Ελληνική αποτροπή στην ελληνογαλλική συμφωνία

Η πρόσφατη συμφωνία Παρισίων - Αθηνών για την προμήθεια φρεγατών για το ελληνικό πολεμικό ναυτικό και η συνακόλουθη ελληνογαλλική σύμπραξη αμυντικής συνδρομής συνιστά σταθμό, όχι μόνο στις σχέσεις των δύο χωρών και στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής ασφάλειας, αλλά και στην ενδυνάμωση της ελληνικής αποτρεπτικής ισχύος. Αυτό αφενός παραπέμπει στο γεγονός ότι η Γαλλία είναι μία από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ούσα και πυρηνική δύναμη, που αποπνέει παραδοσιακά στρατιωτική ισχύ και είναι σε θέση να στηρίξει κατά τρόπο αξιόπιστο συμφωνίες, που αναφέρονται σε παρεμβατική ικανότητα υποστήριξης συμμαχικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα.

Επομένως και αφετέρου, το κλειδί σε αυτήν τη διαδικασία εστιάζεται στην αποτροπή που εκπέμπει η συμφωνία αυτή καθαυτή, καθώς και στην expressis verbis προβαλλόμενη θέληση των μερών να την εφαρμόσουν. Υπογραμμίζεται κατά ταύτα ότι γνωστού όντως πως κυρίαρχο στοιχείο της αποτροπής αποτελεί η εκπεφρασμένη πολιτική βούληση πραγμάτωσής της, η κατά τα ανωτέρω συμφωνία διεκπεραιώνεται επιτυχώς διά της επί του πεδίου κατά τα προσδοκώμενα εφαρμογής της.

Είναι πρόδηλον πως η Αθήνα, διά της κατά ταύτα συνομολόγησης με τον γαλλικό παράγοντα αναβαθμίζεται ούτως ή άλλως γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά στην ευρύτερη νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου και όχι μόνο, σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς ανταγωνισμοί ενισχύονται, αλλά και πολλαπλασιάζονται με τη συμμετοχή τρίτων δυνάμεων, που εκδηλώνουν μια εν τοις πράγμασι βούληση ενεργού παρουσίας, στοχεύουσα στην κατά ταύτα κάλυψη εμφανιζομένων κενών εξουσίας.

Η εν προκειμένω συμφωνία στην αναμενόμενη εφαρμογή της, δεν εγγυάται μόνο την ελληνική πολιτική ασφάλειας στο Αιγαίο, αλλά επιτρέπει στην Αθήνα να λειτουργήσει ως προγεφύρωμα ενεργού παρουσίας στην εγγύς και ευρύτερη Μέση Ανατολή. Τούτο δε μπορεί να επέλθει τότε και μόνο, εφόσον η διάσταση αυτή συνιστά μέρος της ελληνικής στρατηγικής, της Κύπρου αυτονοήτως συμπεριλαμβανομένης.

Ως προς τις αντιδράσεις του εξ ανατολών γείτονος, οι οποίες σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό πρέπει να αναμένονται σε σχέση με την ενόχληση, που προδήλως προκαλεί η ελληνογαλλική σύμπραξη, θα πρέπει κανείς να αναμένει πως η Άγκυρα, υπολογίζοντας την αξιοπιστία του γαλλικού παράγοντα στη διεθνή πολιτική, θα είναι εξαιρετικά προσεχτική ως προς την επί του πεδίου διερεύνηση του πλαισίου εφαρμογής της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας, ίσως όμως θελήσει να πλήξει ελληνικά συμφέροντα στον αδύναμο κρίκο της ελληνικής στρατηγικής, που είναι η Κύπρος και το κυπριακό πρόβλημα.

Συναφώς, θα συνιστούσε κέρδος στο πλαίσιο της κατά ταύτα ελληνογαλλικής συνομολόγησης η συμπερίληψη της Κυπριακής Δημοκρατίας σε ένα επόμενο στάδιο περαιτέρω εμβάθυνσης, διεύρυνσης και μετεξέλιξής της. Η συνεισφορά εν προκειμένω προς την κυπριακή υπόθεση και την ενίσχυση της κυπριακής κρατικής οντότητας, καθώς και της παρουσίας της στη διεθνή πολιτική, θα ήταν κατά τα ανωτέρω, ουσιαστική και εξαιρετικά εποικοδομητική.

Η Γαλλία εν προκειμένω, κινούμενη στην αντίληψη της μεγάλης ευρωπαϊκής δύναμης, ισχυροποιώντας διά της κατά τα ανωτέρω συμφωνίας την παρουσία της στη στρατηγικής υπεραξίας νοτιοανατολική λεκάνη της Μεσογείου, ενδυναμώνεται διεθνώς, εμπεδώνοντας ταυτόχρονα την παράσταση μιας ηγετικής παρουσίας στον ρευστό και οιονεί διαμορφούμενο σε θέματα ασφάλειας και άμυνας ευρωπαϊκό χώρο.

Κατά τα ανωτέρω και εν κατακλείδι, υποχρεούται κανείς να τελεί εν αναμονή της επί του πεδίου ανάπτυξης και επικαιροποιημένης εφαρμογής της κατά ταύτα συμφωνίας, έτσι ώστε να μπορέσει να εξάγει τα προς τούτο αναγκαία συμπεράσματα ως προς τη φύση και το μέγεθος του κέρδους μιας a priori θεωρούμενης ως ούτως ή άλλως εξαιρετικά ωφέλιμης πολιτικής στρατηγικού επιπέδου σύμπραξης.