Εθνική συνείδηση στη λογοτεχνία

Μακρυγιάννης: «Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δεν βρίσκουμε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη».

Η αμφίδρομη και διαδραστική σχέση εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας αποτελεί ένα πολυδιάστατο και πολύπλευρο ζήτημα. Ως εκ τούτου, θα περιορισθώ στο να εκφράσω κάποιες σκέψεις και απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα, μιλώντας όσο το δυνατόν περισσότερο μέσα από αυτούσια κείμενα επιφανών Ελλήνων λογοτεχνών, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σ’ αυτούς τους ίδιους τους λογοτέχνες να σχολιάσουν το συγκεκριμένο θέμα.

Πρώτα-πρώτα, θα διατυπώσω μια βασική θέση, ότι ο πνευματικός δημιουργός γενικά, και ο λογοτέχνης πιο ειδικά, δεν εκφράζει μόνο τον εαυτό του. Αντίθετα, θεωρώ ότι είναι ο ταλαντούχος και εκλεκτός εκπρόσωπος του κοινωνικού συνόλου, που εκφράζει όχι μόνο την εποχή του από μια πολυδιάστατη άποψη, αλλά και αυτό το ίδιο το κοινωνικό σύνολο που ενσυνείδητα ή άθελά του εκπροσωπεί. Με άλλα λόγια, το δημιούργημα ενός λογοτέχνη ή οποιουδήποτε άλλου πνευματικού δημιουργού, αποτελεί το ώριμο προϊόν διανόησης και πνευματικής παραγωγής του κοινωνικού συνόλου, που λόγω ταλέντου και ειδικών ικανοτήτων εκφράζει ο λογοτέχνης ή άλλος πνευματικός δημιουργός.

Τώρα, πιο ειδικά για το θέμα της σχέσης εθνικής συνείδησης και λογοτεχνίας, θα ήθελα να τονίσω ότι η γλώσσα ούτως ή άλλως συνδέεται πρωτογενώς με την εθνική συνείδηση. Είμαστε Έλληνες γιατί, μεταξύ άλλων, μιλούμε την ελληνική γλώσσα ως μητρική γλώσσα. Ενδεικτικό για το τι μπορεί να σημαίνει η κληρονομιά της γλώσσας για την εμπέδωση της εθνικής συνείδησης είναι το απόσπασμα από το ποίημα του Ελύτη «Άξιον Εστίν». Αναντίλεκτα, το λογοτεχνικό αυτό κείμενο είναι καθαυτό επιρρωτικό της ελληνικής εθνικής συνείδησης:

«Τη γλώσσα μού έδωσαν ελληνική.
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!..
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια
στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα,
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων!
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου...
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του ΄Υμνου !..».

Στον τρόπο τώρα καθαυτόν, που ένας λογοτέχνης χρησιμοποιεί τη μητρική του γλώσσα για να εκφραστεί, μπορεί να ανακαλύψει κανείς από την αρχή την εθνική του συνείδηση. Ενδεικτική τέτοια περίπτωση είναι ο τρόπος που γράφει ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Καζαντζάκης είναι ένας συγγραφέας που ύμνησε την ελληνικότητα, αλλά και με τον τρόπο που χρησιμοποίησε την ελληνική γλώσσα διαμόρφωσε τη δική του πρόταση για τον Ελληνισμό. Παραθέτω απόσπασμα από την «Αναφορά στον Γκρέκο»:

«...Όταν ένας Έλληνας ταξιδεύει στην Ελλάδα, το ταξίδι του έτσι μοιραία μετατρέπεται σ’ επίπονη αναζήτηση του χρέους. Πώς να γίνουμε κι εμείς άξιοι των προγόνων, πώς να την συνεχίσουμε, χωρίς να την ντροπιάσουμε την παράδοση της ράτσας μας; Μια αυστηρή ασίγαστη ευθύνη βαραίνει τους ώμους σου, βαραίνει τους ώμους όλων των ζωντανών Ελλήνων. Ακαταμάχητη μαγική δύναμη έχει το όνομα· όποιος γεννήθηκε στην Ελλάδα έχει το χρέος να συνεχίσει τον αιώνιο ελληνικό θρύλο.

......................................................

»Ιερή, πικρότατη μοίρα. Το τέλος της περιοδείας μου στην Ελλάδα γέμισε τραγικά αναπάντητα ρωτήματα. Από την ομορφιά φτάσαμε στις σύγχρονες αγωνίες και στο σημερινό χρέος της Ελλάδας».

Ερχόμενοι τώρα στα δικά μας χώματα, ιδιαίτερα εκφραστικός και παραστατικός όσον αφορά την εθνική συνείδηση, ξεχωρίζει ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Σ’ ένα από τα πρώτα ποιήματά του, που τιτλοφορείται «Η Κύπρος προς τους λέγοντας ότι δεν είναι ελληνική», προσδίδει μια ιδιαίτερη διάσταση στην εθνική συνείδηση:

«Παλιοί μου χρόνοι τζιαι χρυσοί που φεύκετε βουρώντα,

ακούτε με την άχαρην που σας καλιώ κλαμόντα.

Εδκιάβητε τζι ερέξετε με τζιείν’ τες αρκογκιές σας,

τζι όπκοιος δικλήσει πάνω μου ’γρωνίζει τες παδκιές σας.

Κοπάδες χρόνοι βαρετοί ερέξαν ταπισών σας

τζιαι δεν εμολωθήκασιν τ’ αχνάρκα των ποδκιών σας.

