Στης Φλάνδρας τους Αγρούς: κι η Παγίδα του Πολέμου

Η αιματόχροη παπαρούνα, τιμώντας την Ημέρα της Ανακωχής, 11 Νοεμβρίου 1918: ενδεκάτη ώρα, ενδεκάτης ημέρας, ενδεκάτου μηνός

«Από χέρια που λυγίζουνε σε σας την δάδα

μας πετούμε: δική σας πια, ψηλά να την κρατάτε.

Κι αν την πίστη δεν βαστήξτε εμάς που πέφτουμε

Ύπνος δεν θα μας βρει, κι ας είμαστε εδώ σπαρμένοι

παπαρούνες που φυτρώνουνε στης Φλάνδρας τους αγρούς...»

«To you from failing hands we throw

The torch; be yours to hold it high.

If ye break faith with us who die

We shall not sleep, though poppies grow

In Flanders fields».

Το ποίημα που καθιέρωσε σαν σύμβολο της σφαγής των νέων στης Φλάνδρας τα πεδία γράφτηκε από τον Καναδό γιατρό Αντισυνταγματάρχη John McCrae. Στο ποίημα, ο McCrae γράφει από την οπτική γωνία των εκατομμυρίων πεσόντων στρατιωτών. Δημοσιευμένο το 1915, το ποίημα ενέπνευσε την εικόνα της αιματόχροης παπαρούνας ως σύμβολο μνήμης για την ανώφελη των νέων της Ευρώπης την Σφαγή.

«Μήκων δ' ως ετέρωσε κάρην βάλεν». Αφ’ Ομήρου και τούτο, η παπαρούνα σαν σύμβολο των νεαρών νεκρών, γερμένων ανθών στο λεπίδι του πολέμου. Η ποίηση που έχουμε, στα χρόνια δρέψει. Θυμούμαι, πότε, βαρυνθείς την κεφαλήν υπό του καύματος, μετά το πολύωρο πρωινό μου διάβασμα στην κοίτη του ποταμού, υπό τους ευκαλύπτους, θρόισμα ανεπαίσθητο της μνήμης μας εδρόσισεν, από τον γλυκύ μας Όμηρο (Ιλιάς Θ 306-8), τους σημαντικούς της αιματόχροης παπαρούνας, σαν τον θάνατο του στρατιώτη που από τότε ανακαλεί τους στίχους:

Μήκων δ' ως ετέρωσε κάρη βάλεν, ή τ' ενί κήπω,

καρπώ βριθομένη, νοτίησιν τε ειαρινήσιν,

ώς δ' ετέρωσ' ήμυσε κάρη πήληκι βαρυνθέν...

Κι ως γέρνει δίπλα το κεφάλι της στον κήπο η παπαρούνα, στην ανοιξιάτικη δροσιά ή του νοτιά τ' αγέρι, έτσι σε μια μερηά το κράνος του έγειρε την βαρημένη κεφαλή... (Θ 306-8)

Και στην όμορφη μετάφραση του Chapman:

«Αnd as a crimson poppy-flower, surcharged with seed,

and vernal humours falling thick, declines its heavy brow,

so, one side, his helmet weight his fainting head did bow...»

Νήδυμος ύπνος, με τον Όμηρο, υπό τους ευκαλύπτους… Με τόσους, έκτοτε ποιητές και εικαστικούς, για τις παπαρούνες, ψίθυροι των νεκρών της Ευρώπης ανθών, στους ανεμόεντες αγρούς της Φλάνδρας «πολυδάκρυος».

Μέρα της μνήμης, σήμερα που γράφεται αυτό, την ενδεκάτη ώρα, της ενδεκάτης ημέρας, του ενδεκάτου μηνός… Ημέρα Μνήμης της Ανακωχής, το πέρας του Μεγάλου Πολέμου των 16 εκατομμυρίων νεκρών, στις 11 Νοεμβρίου του 1918. Κι εκατόν και κάτι χρόνια από την επίσημη υπογραφή της Ανακωχής, από τον Πρόεδρο Wilson, to 1919.

