Βαλκάνια στην επίκαιρη στρατηγική τους διάσταση

Η αποκαλούμενη και ως πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, Βαλκανική Χερσόνησος, αναδεικνύει παλαιόθεν το φαινόμενο διεκδίκησης οικοδόμησης εθνικού κράτους στην περιοχή, συνθήκη που εκδηλώνεται κατά ταύτα και διά επεκτατικών τάσεων και διαστάσεων.

Σε αυτήν την περιοχή και με αναφορά στην ιδιαίτερη γεωστρατηγική θέση της, οι εκάστοτε μεγάλες δυνάμεις, από την πρώην Σοβιετική Ένωση ως το γερμανικό προπολεμικό και μεταπολεμικό πολιτειακό σχήμα, ασκούσαν την επιρροή τους σε χώρες και λαούς. Δεδομένης δε της ρεαλιστικής αντίληψης του φαινομένου του εθνικισμού ως διεκδικούντος κράτος και επιρροή σε μια διαρκή ροή της πορείας της ιστορίας, η σύγκρουση εκδηλώνεται ως οιονεί παρούσα.

Η κατάρρευση του διπολισμού (1989 / 1991), η οποία επέφερε και την ανάδειξη των «παγωμένων συγκρούσεων» σε θερμά μέτωπα, επηρέασε καθοριστικά και την πορεία της βαλκανικής χερσονήσου. Οι παγωμένες συγκρούσεις παρέπεμπαν στην ψυχροπολεμική διάσταση της διεθνούς πολιτικής, όπου η αντιπαράθεση των λαών αναφερόταν σε σύγκρουση των υπερδυνάμεων, όπου όμως η ισορροπία του Ψυχρού Πολέμου ήταν ικανή να διατηρήσει τις με επίκεντρο τα Βαλκάνια συγκρούσεις στον πάγο, όπερ διερμηνεύεται σε αποφυγή αναφλέξεων.

Λαμβάνοντας υπόψη την πιο πάνω σύντομη αναφορά στα ιστορικά τεκταινόμενα της συγκεκριμένης περιοχής, η πρόσφατη παραίτηση του πρωθυπουργού της Βόρειας Μακεδονίας, Ζόραν Ζάεφ, φέρνει στην επιφάνεια, παρά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, τις βαθύτατα κοινωνικοπολιτικά εδραιωμένες ανιστόρητες αντιλήψεις μιας μακεδονικής διάστασης της εν λόγω πολιτειακής κατασκευής.

Η παραίτηση Ζάεφ και η κατά ταύτα συζήτηση περί της ανάδειξης της εθνικιστικής αντιπολίτευσης σε κυρίαρχο παράγοντα του γειτονικού κρατιδίου, η οποία αντιπολίτευση αμφισβητεί και τη Συμφωνία των Πρεσπών, δημιουργεί δυνάμει ποικίλες εσωτερικού και διεθνούς επιπέδου μεταβολές.

Σε αυτές συγκαταλέγεται και μια επερχόμενη αλλαγή του σκηνικού στις σχέσεις Αθηνών – Σκοπίων αναφορικά και προς το κυρίαρχο ζήτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών, την οποία η τέως αντιπολίτευση και δυνάμει κυβέρνηση αμφισβητεί εντόνως, ενώ δεν θα ήταν απομακρυσμένο το σενάριο, ακόμη και εάν στο παρόν δεν εκφράζεται, να δρομολογείται σχεδιασμός επαναδιαπραγμάτευσής της σε ένα νέο πλαίσιο πολιτικής, που να συνάδει προς τις κατά ταύτα «μακεδονικές» τους διεκδικήσεις.

Το ανωτέρω επιχείρημα εδράζεται και στο γεγονός πως στο κόμμα της αντιπολίτευσης περιλαμβάνονται πλειοψηφικά και ακραίοι εθνικιστές, που θεωρούν ότι ο «συμβιβασμός» των Πρεσπών παραχαράσσει την ιστορία, όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, και υπονομεύει τη διάσταση της συγκρότησης του «μακεδονικού έθνους». Οι Πρέσπες γι’ αυτούς δεν είναι αποδεκτές.

Επίσης, η ανατροπή του συγκαταβατικού προς τον εν γένει διεθνή παράγοντα και δη τη Δύση, Ζάεφ, δημιουργεί ένα πλαίσιο καινούργιου πολιτικού σκηνικού στη Βόρεια Μακεδονία, με την έννοια ότι αυτήν τη στιγμή κυρίως λόγω της εθνικιστικής διάστασης, που εκπέμπει η αντιπολίτευση, η Ευρώπη, κατά ένα μέρος, προβληματίζεται σε σχέση με την υποψηφιότητα της χώρας για ένταξη στην ΕΕ.

Η τάση είναι αρνητική εξαιτίας του ότι η αξιοπιστία, δηλαδή η εμπιστοσύνη που τρέφουν οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προς την νυν αντιπολίτευση, είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Ουσιαστικά, αμφισβητείται η ευρωπαϊκή ταυτότητα των πολιτικών κύκλων που εμφανίζονται στο παρόν ως δυνάμει διάδοχοι του Ζόραν Ζάεφ.

Η απομάκρυνση από την Ευρώπη θα δημιουργούσε, ούτως η άλλως, προβλήματα εσωτερικής συγκρότησης, σταθερότητας και προοπτικής γι’ αυτό το κρατίδιο. Επισημαίνεται πως πρόκειται για ένα εύθραυστο πολιτικό σύστημα, λόγω της παρουσίας Αλβανών και αλβανόφωνων, που εμμέσως πλην σαφώς, λόγω και έργω, συντηρούν τη διάσπαση του χώρου επ’ αγαθώ μιας προσδοκώμενης Μεγάλης Αλβανίας.

Κατά τα ανωτέρω, το πρόβλημα της Βόρειας Μακεδονίας θα είναι στρατηγικής υφής με την αποχώρηση της τωρινής ηγεσίας, δεδομένου του ότι η κυβέρνηση Ζάεφ ταυτίζεται με την ενταξιακή πορεία της χώρας στην ΕΕ, πράγμα που διασφαλίζει κατά ταύτα διά της ευρωπαϊκής κοινωνικοοικονομικής συνιστώσας και την εσωτερική επισφαλή σταθερότητα.