Τράπεζες

Ο αντίκτυπος στην κερδοφορία των τραπεζών από τα αρνητικά επιτόκια

Οι επιπτώσεις από τα αρνητικά επιτόκια στην κερδοφορία των τραπεζών φαίνονται από τις συνεχιζόμενες πιέσεις στα καθαρά τους έσοδα από τόκους αλλά και από τα οφέλη (προς τις τράπεζες) διαφόρων άμεσων και έμμεσων μέτρων/προγραμμάτων από την ΕΚΤ

Παρόλο που τα αρνητικά επιτόκια φάνηκαν για πρώτη φορά το 2014, στην Ευρωζώνη, ο αρνητικός τους αντίκτυπος στην κερδοφορία των τραπεζών συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Κατ’ ακρίβειαν, ο αντίκτυπος αυτός θα συνεχιστεί, κατά πάσα πιθανότητα και στο εγγύς μέλλον. Οι επιπτώσεις από τα αρνητικά επιτόκια στην κερδοφορία των τραπεζών φαίνονται από τις συνεχιζόμενες πιέσεις στα καθαρά τους έσοδα από τόκους αλλά και από τα οφέλη (προς τις τράπεζες) διαφόρων άμεσων και έμμεσων μέτρων/προγραμμάτων από την ΕΚΤ. Επίσης, αυτές οι πιέσεις στα έσοδα των τραπεζών της Ευρωζώνης ευθύνονται για την απώλεια σχεδόν του ενός τρίτου της χρηματιστηριακής τους αξίας από την εισαγωγή των αρνητικών επιτοκίων σαν εργαλείο νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, μέχρι και σήμερα.

O συνεχιζόμενος αντίκτυπος του αρνητικού επιτοκίου διευκόλυνσης καταθέσεων της ΕΚΤ

Στο ερωτηματολόγιο της Έρευνας Τραπεζικών Δανείων (Bank Lending Survey) του Οκτωβρίου 2021, oι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ ανέφεραν πως, σε καθαρούς όρους, το αρνητικό επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων (Deposit Facility Rate; DFR) της ΕΚΤ είχε αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία τους, το τελευταίο εξάμηνο. Αυτό οφείλεται στον αρνητικό αντίκτυπο στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών και συμβαδίζει με τα χαμηλά ποσοστά δανείων προς καταθέσεις παρά την περαιτέρω πρόοδο στη μετακύλιση των αρνητικών επιτοκίων και μερικές καταθέσεις των νοικοκυριών. Τους επόμενους έξι μήνες, οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ αναμένουν ότι ο αντίκτυπος στην κερδοφορία τους και στα καθαρά έσοδα από τόκους θα είναι παρόμοιος με τους τελευταίους έξι μήνες.

Οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ συνέχισαν να αναφέρουν πως το αρνητικό DFR μείωσε τα επιτόκια δανεισμού σε όλες τις κατηγορίες δανείων (επιχειρηματικά, στεγαστικά και καταναλωτικά). Ο αντίκτυπος ήταν πιο έντονος για τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις και τα στεγαστικά δάνεια. Για τα επιχειρηματικά δάνεια αυτό δικαιολογείται, εν μέρει, από την αύξηση των καταθέσεων/ρευστότητας (συμπεριλαμβανομένων και των προγραμμάτων κρατικών εγγυήσεων) κατά τη διάρκεια της πανδημίας αλλά και τη συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, η οποία αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις να δανειστούν για αναπτυξιακούς σκοπούς. Οι τράπεζες ανέφεραν επίσης αρνητική καθαρή επίδραση στα περιθώρια δανείων σε όλες τις κατηγορίες δανείων (καθώς δάνεια τα οποία παραχωρήθηκαν πριν από χρόνια αντικαθίστανται με νέα δάνεια, τα οποία παραχωρήθηκαν σε χαμηλότερα επιτόκια). Οι τράπεζες αναμένουν παρόμοια καθαρή επίδραση στα επιτόκια δανεισμού τους επόμενους έξι μήνες.

Ο αντίκτυπος του συστήματος δυο επιπέδων της ΕΚΤ για την πλεονάζουσα ρευστότητα

Όσον αφορά τον αντίκτυπο του συστήματος δύο επιπέδων (two-tier or tiering system) της ΕΚΤ, σε σύγκριση με την κατάσταση στην οποία δεν θα υπήρχε σύστημα δύο επιπέδων, ένα μεγάλο ποσοστό των τραπεζών της Ζώνης του ευρώ ανέφερε (στο ίδιο ερωτηματολόγιο) συνεχή θετική επίδραση στην κερδοφορία τους. Αυτό αφορά κυρίως τη θετική επίδραση στα καθαρά έσοδα από τόκους των τραπεζών. Επιπλέον, η ρευστότητα ενός ποσοστού τραπεζών επηρεάστηκε θετικά από το σύστημα δύο επιπέδων, ευνοώντας και τις αποδόσεις χρηματοδότησής τους στις αγορές ομολόγων. Τους επόμενους έξι μήνες, οι τράπεζες αναμένουν ότι παρόμοια μοτίβα θα συνεχιστούν.