Τόσες φυλές εκδύσαν με τζι αλλάξαν την θωρκάν μου

τζι ακόμα τα σημάδκια σας έν’ μέσα στην ποδκιάν μου.

Εξωμακρύσετε ’που μέν’ τζι εγείρετε τζιαι πάτε,

μα φαίνεστε πως λάμπετε τζιαι πως ξηλαμπρακάτε.

Χρόνοι που πάτε βουρητοί τζιαι δεν θεννά στραφείτε,

δικλάτε, δέτε πίσω σας, γυρίστε τζιαι σταθείτε,

δέτε κατάμματα τους λας που με κακολοούσιν

τζιαι βάρτε φως στ’ αμμάδκια τους ν’ αμπλέψουν να με δούσιν».

Παράλληλα, σε μια μεταβατική στην κυπριακή κοινωνία περίοδο, ο Δημήτρης Λιπέρτης εξωτερικεύει με τον δικό του τρόπο την εθνική συνείδηση:

«Η ζωή μας έν' για τζείνην τζαι ζωή μας τζείνη ένι

τζαι πως τρώμεν δίχα τζείνης τζι είμαστιν βασταεροί

εν’ γιατί με τ’ όνομάν της είμαστιν ποσκολισμένοι

πον το βκάλλουν που τον νουν μας μήτε χρόνια, με τζαιροί·

ξυπνητοί τζιαι τζιοιμισμένοι εν' για τζιείνην η καρκιά μας

που διπλοφακκά για να ’ρτει τζιαι να μείνει δα κοντά μας».

«Γιώργος Σεφέρης: Να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της».

Κλείνοντας το σύντομο αυτό άρθρο, δεν μπορώ να μη μιλήσω και μέσα από κείμενα δύο άλλων επιφανών Ελλήνων λογοτεχνών, του Γιώργου Σεφέρη και του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Παραθέτοντας, μάλιστα, κείμενο που γράφτηκε από τον Γιώργο Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη, δημοσιευμένο στις «Δοκιμές», και που τιτλοφορείται «Ένας Έλληνας - Ο Μακρυγιάννης». Γράφει, λοιπόν, ο Γιώργος Σεφέρης:

«...Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχομε τον Παπαδιαμάντη.

»....Το περιεχόμενο της γραφής του Μακρυγιάννη είναι ο ατέλειωτος και ο πραγματικός αγώνας ενός ανθρώπου, που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαριά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά.
‘‘Μου λέγει η παπαδιά:
’’-Όταν ήρθαν οι Τούρκοι, εμείς ήμαστε μέσα στον βάλτο στο νερό, τόσες ψυχές, να γλιτώσουμε. Και ήρθαν οι Τούρκοι και μας πιάσανε. Και ήταν το σώμα μας καταματωμένο από τις αβδέλες -μας φάγαν. Και τα παιδιά πεταμένα μέσα - γιομάτο το νερό - σα μπακακάκια πλάνα. Κι άλλα ζωντανά κι άλλα τελείωναν. Και μ’ αφάνισαν κι εμένα και τις άλλες. Γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτήνη την πατρίδα. Και τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκομε από κανέναν. Όλο δόλο και απάτη.
’’Κι έκλαιγε με πικρά δάκρυα. Την παρηγόρησα. Με πήρε το παράπονο κι έκλαψα κι εγώ’’».

Και συνεχίζει ο Γιώργος Σεφέρης:

«...Ο ελεύθερος άνθρωπος, ο δίκαιος άνθρωπος, ο άνθρωπος ζυγαριά της ζωής - αν υπάρχει μια ιδέα βασικά ελληνική, δεν είναι άλλη… για να μεταχειριστώ τη φρασεολογία του Μακρυγιάννη, οι Έλληνες, από τα παλιά εκείνα χρόνια, είναι στο ‘‘εμείς’’, δεν είναι στο ‘‘εγώ’’. Γιατί μόλις το εγώ γυρέψει να ξεπεράσει το εμείς, αμέσως η Άτη, η αυστηρή μοίρα που φροντίζει για την ισορροπία του κόσμου, το κεραυνώνει».

Και καταλήγει ο Γιώργος Σεφέρης, και μαζί και εγώ σ’ αυτό το άρθρο μου:

«...το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να λογαριάζουμε την περασμένη μας πείρα και την τωρινή, προσμένοντας την αυγή που αναπότρεπτα θα χαράξει… και να πιστεύουμε πως ένας τόσο μεγάλος πόνος όπως ο σημερινός δεν μπορεί παρά να μας οδηγήσει σε μια μεγάλη ανάσταση, και να κοιτάζουμε πώς θα είμαστε έτοιμοι να φανούμε αντάξιοί της· να κάνουμε το χρέος μας – ‘‘ποίημα του χρέους’’ ονόμαζε ένα από τα μεγάλα του ποιήματα ο Σολωμός. Η ανάσταση αυτή δεν μπορεί να είναι παρά μια ανάσταση της ζωής του ανθρώπου, με την πιο βαριά έννοια…. Και αν γίνει αυτό που πιστεύουμε και αγωνιζόμαστε για να γίνει, τότε είναι πολύ πιθανό, πως στην πατρίδα μας, όπου για πρώτη φορά οι ανθρώπινες αξίες είδαν το φως, οι φωτισμένοι και οι μορφωμένοι θα καταλάβουν, γιατί ακριβώς θα είναι πραγματικοί φωτισμένοι και μορφωμένοι, πως η παιδεία της ψυχής τους θα έχει πολλά να ωφεληθεί από ένα έργο σαν του Μακρυγιάννη, που είναι, καθώς πιστεύω, η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού - μια πολύτιμη διαθήκη».