Αναλύσεις

Ξαναστήνοντας τους κανόνες

Η συζήτηση για το Δημοσιονομικό Σύμφωνο αναμένεται να ξεκινήσει την ερχόμενη βδομάδα, στη συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) να έχουν θέσει προς συζήτηση τις δικές τους σκέψεις

Η κρίση της πανδημίας και οι χαλαρώσεις όσον αφορά το Δημοσιονομικό Σύμφωνο οδηγούν στην επανεξέτασή του. Από τη μια θα αξιολογηθεί η μέχρι τώρα εφαρμογή του και η αποτελεσματικότητά του όσον αφορά την αξιολόγηση και την απορρόφηση των κινδύνων και από την άλλη το πόσο ρεαλιστικοί είναι οι στόχοι που θέτει, με τη μεγάλη συζήτηση να αφορά το δημόσιο χρέος.

Η συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει την ερχόμενη εβδομάδα στη συνεδρίαση των Υπουργών Οικονομικών της Ευρωζώνης, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) να έχουν θέσει προς συζήτηση τις δικές τους σκέψεις.

Όσον αφορά το όριο για το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν αναμένονται αλλαγές, ενώ όσον αφορά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το επιτρεπόμενο όριο αναμένεται να αυξηθεί από το 60% σε 100% (θεωρώντας το 60% πολύ δύσκολο να επιτευχθεί ειδικά στη μετά κορωνοϊό εποχή). Σημειώνεται επίσης ότι αρκετές φορές στο παρελθόν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδέχτηκε απόκλιση από τους στόχους χωρίς να επιβάλει «ποινές» όπως στις περιπτώσεις της Ισπανίας και της Ιταλίας.

Σύμφωνα με τους μηχανισμούς του Δημοσιονομικού Συμφώνου, σε περίπτωση που μια οικονομία κινείται εκτός των ορίων, ενεργοποιείται ο μηχανισμός υπερβολικού ελλείμματος και θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για τη μείωση των δαπανών.

Δημιουργία νέου μηχανισμού εξέτασης

Οι προτάσεις που φαίνεται να βρίσκονται στο τραπέζι, πέρα από την αύξηση του μέγιστου ορίου του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, είναι η δημιουργία ενός νέου μηχανισμού εξέτασης των οικονομιών κάθε χώρας κατά περίπτωση και η συμφωνία στον τρόπο και στα μέτρα τα οποία όταν εφαρμοστούν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα θα επανέλθουν εντός του πλαισίου.

Η συγκεκριμένη συμφωνία θα αφορά κυρίως το σκέλος των δαπανών (εφόσον το δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι ευκολότερο να ποσοτικοποιηθεί παρά η αύξηση των εσόδων που επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες), όπως είδαμε και στο παρελθόν, με ενδεχόμενες χαλαρώσεις όσον αφορά τις δαπάνες που αφορούν επενδύσεις ή περιόδους ύφεσης (να δίνεται μια περίοδος χάριτος όσο παρατηρούνται αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης).

Σημειώνεται ότι οι τελικές αποφάσεις αναμένονται μέσα του επόμενου χρόνου, εφόσον βρισκόμαστε στα αρχικά στάδια των συζητήσεων, ενώ τη δική τους σημασία έχουν και οι εκλογές στη Γαλλία τον επόμενο χρόνο. Πολλοί αναλυτές αναμένουν μια έντονη συζήτηση μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά (με την πιο συντηρητική πολιτική) και του νότου, ώστε να υπάρχει κατάληξη σε μια ισορροπημένη λύση.

Σημειώνεται ότι στις χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος συμπεριλαμβάνονται και σημαντικές οικονομίες, όπως αυτές της Ισπανίας, της Ιταλίας και ενδεχομένως της Γαλλίας. Οπότε είναι με ιδιαίτερο τρόπο που αναμένουμε να δούμε τις τελικές αποφάσεις, εφόσον τέτοιες παραδοσιακές οικονομίες δύσκολα θα μπουν κάτω από αυστηρούς κανόνες μείωσης των δαπανών και παρακολούθησης από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς.

Στις συζητήσεις θα ληφθεί υπόψη η προσπάθεια για τραπεζική και δημοσιονομική ένωση, εγχείρημα δύσκολο αν ο σκοπός αφορά την πλήρη ένωση, εφόσον αναφερόμαστε σε οικονομίες με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως για παράδειγμα η μικρή οικονομία της Κύπρου που βασίζεται κυρίως στις υπηρεσίες σε σχέση με τη μεγάλη βιομηχανική οικονομία της Γερμανίας.