Οι τράπεζες της Ζώνης του ευρώ ανέφεραν περαιτέρω πως, συνολικά, το σύστημα δύο επιπέδων οδήγησε σε υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων τους τελευταίους έξι μήνες σε σύγκριση με μια κατάσταση χωρίς τέτοιο σύστημα (σε προσαρμοσμένη βάση για την μείωση του DFR της ΕΚΤ). Παρόλα αυτά δεν υπήρξε καμία επίδραση στα επιτόκια δανεισμού. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ελάφρυνση του κόστους χρηματοδότησης που παρέχεται από το σύστημα δύο-επιπέδων επιτρέπει στις τράπεζες να διατηρούν περιθώρια με σταθερά ή χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού και υψηλότερα επιτόκια καταθέσεων. Αυτό φαίνεται επίσης από τη θετική επίδραση του συστήματος δύο επιπέδων στα καθαρά έσοδα από τόκους.

Η εισαγωγή μέτρων για στήριξη των εσόδων των τραπεζών

Σε αρκετές, περιστασιακές, αξιολογήσεις από την ΕΚΤ για τον αντίκτυπο των αρνητικών επιτοκίων στο τραπεζικό σύστημα της Ζώνης του ευρώ το συμπέρασμα ήταν ουδέτερο. Δηλαδή, πως σε καθαρούς όρους, δεν υπήρξε κανένας αντίκτυπος από τα αρνητικά επιτόκια στην κερδοφορία των τραπεζών. Αυτό ήταν βασισμένο στην ιδέα πως σε ένα καθεστώς χαμηλών/αρνητικών επιτοκίων μειώνονται τα έσοδα των τραπεζών αλλά αυτό εξισορροπείται από χαμηλότερες προβλέψεις για επισφάλειες δανείων. Η εισαγωγή πρωτίστως του προγράμματος TLTRO (Targeted Long-Term Refinancing Operations), το οποίο βρίσκεται ήδη στην 3η του ανανέωση καθώς και του συστήματος δυο-επιπέδων (για τις καταθέσεις στην ΕΚΤ) υποδεικνύουν το αντίθετο.

O βασικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών είναι να ασκούν νομισματική πολιτική για την επίτευξη σταθερότητας τιμών (χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό) και να βοηθούν στη διαχείριση των οικονομικών διακυμάνσεων. Συνεπώς, οι αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών δεν έχουν ως κύριο μέλημα τη διατήρηση/ βελτίωση της κερδοφορίας των τραπεζών υπό την επίβλεψή τους. Παρόλα αυτά, η EKT διαπίστωσε πως τα αρνητικά επιτόκια είχαν επηρεάσει δυσμενώς τον μηχανισμό διάδοσης του χρήματος στην ευρωζώνη.

Ο λόγος ήταν πως τα επιτόκια που ζητούσαν οι τράπεζες παρέμεναν σχετικά ψηλά αφενός διότι δεν μπορούσαν να βρουν σημαντική φερέγγυα ζήτηση και αφετέρου αποτιμούσαν ακριβότερα τον κίνδυνο (συγκριτικά με προηγούμενα χρόνια, λόγω της κρίσης της Ζώνης του ευρώ). Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να παραμένει χαμηλή η παραχώρηση νέων δανείων. Συνεπώς, συνδυαστικά αυτά τα δυο μέτρα (ΤLTRO & tiering) είχαν σαν σκοπό την παρακίνηση των τραπεζών για συνεχίσουν να δανείζουν (στην πραγματική οικονομία), με το σύστημα δυο-επιπέδων να παρέχει μια, μερική, οικονομική ανακούφιση στη χρέωση αρνητικών επιτοκίων στην πλεονάζουσα ρευστότητα των τραπεζών.

Το μέγεθος του αντικτύπου μέσα από τον φακό των αγορών

Ο χρηματιστηριακός δείκτης των τραπεζών της Ευρωζώνης έχασε περίπου το 33% της αξίας του σε απόλυτους όρους (50% σε σχέση με την ευρύτερη αγορά), από την εισαγωγή των αρνητικών επιτοκίων στη Ζώνη του ευρώ από την ΕΚΤ, τον Ιούνιο του 2014. Αυτό, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στα αρνητικά επιτόκια στη Ζώνη του ευρώ και υποδηλώνει πως ο αντίκτυπος από αυτά δεν είναι ουδέτερος για τις τράπεζες. Του εναντίου, είναι αρνητικός.

Οι πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών από τα αρνητικά επιτόκια συνεχίζονται, έξι και πλέον χρόνια μετά τη μείωσή τους υπό το μηδέν. Παρόλο που σήμερα υπάρχουν πληθωριστικές πιέσεις, η ΕΚΤ θα χρειάζεται αρκετές αποδείξεις πως αυτές οι πιέσεις δεν είναι παροδικές προτού προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων στην Ευρωζώνη. Εξ ου και τα βραχυπρόθεσμα πιθανά μέτρα για τη μείωση του πληθωρισμού αφορούν τη μείωση της αγοράς κρατικών ομολόγων από την ΕΚΤ. Συνεπώς, οι πιέσεις στην κερδοφορία των τραπεζών της Ευρωζώνης από τα αρνητικά επιτόκια θα συνεχιστούν στο εγγύς μέλλον.

*CFA, ACCA, Ανώτερος χρηματοοικονομικός αναλυτής τραπεζών, Λονδίνο

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 28/11/2021)