Αναλύσεις

Οθωμανική στρατηγική υποχρεωτικής μετανάστευσης και αποικισμού

Aπό το «Sürgün» του 1571 στις σημερινές ανεξέλεγκτες μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία στην Κύπρο

Το πρόβλημα της λαθρομετανάστευσης και το ζήτημα του προσφυγικού στην Κύπρο επανήλθαν έντονα εκ νέου στον δημόσιο διάλογο. Αφορμή ήταν δημοσιεύματα της περασμένης Κυπριακής, που επέκριναν τον ίδιο τον Υπουργό Εσωτερικών Νίκο Νουρή. Μια άλλη σημαντική εξέλιξη που προέκυψε μέσα στη βδομάδα ήταν η υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας με το Ισραήλ για εγκατάσταση ηλεκτρονικού συστήματος επιτήρησης της «Πράσινης Γραμμής», με απώτερο στόχο τον περιορισμό της παράνομης διακίνησης από τα κατεχόμενα στις ελεύθερες περιοχές. Χωρίς αμφιβολία, μεγάλο μέρος των μεταναστευτικών ροών ενθαρρύνεται και υποκινείται από Τούρκους λαθρεμπόρους. Για να κατανοήσει κανείς τους απώτερους στόχους της Τουρκίας, που ανέλαβε ρόλο τροχονόμου μεταναστών-προσφύγων και άλλων πληθυσμών, θα πρέπει να ανατρέξει στις οθωμανικές πρακτικές προηγούμενων αιώνων. Στην παρούσα ανάλυση εξετάζεται η οθωμανική στρατηγική της υποχρεωτικής μετανάστευσης και των απελάσεων κυρίως προς την Κύπρο αλλά και άλλες περιοχές.

Sürgün - Στόχοι και σκοποί

H μετανάστευση με τον εξαναγκασμό και ο εποικισμός άλλων περιοχών από την Οθωμανική Διοίκηση είχε διάφορους αλληλένδετους σκοπούς και στόχους: Στρατηγικούς, πολιτικούς, οικονομικούς, εμπορικούς, θρησκευτικούς και ασφαλώς δημογραφικούς. Ένας από τους πιο σημαντικούς μελετητές της πρώιμης οθωμανικής περιόδου τον περασμένο αιώνα, ο Halil Inalcik, έχει κάνει πολυάριθμες έρευνες στο θέμα της μεταφοράς πληθυσμού. Στο πολύτιμο άρθρο του «Οθωμανικές μέθοδοι κατάκτησης», που δημοσιεύθηκε το 1954, επισημαίνει πως ο κρατικά μεθοδευμένος εκτοπισμός και μετανάστευση κατέχουν μια σημαντική θέση στο ευρύτερο πρότυπο της οθωμανικής επέκτασης.

Στην τουρκική-οθωμανική ορολογία υπήρχε μάλιστα και η λέξη sürgün (απέλαση, μεταφορά) που νοηματοδοτούσε κυρίως δύο καταστάσεις. Πρώτον, όριζε την αναγκαστική μετανάστευση ή εξορία, που επιβλήθηκε στους αντιφρονούντες είτε προσωρινά είτε μόνιμα από την Πύλη, για να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα στον τόπο από τον οποίο απομακρύνθηκαν. Δεύτερον, και πιο σημαντικό σε σχέση με τους Έλληνες-Χριστιανούς, Αρμενίους ή Εβραίους, το Sürgün προσδιορίζει την οθωμανική πολιτική μεταφοράς πληθυσμού, σύμφωνα με την οποία μεγάλος αριθμός ανθρώπων αναγκάστηκαν να μετεγκατασταθούν για στρατηγικούς σκοπούς.

H πιο κατατοπιστική μελέτη της χρήσης του Sürgün στην οθωμανική ιστορία παραμένει η σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκε από τον Omer Lufti Barkan, μεταξύ των ετών 1949 και 1953, με τον τίτλο «Οι μεταφορές πληθυσμών ως μέθοδος εγκατάστασης και αποικισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία». Ο Barkan παρουσιάζει το Sürgün ως σημαντικό στοιχείο στο μεγάλο δημογραφικό κίνημα που στήριξε την ίδρυση και ανάπτυξη της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η μελέτη επικεντρώνεται στον αποικισμό της Ρόδου και της Κύπρου, την εγκατάσταση Τούρκων στη Ρούμελη, τη μετεγκατάσταση νομάδων και τη μεταφορά μελών ή της άρχουσας τάξης, τόσο Χριστιανών όσο και Μουσουλμάνων. Παράλληλα στο άρθρο του με τίτλο «Μέθοδος εγκατάστασης και εποικισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις εξορίες» υποστηρίζει πως, πέρα από τη στρατιωτική σκοπιμότητα, οι απελάσεις από τους Οθωμανούς και η πολιτική επανεγκατάστασης των μεταναστών συνοδευόταν τις πλείστες φορές με πολιτικά κίνητρα ή στόχους. «Η επανεγκατάσταση Τούρκων και μουσουλμάνων μεταναστών μεταξύ των “εχθρικών” στοιχείων και η μετακίνηση χριστιανών από τα κατακτημένα εδάφη αντιμετωπίζονταν ως προϋπόθεση της ασφάλειας και της τάξης», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Εποικισμός αντί στρατός