Εικαστικοί καλλιτέχνες όπως ο Otto Dix της Γερμανίας και οι Βρετανοί ζωγράφοι Wyndham Lewis, Paul Nash και David Bomberg, και βέβαια, ποιητές όπως ο Siegfried Sassoon κι ο Wilfred Owens χρησιμοποίησαν την από πρώτο χέρι εμπειρία τους ως στρατιώτες στον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο για να δημιουργήσουν την τέχνη τους, να συλλάβουν την αγωνία της πολεμικής σύγκρουσης και να ερευνήσουν τα θέματα της τεχνολογίας, της βίας και των ειρηνικών τοπίων που ανασκάπτει και κατακαίει ο πόλεμος.

poppy day 2.jpg

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος: από την Πρόθυμη Συμμετοχή στην Ατέλειωτη Σφαγή

«Αυτό που στην αρχή ήταν κύματα από εθελοντές στον πόλεμο τώρα έχει γίνει μια πλημμυρίδα από θύματα» Ο απελπισμένος αφορισμός του αντιπολεμικού ποιητή στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Siegfried Sassoon (στο «Memories of an Infantry Officer»), είναι παραστατικός του πώς ο αρχικός ενθουσιασμός που οδήγησε εκατοντάδες χιλιάδες να σπεύσουν να καταταγούν για να πολεμήσουν στο μέτωπο είχε αντικατασταθεί από ένα αίσθημα ανήμπορης απελπισίας και παραιτημένης υποταγής στην μοίρα της ανώφελης αυτής σφαγής στα χαρακώματα.

Πράγματι, όταν ο ηρωικά μυστακοφόρος λόρδος Κίτσενερ είχε αναρτήσει στις πόλεις της Αγγλίας την αφίσα του «η πατρίδα σε καλεί», περίμενε να ανταποκριθούν άντε 100.000 στην πατριωτική του πρόσκληση.

Είδε, όμως, έκπληκτος να συρρέουν μισό εκατομμύριο ενθουσιώδεις εθελοντές και μάλιστα από τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της εργατικής τάξης, αυτούς που ο Μαρξ περίμενε να αντιδράσουν με οργή στο κάλεσμα του ιμπεριαλισμού, που δεν είναι άλλο παρά «μια ανώτερη φάση του καπιταλισμού», πρόθυμα θύματα εκείνου του πατριωτισμού που οριζόταν ως μια «πονηρή καταφυγή των απατεώνων». Στους έξι μήνες, τα πρόθυμα αυτού αυτά κύματα - θύματα των εθελοντών είχαν φτάσει τα 2 εκατομμύρια.

Μερικοί άνδρες καλούνται σε κατάταξη, άλλοι τρέχουν πρόθυμα ως εθελοντές, αλλά πολλοί είναι αυτοί που ανακαλύπτουν σύντομα ότι αυτό στο οποίο πρόθυμα προσέτρεξαν ήταν μία παγίδα. Στην πραγματικότητα του πολέμου, στον ορυμαγδό των τυφλών για τα θύματά τους εκρήξεων των οβίδων και του μαζικού θερίσματος τον μυδραλλίων, τα ηθικά αποθέματα, ο σεβασμός, η συμπάθεια, το βαθύ αίσθημα ηθικής ταυτότητας γρήγορα εξουδετερώνονται, αλλά ακόμα και αν επιβιώσουν, η παγίδα του πολέμου τα καθιστά αναποτελεσματικά. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει μείνει στην ιστορία ως το πιο κλασικό παράδειγμα της καταλυτικής αισθήσεως μιας απάνθρωπης και σκοτεινής παγίδας της Ιστορίας.

Τον Αύγουστο του 1914, οι περισσότερες από τις εμπόλεμες χώρες είχαν κατακλυστεί από ένα κύμα ενθουσιασμού. Στο Βερολίνο, όταν ανακοινώθηκε η εθνική κινητοποίηση, οι πρόθυμοι νεοσύλλεκτοι τραγουδούσαν καθώς έτρεχαν στα γραφεία να καταταγούν: «Τώρα ευχαριστούμε όλοι τον Θεό μας».

