Τράπεζες

Η ανθεκτικότητα των τραπεζών και η εποπτική στάση

Παρόλο που φαίνεται πως σταδιακά βγαίνουμε από το στάδιο της πανδημίας βάσει της τρέχουσας οικονομικής ανάκαμψης, οι τραπεζικοί επόπτες δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν

Βελτιωμένη φαίνεται η ανθεκτικότητα των τραπεζών της Ευρωζώνης, βάσει των πρόσφατων τεστ αντοχής, σημειώνοντας σημαντική βελτίωση κατά την τελευταία δεκαετία. Επίσης, το πραγματικό ΑΕΠ στη Ζώνη του Ευρώ αναμένεται πως θα ανακάμψει στα προ-πανδημίας επίπεδα μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Παρόλο που φαίνεται πως σταδιακά βγαίνουμε από το στάδιο της πανδημίας βάσει της τρέχουσας οικονομικής ανάκαμψης, οι τραπεζικοί επόπτες δεν θα πρέπει να εφησυχάζουν. Χρειάζεται να βρίσκονται σε επαγρύπνηση, παρακολουθώντας για πιθανές συσσωρεύσεις κινδύνων εντός των ισολογισμών των τραπεζών. Μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση στην εποπτεία των τραπεζών θα αναγνωρίσει τέτοιες πιθανές συσσωρεύσεις κινδύνων νωρίτερα, διασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Βελτιωμένη η ανθεκτικότητά τους, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν

Τα πρόσφατα τεστ αντοχής (stress tests) που πραγματοποιήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (EBA) και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έδειξαν ότι, μετά από ένα δυσμενές τριετές σενάριο, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών Κατηγορίας 1 (CET1 ratio) των τραπεζών της Ζώνης του Ευρώ θα παραμείνει πολύ κοντά στο 10%, κατά μέσο όρο. Αυτό το επίπεδο είναι αρκετά υψηλότερο από το μέσο CET1 ratio του 7% των τραπεζών κατά το 2008, υπό κανονικές συνθήκες. Αυτό είναι το αποτέλεσμα αυστηρότερων κεφαλαιακών απαιτήσεων από τους επόπτες αλλά και της σημαντικής μείωσης του ιδιωτικού χρέους και της απομόχλευσης των τραπεζών, την τελευταία δεκαετία. Παρόλο που κίνδυνοι ακόμη ελλοχεύουν για το τραπεζικό σύστημα από την πανδημία, η συνολική κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών είναι καλύτερη και οι κρυμμένοι κίνδυνοι εντός των ισολογισμών των τραπεζών είναι σημαντικά μειωμένοι συγκριτικά με την περίοδο πριν από κρίση της Ευρωζώνης το 2008.

Παρόλα αυτά, χρειάζεται προσοχή ούτως ώστε τέτοιοι κίνδυνοι να μη συσσωρευτούν εκ νέου στους ισολογισμούς των τραπεζών. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση των τραπεζών για αυξημένες αποδόσεις, λόγω των παρατεταμένων χαμηλών επιτοκίων στην Ευρωζώνη, ενέχει αυξημένους κινδύνους. Αυτή η διάθεση των τραπεζών τροφοδοτεί μιαν αυξανόμενη όρεξη για μόχλευση, που παρατηρείται στα τμήματα των αγορών μετοχών και ομολόγων, αλλά και στη σταδιακή χαλάρωση των πιστωτικών προτύπων από τις τράπεζες. Οι ξαφνικές προσαρμογές των αποδόσεων, όπως για παράδειγμα από την αλλαγή των προσδοκιών των επενδυτών για τον πληθωρισμό και τα επιτόκια, θα μπορούσαν να προκαλέσουν διορθώσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων και άμεσες αλλά και έμμεσες απώλειες για τις τράπεζες. Επιπλέον, η χαλάρωση των πιστωτικών προτύπων ελλοχεύει το κίνδυνο της μη-ορθής αποτίμησης του πιστωτικού κινδύνου, αφήνοντας έτσι τις τράπεζες εκτεθειμένες στο μέλλον σε αυξημένες πιστωτικές ζημιές δανείων.