Οι Οθωμανοί διαπίστωσαν εξ αρχής ότι ο αποικισμός είναι το πιο αποτελεσματικό και σημαντικό εργαλείο για την επίτευξη μακροπρόθεσμου ελέγχου της γης. Η στρατιωτική κατοχή από μόνη της αποδείχθηκε επωφελής σε πολλές περιπτώσεις, ιδιαίτερα βραχυπρόθεσμα, αλλά είχε μειονεκτήματα αναφορικά με την παγίωση της εξουσίας σε μια περιοχή. Επιπλέον, η τοποθέτηση στοιχείων του κεντρικού στρατιωτικού σώματος στερούσε πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό και αντλούσε άμεσα στους υλικούς πόρους του κράτους. Από την άλλη, η μόνιμη μεταφορά και εγκατάσταση κοινοτήτων σε άλλες περιοχές, αποδείχθηκε ένα αυτοσυντηρούμενο μέσο ελέγχου που είχε ελάχιστες επιπτώσεις στον κεντρικό κρατικό μηχανισμό.

Ο χαρακτήρας της κατοχής και του εποικισμού ήταν συχνά στενά συνδεδεμένος με τον επιθυμητό βαθμό ελέγχου σε αυτό το έδαφος. Η εφαρμογή μιας προσπάθειας εποικισμού, ο αριθμός και το είδος των ανθρώπων που μετέφεραν σε μια επικράτεια, συχνά συνδέονταν με τον βαθμό ελέγχου που απαιτείται για μια συγκεκριμένη περιοχή. Η Βουλγαρία, για παράδειγμα, ήταν ζωτικής σημασίας για το δυτικό μέτωπο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και για την υπεράσπιση της καρδιάς του κράτους – υπήρχε πολύ μεγάλος αριθμός ανθρώπων που μεταφέρθηκαν εκεί. Ο αυστηρός έλεγχος της Αλβανίας, μιας περιοχής ζωτικής σημασίας για τους ψυχρούς πολέμους της Αυτοκρατορίας με τη Βενετία, εξετάζεται επίσης υπό αυτό το πρίσμα.

Μέθοδοι δημογραφικής μηχανικής

Επιπλέον, ο εποικισμός εδαφών συχνά λειτούργησε προς τη μακροπρόθεσμη δημογραφική αλλαγή, συμπεριλαμβανομένης της μεταμόρφωσης του χαρακτήρα και της τελικής ταυτότητας εκείνων που αποτελούσαν τους κατοίκους μιας περιοχής. Αυτό επιτεύχθηκε τόσο μέσω της εισροής νέων δημογραφικών στοιχείων όσο και μέσω της πρόκλησης αλλαγής στον γηγενή πληθυσμό, συνήθως με τη μορφή θρησκευτικής μεταστροφής ή γλωσσικής και πολιτισμικής αφομοίωσης. Αυτό πράγματι αποδείχθηκε κρίσιμη δύναμη στην ιστορία της τουρκικής κυριαρχίας στην Ανατολία και σε μικρότερο βαθμό σε μέρος των Βαλκανίων.

Επιδεικνύοντας την επιθυμία να αξιοποιήσει άλλες πηγές ανθρώπινου δυναμικού για την εκπλήρωση των στόχων ασφαλείας, η οθωμανική κυβέρνηση ωθούσε νέους από την τάξη των πολιτών/αγροτών επιλέξιμους για στρατιωτικές θέσεις κατά τη διάρκεια του εποικισμού της Κύπρου. Δεν μπορεί επίσης να είναι τυχαίο ότι ο μεγαλύτερος αριθμός μεταναστών που φτάνουν από την Τουρκία σήμερα στην Κύπρο είναι επίσης άνδρες νεαρής ηλικίας.

Κατάκτηση Κύπρου και απογραφή

Την εποχή των Οθωμανών Τούρκων στην Κύπρο, που διήρκεσε από το 1571 έως το 1878, η φεουδαρχική πρακτική καταργήθηκε, αναστηλώθηκε η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία και τουρκικές οικογένειες από την Ανατολία εγκαταστάθηκαν στο νησί μας, ως απαίτηση της κεντρικής κρατικής πολιτικής. Αμέσως μετά την οθωμανική κατάκτηση οι Τούρκοι ίδρυσαν το Κυβερνείο τους στη Λευκωσία. Ο πρώτος Γενικός Κυβερνήτης της Κύπρου ήταν ο Σερντάρ Μουζαφέρ Πασάς και ο πρώτος Καδής (ιεροδίκης που δικάζει με βάση τον θρησκευτικό νόμο της σαρία), ήταν ο Εκμέλ Εφέντι.