Η ευφορία ήταν πραγματική. Όσο ήταν και λιγόζωη. Δεν είχε μείνει ίχνος ενθουσιασμού μετά από δύο χρόνια στα χαρακώματα. Μετά την μάχη του Somme, το αίσθημα στα ανασκαμμένα από τις οβίδες χαρακώματα ήταν αυτό ενός ατελείωτου εφιάλτη. Το 1916, οι στρατηγοί, o Γάλλος Marshal Joseph Jacques Césaire Joffre και ο Άγγλος Sir Douglas Haig είχαν αποφασίσει να εξαπολύσουν μια μαζική επίθεση των Γάλλο-βρετανικών στρατευμάτων στο Somme.

Προηγήθηκε ένας ανελέητος μαζικός κανονιοβολισμός των γερμανικών θέσεων, μια βροχή οβίδων που κράτησε μια ολόκληρη εβδομάδα. Στις 1 Ιουλίου ήταν σχεδιασμένη επίθεση του πεζικού. Προηγήθηκε και πάλι ένα μπαράζ κανονιοβολισμού των γερμανικών θέσεων όπως και μπροστά από τους προελαύνοντες στρατιώτες.

Οι στρατηγοί καθησύχαζαν ότι δεν θα είχε μείνει κανένας Γερμανός ζωντανός ή, έστω, όχι στην θέση του. Έσφαλλαν. Οι Γερμανοί ήξεραν να κινούνται ευέλικτα αποφεύγοντας την βροχή των βομβών. Ένας μάλιστα στρατηγός, καθησυχάζει τους στρατιώτες να προελάσουν άφοβα: «Καλή τύχη, είναι μια εύκολη δουλειά, δεν θα έχει μείνει κανείς Γερμανός στα χαρακώματα, τα κανόνια μας τους έχουνε ανατινάξει στην Κόλαση.» Αποτέλεσμα της ανόητης αυτής αυταπάτης ήταν το βρετανικό πεζικό να πετσοκοφτούν καθώς προήλαυναν μπροστά στα γερμανικά μυδράλλια και το φονικό δάσος των συρματοπλεγμάτων.

Σχολίασε ένας Γερμανός υπαξιωματικός, ο Paul Sheytt: «Οι Άγγλοι ερχόντουσαν σα να πηγαίναν στο θέατρο, ή σε κάποια παρέλαση. Νομίζαμε πως είχαν τρελαθεί. Οι διαταγές μας ήταν να παραμείνουμε ήρεμοι και να σημαδεύουμε με την ησυχία μας. Αυτό κάναμε, εξοικονομώντας πυρομαχικά.» Μόνο την μέρα εκείνη, 1η Ιουλίου, οι Άγγλοι είχαν 60.000 απώλειες, 20.000 την πρώτη ώρα της μάχης. Και η ανώφελη σφαγή συνεχίστηκε. Κύμα στο κύμα τα τάγματα ριχνόντουσαν στις σφαίρες και τα συρματοπλέγματα. Η «μάχη» κράτησε μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου.

Μέχρι τότε οι Άγγλοι είχαν απώλειες που έφταναν τις 420.000, οι Γάλλοι τις 200.000 και οι Γερμανοί τις 450.000. Ένα εκατομμύριο άνδρες. Για να επιτευχθεί τι; Όταν ο Τσώρτσιλ, στο War Cabinet, επισκόπησε τις εξελίξεις... επί χάρτου, όπως κάνουν οι πολιτικοί, δίπλα στα ποτήρια με το σέρρυ, είδε ότι όλη εκείνη η σαρωτική σφαγή είχε μετακινήσει τις γραμμές πέντε μόνο μίλια. Κυκλοφόρησε ένα έγγραφο ζητώντας να σταματήσει η άσκοπη μάχη, αλλά ο Βασιληάς το απέρριψε. Η σφαγή συνεχίστηκε, «for King and Country».

poppy day.jpg

«Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο»

Και στρατιώτες; Δεν άργησαν να δουν βέβαια το μάταιο του πράγματος. Υπογραμμισμένο με τόσους ποταμούς αίματος. Όπως το είδε ο στρατιώτης W. Hay, μεταξύ σφυρού και άκμονος, ανάμεσα στο αμόνι και την βαθιά την θάλασσα. «’Ηταν μια αιματηρή δολοφονία. Αυτές είναι οι μόνες λέξεις να το περιγράψεις. Αν είχαν ερωτηθεί οι στρατιώτες κατά πόσο υπήρχε λογική να συνεχίσει η μάχη στο Somme, θα έλεγαν όχι.

