ένας από τους λόγους που δημιουργείται αυτή η «σύγχυση», κυρίως από τους ίδιους τους πολιτικούς, είναι διότι έπειτα από τέτοια περιστατικά συνειδητοποιούν πόσο εκτεθειμένοι είναι. Ακόμα και εάν υπάρχουν μέτρα προστασίας στο σπίτι τους ή στο γραφείου τους, γνωρίζουν ότι όταν βγαίνουν περιοδείες έξω στον κόσμο, μπορεί να αποτελέσουν στόχο επίθεσης.

Σημειώνεται ότι από το 2016 έχουν αποτραπεί αρκετές επιθέσεις εναντίον πολιτικών στη Βρετανία. Το πιο συχνό ίσως φαινόμενο είναι οι τακτικές απειλές κατά της ζωής τους που δέχονται οι βουλευτές, οι οποίες πλέον έχουν γίνει «φυσιολογικές», στον βαθμό που πολλοί παραπονιούνται ότι οι αστυνομικές δυνάμεις δεν τις λαμβάνουν σοβαρά υπόψη. Έτσι η διασύνδεση των δύο περιστατικών από τον πολιτικό κόσμο μπορεί να αναζητηθεί και στον παράγοντα της συναισθηματικής φόρτισης.

Το πρόβλημα στην περίπτωση της Βρετανίας είναι ότι είναι ευκολότερο να προσδιοριστεί η τρομοκρατία από τις απειλές και τις ύβρεις που δέχονται πολιτικοί διαδικτυακά. Μάλιστα, παρατηρήθηκε ότι, μετά το τρομοκρατικό κτύπημα, η συζήτηση στράφηκε στην ενίσχυση του πλαισίου που διέπει το διαδίκτυο και την ασφάλειά του. Αυτή η κατεύθυνση όμως τους απομακρύνει από τον στόχο για αντιμετώπιση του πραγματικού προβλήματος της τρομοκρατίας.

Το «Prevent» που δεν απέτρεψε το κτύπημα

Αναπόφευκτα η συζήτηση στράφηκε στην αντιτρομοκρατική πολιτική της Βρετανίας και στην ικανότητά της να αποτρέψει τέτοιες ενέργειες. Ειδικότερα, η αναφορά ότι ο 25χρονος δράστης είχε ενταχθεί στο πρόγραμμα «Prevent» αλλά δεν βρισκόταν υπό παρακολούθηση προκάλεσε σημαντικά ερωτήματα.

Με το εν λόγω πρόγραμμα η ελπίδα είναι ότι η έγκαιρη παρέμβαση θα βοηθήσει στην αποτροπή των τρομοκρατικών επιθέσεων. Αλλά το πρόγραμμα, το οποίο σχεδιάστηκε τα χρόνια μετά τις επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, δέχθηκε επικρίσεις κυρίως επειδή στοχοποιεί τους μουσουλμάνους.

Σύμφωνα με αναλυτές, η αποτελεσματικότητα τέτοιων προγραμμάτων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί, αφού οι αποτυχίες του είναι δημοσιεύσιμες, ενώ οι επιτυχίες του είναι σχεδόν αδύνατον να υπολογιστούν. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το «Prevent» θα μπορούσε να ήταν καλύτερο, εάν έπεφτε το βάρος στην απόκτηση δεσμών εμπιστοσύνης με τις κοινότητες και την ενθάρρυνση των πολιτών να συμμετέχουν στο πρόγραμμα.

Ακόμα ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι το «Prevent» εκλαμβάνεται ως ένα αστυνομικό πρόγραμμα. Αυτή η διασύνδεση αποτρέπει τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους να «καταδώσουν» τον δικό τους άνθρωπο, ακόμα και εάν ανησυχούν ότι ακολουθεί τον δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης. Γι’ αυτό ειδικοί υποστηρίζουν ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να ενθαρρύνει πολύ περισσότερο τη συνεργασία μεταξύ της Αστυνομίας, των κοινοτικών ομάδων, των σχολείων και των υγειονομικών υπηρεσιών για να διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών και την αποτελεσματική παρέμβαση.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 24/10/2021)