Με το αυτοκρατορικό διάταγμα της 9ης Οκτωβρίου 1571, ο Σινάν Πασάς διορίστηκε ως ο Γενικός Κυβερνήτης και διατάχθηκε να κάνει απογραφή πληθυσμού και να μάθει ποιο σύστημα διακυβέρνησης θα ακολουθούσε. Σύμφωνα με οθωμανικά ιστορικά αρχεία, εκείνην την εποχή ζούσαν 150 χιλιάδες άνδρες, εκ των οποίων 18 χιλιάδες ήταν φορολογούμενοι και 30 χιλιάδες Τούρκοι στρατιώτες. Η μεταφορά Τούρκων στο νησί για την ασφάλειας της Ανατολικής Μεσογείου υλοποιήθηκε μέσω της υποχρεωτικής μετανάστευσης κοινοτήτων, κυρίως από την Ανατολία.

Επιπλέον η πρακτική της εξορίας, που χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός της κρατικής πολιτικής στο οθωμανικό-τουρκικό σύστημα, δεν ήταν απολύτως αναγκαστική, αλλά πραγματώθηκε μέσω αυτών που επιθυμούσαν να ζήσουν μια πιο άνετη ζωή στην κατακτημένη γη. Αυτό έγινε και γίνεται και σήμερα με τους Τούρκους εποίκους στα κατεχόμενα μετά την τουρκική εισβολή.

Οι Οθωμανοί ανακοίνωσαν τότε και κίνητρα για τη στρατηγική-μετανάστευση δηλώνοντας ότι δεν θα ληφθεί φόρος από τις τουρκικές οικογένειες που αποφάσιζαν να εγκατασταθούν στο νησί για περίοδο 2 ετών. Σε οθωμανικό έγγραφο ημερομηνίας 9 Απριλίου 1571 σχετικά με τη μεταφορά πληθυσμού από την Ανατολία στην Κύπρο, σημειώνεται πως δόθηκε μια «οδηγία να μη δεσμεύονται οι οικογένειες που ζουν στην περιφέρεια της Καραμανίας που θέλουν να μεταναστεύσουν με τη θέλησή τους και μάλιστα να τους ενθαρρύνει να το πράξουν».

Εκτελέσεις «απρόθυμων» και οι «αιρετικοί»

Όπως σημειώνει ο Vamık D. Volkan στο βιβλίο του «Cyprus-Warand Adaptation», μόνο το 1/3 από αυτούς που μεταφέρθηκαν στην Κύπρο πήγαν οικειοθελώς, ενώ για όσους απρόθυμους αποστάτες προσπάθησαν να δραπετεύσουν, ο Σουλτάνος διέταξε τον απαγχονισμό τους. Αυτή η μέθοδος της «αναγκαστικής εξορίας» υιοθετήθηκε τόσο σοβαρά, που η αυτοκρατορική διαταγή περιελάμβανε πρόταση για καταγραφή λεπτομερέστατων περιγραφών όλων των μεταφερθέντων στην Κύπρο, ώστε οι υπάλληλοι στο νησί να μπορούν να το επιβεβαιώσουν πως όλοι είχαν συμμορφωθεί.

Στην περίπτωση της Κύπρου, τα κριτήρια επιλογής στόχευαν τόσο εκείνα τα άτομα που βρίσκονται στην περιφέρεια της κοινωνίας και της οικονομίας -όσους είχαν λίγη έκταση γης ή καθόλου, αγρότες, πρόσφατους μετανάστες, άνεργους, καθώς και όσους καταδικάστηκαν για μικροαδικήματα όπως τοκογλυφία- καθώς και όσους είχαν εμπορικές δεξιότητες - τσαγκάρηδες, υφασματοποιοί, μάγειρες, κηροποιοί, βυρσοδέψες, σιδηρουργοί κ.ά..

Το 1577-78 δόθηκε εντολή από τον Μουράτ Β΄ προς τον γενικό κυβερνήτη του Σουλτανάτου του Ρουμ στην Κεντρική Ανατολία, που δήλωνε ότι εάν χρειαζόταν, αντί να εκτελεστούν, οι «αιρετικοί» Κιζιλπάσιδες (κοκκινοκέφαλοι – τουρκομάνοι με περσικές καταβολές) θα έπρεπε να τιμωρούνται με απέλαση στην Κύπρο. Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι ο κατεχόμενος σήμερα Τράχωνας στην επαρχία Λευκωσίας ονομάζεται στα τουρκικά «Kizilbash».

Κατά προσέγγιση 30.000 Τούρκοι είχαν εγκατασταθεί στην Κύπρο μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα και αυτή η μέθοδος αποικισμού χρησιμοποιήθηκε μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι Τούρκοι της Ανατολίας κατάφεραν σταδιακά να φτάσουν το 1/3 του πληθυσμού του νησιού και, σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Halil lnalcık στο βιβλίο του «Kıbrıs'ta Türk İdaresi Altında Nufus», υπολογίζεται ότι ο τουρκικός πληθυσμός στην απογραφή του 1777 ανήλθε σε 47 χιλιάδες, από σύνολο 84 χιλιάδων.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 07/11/2021)