Αλλά οι στρατιώτες ποτέ δεν ρωτιούνται. Και ήξεραν ότι μπροστά ήταν ο χαμός στην μάχη, πίσω ήταν το στρατοδικείο και η εκτέλεση. Τι άλλο να κάνει κανείς; Προχωράς, απλά προχωράς.» Κάπως έτσι γίνονται, άλλωστε, όλοι οι πόλεμοι.» Σημειώνει, για την «λογική» της Μεγάλης Σφαγής κι ο μυθιστοριογράφος της, Erich Maria Remarque, στο «Ουδέν Νεώτερον Από το Δυτικό Μέτωπο», με τα λόγια ενός Γερμανού στρατιώτη: «Τώρα, γιατί να θέλει να μας επιτεθεί ένας Γάλλος σιδεράς ή παπουτσής; Όχι, είναι μόνο οι «ηγέτες». Δεν έχω ποτέ στην ζωή μου δει Γάλλο, και φαντάζομαι έτσι σκέφτονται οι πιο πολλοί Γάλλοι. Δεν τους ρώτησε ποτέ κανείς».

Με δυο λέξεις, ο πόλεμος ως παγίδα. Όπως ακριβώς περιγράφει τις αιτίες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κι ο διεθνολόγος αναλυτής των αιτιών του Πολέμου, Stephen van Evera, Causes of War (Cornell UP, 1999), αποδίδοντας την έναρξη του Μεγάλου Πολέμου στην εμμονή στα πλεονεκτήματα της Πρώτης Επίθεσης, ιδέα που απετέλεσε στρατηγική καταφυγή (ή να πω «καταστροφή»;) σε μια Γερμανία που αισθανόταν να μειονεκτεί αναπτυξιακά εγκλωβισμένη στο κέντρο της Ευρώπης. Ακούει, μαθαίνει η Τουρκία, απαντώσα επιθετικά στα αισθήματα μειονεξίας, στο «περιθώριο» της Ευρώπης, και τώρα των τεκταινομένων στην ανατολική Μεσόγειο;

Περιγράφοντας τα αισθήματα του ιστορικού για την μανική αυτή επιμονή στην μάταιη σφαγή των νέων του έθνους, ο ιστορικός John Keegan περιγράφει ότι το αίσθημα είναι το ίδιο όπως μπροστά στα εγκλήματα του Άουσβιτς: «ένα αίσθημα ένοχου εντυπωσιασμού, ανάμεικτο με αδυναμία να πιστέψουμε, τρόμο, αηδία, οίκτο και απελπισία.» Την ίδια ώρα, βέβαια, οι περισσότεροι στην Αγγλία δεν είχαν ιδέα και καμμία κριτική στάση, καν άποψη.

Αλλά η μάχη του Somme (και βέβαια, και του Ύπρ και Μάρνη και της Αμιένης), συνοψίζει ο Keegan, θέτει πάντα αυτό το επώδυνο ερώτημα. Αυτή την αδυναμία να πιστέψουμε: «Πώς μπορεί να συνέβη αυτό; Πώς και γιατί οι στρατιώτες συνέχισαν να λαμβάνουν μέρος;» Και βέβαια, προσθέτουμε, το ακόμη πιο οδυνηρό, όσο κι επιτακτικό ερώτημα: «Μπορεί, λοιπόν, να ξανασυμβεί;»*

*Oι παραπομπές από το βιβλίο του Ηθικού φιλοσόφου Jonathan Glover, «Humanity: A Moral History of the Twentieth Century», London 1999