Η τουρκική οικονομία και η νομισματική κρίση
Ξεκάθαρη αιτία για τη μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας αποτελεί η αλλοπρόσαλλη νομισματική πολιτική που εφαρμόζει ο Τούρκος Πρόεδρος, εφόσον οι πιέσεις που ασκεί στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και στους εκάστοτε κυβερνήτες είχαν ως αποτέλεσμα την αδρανοποίησή τους
Η συνέχιση της υποτίμησης της τουρκικής λίρας προκαλεί πολιτικούς τριγμούς στη χώρα, εφόσον οδηγεί τον πληθωρισμό σε πολύ υψηλά επίπεδα (ο ετήσιος πληθωρισμός τον Οκτώβριο κινήθηκε κοντά στο 20%) και τους πολίτες να ασφυκτιούν βλέποντας την αγοραστική αξία των εισοδημάτων τους να μειώνεται μέρα με τη μέρα. Οι τιμές αυξάνονται συνεχώς με τον πληθωρισμό, όσον αφορά τα τρόφιμα, να ξεπερνά το 25%.
Τροφοδοτούμενη τεχνητά με κίνητρα, εξωτερικό δανεισμό και κρατικές ρευστοτικές «ενέσεις», η οικονομία της Τουρκίας κατάφερε να επιτύχει σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης (ακόμη και πέρσι καταγράφεται αύξηση του ΑΕΠ της χώρας).
Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών καταδεικνύει την εξάρτηση της χώρας από τα εισαγόμενα προϊόντα κυρίως όσον αφορά την ενέργεια και στις πρώτες ύλες. Αυτό σε συνδυασμό με τη μείωση της αξίας του εγχώριου νομίσματος αυξάνουν το κόστος κατασκευής / διάθεσης προϊόντων και παροχής υπηρεσιών.
Οι τουρκικές τράπεζες επιτρέπουν στους πολίτες να καταθέτουν τα χρήματά τους σε ξένα νομίσματα, με αποτέλεσμα πέραν του 50% των καταθέσεων να μην είναι σε λίρα. Η συνεχής αποταμίευση σε δολάρια πιέζει ακόμη περισσότερο την ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος, ενώ τη μεγαλύτερη ανησυχία για τον τραπεζικό τομέα προκαλεί το σενάριο μεγάλων εκροών καταθέσεων (bank run), κάτι το οποίο είχαμε δει το 2001 και που πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε περιορισμούς διακίνησης κεφαλαίων (capital controls).
«Ύποπτες» είναι και σε πολλές περιπτώσεις κάποιες διακινήσεις κεφαλαίων εντός του τουρκικού τραπεζικού συστήματος κυρίως από χώρες της περιοχής, στις οποίες η διεθνής κοινότητα έχει επιβάλει κυρώσεις. Οι κανόνες ελέγχου της προέλευσης των χρημάτων είναι χαλαροί, κάτι που επιτρέπει τη μεταφορά ενδεχομένως κεφαλαίων από παράνομες δραστηριότητες.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η Παγκόσμια Ομάδα Δράσης για το Χρηματοπιστωτικό Σύστημα (FATF) έχει εντάξει την Τουρκία στην «γκρίζα λίστα» των χωρών που ευνοούν το ξέπλυμα χρήματος και χρηματοδοτούν την τρομοκρατία, κάτι που αναπόφευκτα αποτελεί αποτρεπτικό στοιχείο για τους ξένους επενδυτές.
Σημειώνεται ότι τόσο οι τράπεζες όσο και οι ιδιωτικές εταιρείες χρηματοδοτούσαν ανέκαθεν τις εργασίες τους μέσω δανεισμού από το εξωτερικό. Γίνεται αντιληπτό πόσο σημαντικό είναι για τον τουρκικό τραπεζικό κλάδο να μην υπάρξει μαζική απόσυρση ξένων κεφαλαίων από τη χώρα (παρά το γεγονός ότι βραχυπρόθεσμα έχουν τα κεφάλαια για να επιβιώσουν).
Η εξάρτηση από τη χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα εμπεριέχει σημαντικούς συναλλαγματικούς κινδύνους, εφόσον η υποτίμηση του νομίσματος στο οποίο διεξάγει τις εργασίες της μια επιχείρηση διογκώνει το χρέος και δυσχεραίνει τη δυνατότητα αποπληρωμής του. Θα πρέπει να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια οι τουρκικές εταιρείες παρουσίασαν σημάδια απομόχλευσης, μειώνοντας σημαντικά τα ποσά δανεισμού.
Την ίδια ώρα, αντίθετη πορεία έχει το ποσοστό του δημόσιου χρέους σε ξένο νόμισμα, που από 40% πριν τρία χρόνια έφτασε σχεδόν το 60% (τονίζεται από την άλλη ότι το ποσοστό χρέους ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν της χώρας κυμαίνεται γύρω στο 40% που είναι σχετικά χαμηλό).
Η επιδείνωση της δημοσιονομικής κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης και της αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, αφήνει μικρότερα περιθώρια για «αναπτυξιακές» δαπάνες και γενναιόδωρες παραχωρήσεις ενόψει εκλογών. Είναι πολλά τα έργα εκατομμυρίων που είδαμε να προωθεί η τουρκική κυβέρνηση ως αναπτυξιακά, τα οποία έμειναν αχρησιμοποίητα και απλώς κατασκευάστηκαν για να καταδειχθεί ότι υπάρχει σχετική δραστηριότητα.