Οι τράπεζες της Ευρωζώνης αναμένουν πως τα μη-εξυπηρετούμενα δάνειά (ΜΕΔ) τους θα συνεχίσουν να μειώνονται φέτος. Η πορεία των ΜΕΔ όμως είναι αβέβαιη για το 2022, λόγω της λήξης των προγραμμάτων άμεσης και έμμεσης στήριξης των δανειοληπτών για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στις πλείστες χώρες της Ευρωζώνης. Η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών φαίνεται πως σταδιακά επιδεινώνεται αλλά με αργούς ρυθμούς, βάσει διαφόρων ταχέως μεταβαλλόμενων μετρήσεων, όπως το μερίδιο ληξιπρόθεσμων δανείων και προβληματικών δανείων σταδίου 2 (stage 2 loans). Επιπλέον, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021, οι πτωχεύσεις άρχισαν να αυξάνονται σε ορισμένους τομείς σε αρκετές χώρες της Ευρωζώνης, αν και παρέμειναν χαμηλότερες από τα προ-πανδημίας επίπεδα.

Συνεπώς, οι προβλέψεις των τραπεζών για τα ΜΕΔ μπορεί να είναι αισιόδοξες και οι τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν επιφυλακτικές με τα αποθέματα τα οποία έχουν δημιουργήσει από την αρχή της πανδημίας. Παρόλο που αρκετές αμερικανικές τράπεζες έχουν ήδη προχωρήσει σε αποδεσμεύσεις προβλέψεων για επισφαλή δάνεια κατά τα τελευταία τρίμηνα, κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει να αναμένεται από τις τράπεζες της Ευρωζώνης. Η προαναφερθείσα αβεβαιότητα σχετικά με τον πλήρη αντίκτυπο της πανδημίας μετά τη λήξη των σχεδίων κρατικής βοήθειας θα πρέπει να αποθαρρύνει πολλές τράπεζες της Ευρωζώνης από την αποδέσμευση προβλέψεων.

Μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση στην εποπτεία των τραπεζών

Ο αυστηρότερος και πιο εξατομικευμένος έλεγχος από τον ευρωπαϊκό τραπεζικό επόπτη αναμένεται να έχει θετικό αντίκτυπο στη συνολική σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος της Ευρωζώνης. Σχεδόν 7 χρόνια από τη σύσταση του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (ΕΕΜ), φέτος για πρώτη φορά ξεκίνησε να διαφαίνεται ένας διαχωρισμός στη μεταχείριση των τραπεζών υπό την εποπτεία του. Η άμεση εποπτεία 114ων από τα σημαντικότερα τραπεζικά ιδρύματα της Ευρωζώνης φυσικά και δεν είναι εύκολη υπόθεση, δεδομένων των περιορισμένων πόρων του διαθέτει ο επόπτης. Γι’ αυτό και σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια υπήρχε μια πιο γενικευμένη στρατηγική εποπτείας για όλες τις τράπεζες με ελάχιστο βαθμό διαφοροποίησης, ειδικά όσον αφορούσε δημοσία κοινοποιηθείσες αποφάσεις.

Αξίζει να σημειωθεί πως, εν μέρει, ο ΕΕΜ ήδη παρέχει έναν διαχωρισμό των τραπεζών υπό την εποπτεία του μέσω των κεφαλαιακών απαιτήσεων (Pillar 2R & Pillar 2G), οι οποίες καθορίζονται μέσω της Διαδικασίας Εποπτικής Αναθεώρησης και Αξιολόγησης (SREP). Η ΕΚΤ δημοσίευσε, όμως, για πρώτη φορά τις συγκεκριμένες κεφαλαιακές απαιτήσεις (Pillar 2R) για συγκεκριμένες τράπεζες στις αρχές του 2020. Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός επόπτης δεν διαχώριζε έμπρακτα τις τράπεζες υπό την εποπτεία του και γενικότερα δεν τις έκρινε άμεσα και δημόσια.

Αυτό φαίνεται πως αλλάζει. Η δημιουργία διαφορετικών υποκατηγοριών για τον καθορισμό των κεφαλαιακών απαιτήσεων των τραπεζών (Pillar 2G), βάσει των αποτελεσμάτων των stress tests, είναι η πρώτη ένδειξη γι’ αυτήν την αλλαγή. Η δεύτερη αφορά τη στάση του επόπτη για διανομές κεφαλαίων, στους μετόχους, οι οποίες είναι υψηλότερες από την ετήσια κερδοφορία κάποιων τραπεζών. Αυτό θα γίνεται κρίνοντας τόσο τις μελλοντικές κεφαλαιουχικές ανάγκες των τραπεζών αλλά όσο και την κερδοφορία τους. Μια πιο εξατομικευμένη προσέγγιση στην εποπτεία των τραπεζών θα έχει ως αποτέλεσμα την πιο έγκαιρη αντιμετώπιση προβλημάτων για τις αδύναμες τράπεζες αλλά και την παροχή μεγαλύτερης ευελιξίας στις πιο υγιείς τράπεζες.