Τουρκική ηγεσία: Από ελπιδοφόρα ανατολή σε παρακμιακή δύση

Κατά το 2003, η εκδήλωση της εμφάνισης τού εν κρίσει σήμερα ευρισκόμενου Τούρκου Προέδρου, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ήταν ένα πολλά υποσχόμενο γεγονός. Τότε, Δύση και Ανατολή χαιρέτισαν τον ερχομό τής, όπως εμφανιζόταν, ανανεωτικής και πολλά υποσχόμενης νέας τουρκικής ηγεσίας.

Αυτό που φάνταζε τότε ως το καινούργιο, περιβεβλημένο με μανδύα ανανεωτισμού, στην ουσία του ήταν ένας καινοφανής, ακατέργαστος, μονοπρόσωπος αυταρχισμός, ο οποίος μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 εδραίωσε και με την αλλαγή του συντάγματος, μια ηγεσία σιδηράς πυγμής, αποτυπούμενη κατά ταύτα στο κοντινότερο και μακρύτερο περιβάλλον της ως αλαζονική, επιθετική διάσταση ενός νέο-οθωμανικού «μεγαλείου».

Ως προς τη διακυβέρνηση, οι αρχικοί βηματισμοί του σημερινού Τούρκου Προέδρου συνδυάστηκαν με μια επιτυχή έξοδο από την παρακμιακή πολιτική ενός πεπερασμένου παρελθόντος σε μια προσχηματικά ανανεωτική προσέγγιση ενός επερχόμενου και ελπιδοφόρου για την τουρκική κοινωνία μέλλοντος, εστιαζόμενη πρωτίστως στην άνθηση της τουρκικής οικονομίας.

Αναφορικά προς την εσωτερική νομιμοποίηση, σχεδόν δύο δεκαετίες μετά την εμφάνιση της νέας κυρίαρχης δύναμης του Ερντογάν στην Τουρκία, αποτυπώνεται σήμερα δυσαρέσκεια του πληθυσμού, που ουδόλως είναι συγκυριακή, απηχεί δε κατά ταύτα μια δομική διάσταση του συλλογικού υποκειμένου ως προς την αρνητική στάση του έναντι του ερντογανικού φαινομένου, που εδράζεται στη διατρέχουσα τη χώρα σημερινή καθίζηση της οικονομίας, καθώς και την επί τα χείρω αλλαγή των όρων της καθημερινής διαβίωσης.

Το κύριο μέρισμα των εν προκειμένω κοινωνικών αντιδράσεων δεν αναφέρεται στην αυταρχική διακυβέρνηση και τη στέρηση δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, δηλαδή στην απουσία του κράτους δικαίου, καθώς η ανωτέρω συνθήκη συνιστά δομικό συστατικό γνώρισμα του τουρκικού πολιτικού συστήματος, στο οποίο η τουρκική κοινή γνώμη είναι εθισμένη.

Η τουρκική κοινωνία σπανίως εκδήλωνε επαναστατικές από κάτω προς τα πάνω αντιδράσεις δομικής μορφής, οι οποίες, οσάκις εκδηλώνονταν, υφίσταντο την ανεξέλεγκτη βία του ελεγχόμενου και καθοδηγούμενου κρατικού μηχανισμού.

Ορισμένα στοιχεία που οδήγησαν στη σημερινή, αδιέξοδη, αποτελματωμένη διάσταση οικονομίας και πολιτικής, παραπέμπουν, πρώτον, σε εσφαλμένες εσωτερικές επιλογές κοινωνικοοικονομικής πολιτικής, ενώ ένα άλλο στοιχείο, εξίσου σημαντικό, είναι η σύγκρουση του Ερντογάν με την Ουάσιγκτον, δεδομένου ότι η τελευταία είναι κυρίαρχος παράγων στη διεθνή οικονομία. Αντιστοίχως, η στροφή της Άγκυρας προς τη Μόσχα, όχι μόνο δεν συνέβαλε στην υπέρβαση της κρίσης, τουναντίον επέτεινε και το αδιέξοδο των σχέσεων του καθεστώτος με την Ουάσιγκτον.

Από την άλλη, η υφιστάμενη κρίση οικονομίας και πολιτικής παραπέμπει και στο γεγονός πως ο Ερντογάν συνέλαβε και φυλάκισε ή εξουδετέρωσε παντί τρόπω, όπως και με τη λειτουργία του παρακράτους, παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις της χώρας, δημιουργώντας συνθήκες εσωτερικής απουσίας εναλλακτικών λύσεων.

Αυτήν τη στιγμή το στράτευμα, που διαχρονικά παρενέβαινε εν όψει κρίσεων, είναι απενεργοποιημένο, ενώ η διάδοχός του κατάσταση μετετράπη σε σύστημα πραιτοριανών, που ουσιαστικά φυλάσσουν την ηγεσία του Ερντογάν. Επίσης, το σύστημα ενημέρωσης και οικοδόμησης μιας πολιτικής κουλτούρας έχει υπονομευθεί, σε βαθμό που τα πράγματα να είναι απολύτως ελεγχόμενα.

Συνεπώς, η κατάσταση στην Τουρκία δείχνει, όχι μόνο να είναι αδιέξοδη, αλλά να μην έχει δυνατότητες αλλαγής φρουράς και ανανεωτικής πορείας του συστήματος διακυβέρνησης, ακριβώς γιατί οι εσωτερικές αντιδράσεις και η ικανότητα για διαρθρωτικές κινήσεις αυτοανανέωσης είναι όντως και εγγενώς εξαιρετικά περιορισμένες.

Καταληκτικά και διά ταύτα, διατυπώνεται εντόνως ο προβληματισμός τού κατά πόσον και εν όψει των αδιεξόδων που εμφανίζουν οι συνθήκες διακυβέρνησης του καθεστώτος, ο Ερντογάν αποπειραθεί ένα εγχείρημα τεχνητής μεν, ελεγχόμενης δε κρίσης, με αναφορά στην Κύπρο ή στο Αιγαίο.

Η κινητοποίηση και η σύμπραξη της κοινωνίας και των πολιτικών δυνάμεων γύρω από ένα γνωστό και οιονεί στοχευμένο αντίπαλο, μπορεί και να μην είναι σε θέση να διέλθει τα προβλήματα της οικονομίας επιλύοντάς τα, πλην όμως προκαλεί κατά τα επιδιωκόμενα, ένα rally effect εσωτερικής εθνικής συσπείρωσης.