Υπενθυμίζεται ότι οι Κεντρικές Τράπεζες σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της ρευστότητας προχώρησαν στην επέκταση των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης, διατηρώντας τα επιτόκια σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ενισχύοντας τις αγορές ομολόγων από τις δευτερογενείς αγορές, «διογκώνοντας» τους ισολογισμούς τους.

Το περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων από τη μια βοηθά στην ευνοϊκότερη χρηματοδότηση έργων από την άλλη επηρεάζει αρνητικά την κερδοφορία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων καθώς και τις αποδόσεις των επενδύσεων των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών ταμείων. Είναι γι’ αυτόν τον λόγο που αναζητούνται άλλες μορφές επενδύσεων εκτός των ομολόγων και των τραπεζικών καταθέσεων.

Η δημιουργία «τεχνητής ρευστότητας» στις αγορές μείωσε με ασύμμετρο τρόπο τις αποδόσεις των ομολόγων από τη μια, ενώ από την άλλη προκάλεσε αυξήσεις στις τιμές άλλων χρηματοοικονομικών μέσων. Σίγουρα τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης είναι έκτακτα και η διατήρησή τους για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν είναι βιώσιμη. Ούτε όμως και η απότομη απόσυρσή τους ενδείκνυται εφόσον θα δημιουργήσει κραδασμούς στις αγορές και αλυσιδωτά προβλήματα σε αρκετές οικονομίες, όπως οι αναδυόμενες.

Οι κεντρικές τράπεζες φαίνεται να υιοθετούν μια προσεκτική στάση όσον αφορά την απόσυρση των μέτρων. Την προηγούμενη εβδομάδα η Τράπεζα της Αγγλίας, εκπλήσσοντας τους αναλυτές, διατήρησε τα χαμηλά επιτόκια, με τις αποφάσεις να μετατίθενται για τον Δεκέμβρη. Θετικά αντέδρασαν και οι αγορές στην ηπιότερη στάση όσον αφορά το “tapering” (απόσυρση μέτρων) της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) αλλά και στα ενισχυμένα μακροοικονομικά στοιχεία της αμερικανικής οικονομίας.

Μπορεί να επιβραδύνθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης των οικονομιών αλλά αυτός αναμένεται να συνεχιστεί τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, με την απασχόληση να ενισχύεται στην Κύπρο (κάτω από το 4% του ανθρώπινου δυναμικού μετά από αρκετά χρόνια) αλλά και στο εξωτερικό (στις ΗΠΑ οι αιτήσεις για επιδόματα ανεργίας βρίσκονται στο χαμηλότερο σημείο των τελευταίων δεκαεννέα μηνών).

Η απασχόληση αποτελεί ένα σημαντικό στατιστικό στοιχείο για μια οικονομία και θα πρέπει να αξιολογείται σε συνεχή βάση. Είναι σίγουρα απαραίτητη η σωστή διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και εξέτασης των τομέων και των επαγγελμάτων για τα οποία αναμένεται να υπάρξει ζήτηση, τόσο όσον αφορά τους παραδοσιακούς τομείς της οικονομίας, αλλά και γι’ αυτούς που γίνονται προσπάθειες να αναπτυχθούν, όπως αυτός της τεχνολογίας.

Την ίδια στιγμή προβληματισμό δημιουργεί η σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, κάτι το οποίο θα συζητηθεί και στη συνάντηση των Υπουργών Οικονομικών την ερχόμενη βδομάδα.

Πώς επηρεάζεται η Κύπρος

Η Κύπρος ως εξωγενής οικονομία επηρεάζεται σημαντικά από οποιεσδήποτε αρνητικές εξελίξεις, ειδικά σε χώρες οικονομικά συνδεδεμένες με αυτήν. Η κρίση της πανδημίας είναι διαφορετική από τις προηγούμενες εφόσον επηρεάζει στο σύνολό τους τις οικονομίες. Σημαντικοί τομείς της οικονομίας έχουν επηρεαστεί σημαντικά, με το μεγάλο στοίχημα να παραμένει ο μετασχηματισμός της οικονομίας.

H Κύπρος μέσα από τις τωρινές συγκυρίες έχει την ευκαιρία να αναδιοργανωθεί και να δημιουργήσει μια πιο ευέλικτη οικονομία, σημαντικά διαφοροποιημένη. Τα κεφάλαια που έχει στη διάθεσή της η κυπριακή Κυβέρνηση μέσα από τα ευρωπαϊκά κονδύλια τής δίνουν αυτήν τη δυνατότητα.

Το σίγουρο είναι ότι οι οικονομίες καλούνται να λειτουργήσουν σε ένα διαφορετικό διεθνές οικονομικό, και ενδεχομένως πολιτικό, περιβάλλον. Οι κανόνες από τα θεσμικά ευρωπαϊκά και διεθνή θεσμικά όργανα επανακαθορίζονται, όπως και οι κανόνες της αγοράς.