Ο ρόλος του Ερντογάν και οι προοπτικές της τουρκικής οικονομίας
Ξεκάθαρη αιτία για τη μεγάλη υποτίμηση της τουρκικής λίρας αποτελεί η αλλοπρόσαλλη νομισματική πολιτική που εφαρμόζει ο Τούρκος Πρόεδρος, εφόσον οι πιέσεις που ασκεί στην Κεντρική Τράπεζα της χώρας και στους εκάστοτε κυβερνήτες είχαν ως αποτέλεσμα την αδρανοποίησή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα ζητήματα που απασχολεί τους επενδυτές είναι η απώλεια της ανεξαρτησίας της Κεντρικής Τράπεζας υπό το βάρος των πιέσεων του Τούρκου Προέδρου.
Η δυνατότητα μεταβολής των επιτοκίων είναι από τα βασικά εργαλεία περιορισμού της υποτίμησης του νομίσματος και μείωσης του πληθωρισμού, εφόσον περιορίζεται η κατανάλωση και ενισχύεται η αποταμίευση.
Τα αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας σε ξένα νομίσματα έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, εφόσον χρησιμοποιήθηκαν για τη στήριξη του νομίσματος. Υπενθυμίζεται ότι Κατάρ και Κίνα είχαν προχωρήσει σε διακρατικές συμφωνίες για παροχή ρευστότητας / αποθεμάτων σε δολάριο Αμερικής.
Η πτώση του τουρκικού νομίσματος αντανακλά τις ανησυχίες των επενδυτών και των αναλυτών για την πορεία της οικονομίας, σε μια περίοδο που η χώρα μπαίνει σε προεκλογικούς ρυθμούς. Πολλοί είναι οι αναλυτές που αναφέρονται στην Τουρκία ως ένα από τα κλασικά παραδείγματα οικονομικής υπερθέρμανσης, μη βασισμένης σε θεμελιώδη οικονομικά στοιχεία.
Η αξιοπιστία της χώρας στο διεθνές επενδυτικό στερέωμα έχει πληγεί σημαντικά. Η διολίσθηση της αξίας της τουρκικής λίρας έχει άμεσο αντίκτυπο και στις ξένες επενδύσεις, εφόσον πολλοί είναι οι επενδυτές που βλέπουν την αξία των επενδύσεών τους να μειώνεται.
Η φυγή ξένων επενδύσεων είναι χαρακτηριστική, την ίδια ώρα που η χώρα επιζητά τα ξένα κεφάλαια για κάλυψη των ελλειμμάτων της, τα οποία αναμένεται να συνεχιστούν εφόσον η κυβέρνηση δεν δείχνει καμία διάθεση για λήψη μέτρων που θα περιορίσουν την κατανάλωση και την ανάπτυξη. Αντίθετα, ενδεχομένως να προχωρήσει σε νέο πακέτο δημοσιονομικών κινήτρων.
Σημειώνεται ότι η Τουρκία είναι από τις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες πολύ πιθανόν να πληγούν από την απόσυρση μέτρων νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες της Αμερικής και της Αγγλίας αλλά και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εφόσον η κάνουλα της ρευστότητας θα κλείσει και οι επενδύσεις θα αποσύρονται.
Τη στιγμή που το εγχώριο νόμισμα υποτιμάται, η δημοσιονομική πολιτική και παρεμβατικότητα συνεχίζουν να τροφοδοτούν την πιστωτική επέκταση. Πέραν της κόπωσης, βασική πρόκληση για την τουρκική οικονομία αποτελούν η επανατοποθέτησή της σε πιο ισχυρές βάσεις μέσα από μια ορθολογιστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, η μείωση του εξωτερικού δανεισμού και του πληθωρισμού, ο περιορισμός της πιστωτικής επέκτασης και της μεγάλης εξάρτησης από ξένα κεφάλαια, και η ενίσχυση της εγχώριας αγοράς.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση στην Τουρκία θα αντιληφθεί τους κινδύνους που έχουν δημιουργηθεί και θα επιτρέψει μια πιο ορθολογιστική νομισματική και δημοσιονομική πολιτική. Η ανάπτυξή της (αν κάποιος δει τα στατιστικά τα τελευταία δέκα χρόνια) ήταν εντυπωσιακή, αλλά το ερώτημα είναι αν βασίζεται σε στερεά θεμελιακά στοιχεία.
Παρόμοια είναι η κατάσταση της τουρκικής λίρας τα τελευταία χρόνια και οι αναλύσεις, πάνω-κάτω, έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά. Ο Τούρκος Πρόεδρος, παρά τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν, κρατιέται και κάθε φορά αντιμετωπίζει επιτυχώς την κατάσταση που δημιουργείται. Λάτρης του «οικονομικού πολέμου ανεξαρτησίας», θα κάνει το παν να κρατηθεί η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης ενόψει των εκλογών. Βασικό του χαρακτηριστικό είναι να εξωτερικεύει τα προβλήματα της χώρας μέσα από μια επιθετική εξωτερική πολιτική, αποπροσανατολίζοντας τους πολίτες.