Η συλλογική ευθύνη Κυβέρνησης – Βουλής και η ΜΗ ανάληψή της

Όταν σε μια πολυκομματική Βουλή, κατηγορεί η αντιπολίτευση την Κυβέρνηση για θέματα διαφθοράς και το Κόμμα της συμπολίτευσης προβάλλει άλλην άποψη, θεωρείται τούτο για τον απλό πολίτη, ως φυσιολογική λειτουργία της Δημοκρατίας. Τα κόμματα όμως γνωρίζουν καλά ότι η έλλειψη αυτοκριτικής συντελεί διά της αντιπαράθεσης στην κομματική συσπείρωση.

Στην ουσία όμως υπάρχει ένας προκλητικός εμπαιγμός προς τον κυρίαρχο λαό όταν μια Κυβέρνηση ετοιμάζει και υποβάλλει ένα Νομοσχέδιο ξεκάθαρα αντισυνταγματικό και η Βουλή δεν αντιδρά και το εγκρίνει! Μάλιστα, ουδείς φαίνεται να διερωτάται μετά τη δικαστική διακήρυξη της Αντισυνταγματικότητας, γιατί υπήρξε αυτή η ευφάνταστη παρανομία, τι επέφερε και γιατί διατηρήθηκε πέρα από πέντε χρόνια σε ισχύ.

Η Κυβέρνηση και η Βουλή γνώριζαν εκ καθήκοντος από χρόνια, τη σαφή και σταθερή Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι δεν μπορούσε η Εκτελεστική Εξουσία να υποβάλει Νομοσχέδιο και η Βουλή να το ψηφίσει, όταν ο σκοπός του ήταν η «εξουσία διορισμού» σε συγκεκριμένο Τμήμα της Δημόσιας Υπηρεσίας, με επιλογή που αντί να ανήκει στο μόνο περί τούτου αρμόδιο όργανο την ΕΔΥ, να γίνει από το αναρμόδιο πολιτικό όργανο το Υπουργικό Συμβούλιο.

Ένας τέτοιος Νόμος ψηφίστηκε το 2014 και τροποποιήθηκε το 2016 και αφορά ένα ουσιώδες και ιδιαίτερα ευαίσθητο Τμήμα (φορολογίας) της Δημόσιας Υπηρεσίας. Όμως αμφισβητήθηκε με προσφυγές και το Διοικητικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματική την εξουσία του Υπουργικού να διορίζει τον Έφορο και τους τρεις Βοηθούς Εφόρου, αφού δεν έχει τέτοια αρμοδιότητα κατά το Σύνταγμα και γιατί λήφθηκε χωρίς να υπάρξει διαδικασία προκήρυξης της θέσης, κατά την αρχή της ισότητας και τη διεθνή συμβατική υποχρέωσή μας όπως όλες οι θέσεις του Δημοσίου είναι ανοικτές προς διεκδίκηση από κάθε επιθυμούντα προσοντούχο να διεκδικήσει τη θέση. Διεκδίκηση που προφανώς προϋποθέτει κατά το Κράτος Δικαίου διάφανη και αιτιολογημένη διαδικασία που οφείλει, κατά τον Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμο, η ΕΔΥ.

Το πώς και κατά ποια διαδικασία προέκυψαν οι λεγόμενοι «προτεινόμενοι» προς διορισμό, ως αναφέρει σχετικά η ίδια η πρόταση του Υπουργού Οικονομικών προς το Υπουργικό, είναι άγνωστο. Ουδείς γνωρίζει από την αόριστη αυτή και νεφελώδη αναφορά πώς προέκυψαν οι λεγόμενοι οι «υποψήφιοι» και συνεπώς εξ αυτών οι «προτεινόμενοι». Άγνωστο πόσοι ήσαν και κατά ποια διαδικασία κατέληξε ο Υπουργός στην «εισήγηση» για τους συγκεκριμένους και όχι άλλους. Και, όμως, παρά το κενό αυτό, το Υπουργικό ενέκρινε την ίδια ημέρα την πρόταση και διόρισε το ίδιο αναρμόδια.

Όλη αυτή η αόριστη και αδιαφανής διαδικασία αποτελούσε σαφέστατη και προκλητική παραβίαση του Συντάγματος αλλά και της δεσμευτικής Νομολογίας που όρισε κατά τρόπο ξεκάθαρο ποιο όργανο έχει την αποκλειστική και μόνη αρμοδιότητα για να διορίζει στη Δημόσια Υπηρεσία. Γι’ αυτό και έκρινε το Διοικητικό Δικαστήριο:

«Παραβιάζει το Σύνταγμα, το οποίο εναποθέτει την εξουσία για τη διενέργεια διορισμών στη Δημόσια Υπηρεσία αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας και άρα:

"Ούτε στο Υπουργικό Συμβούλιο παρέχεται αρμοδιότητα για τον διορισμό υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία. Η αρμοδιότητα για διορισμούς σε δημόσιες θέσεις ανήκει αποκλειστικά στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ανεξάρτητο όργανο της Δημοκρατίας.

Το Σύνταγμα αποκλείει την ανάμειξη κάθε οργάνου της πολιτικής εξουσίας από την άσκηση της λειτουργίας για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας"».

Χαρακτηριστικό όμως είναι το γεγονός ότι δεν υπήρξε προσπάθεια (Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο) για προληπτική κρίση της Συνταγματικότητας του Νόμου και συνέχισε η επιμονή για διατήρηση της αντισυνταγματικής αυτής ρύθμισης με την προσπάθεια ανατροπής με Έφεση της Πρωτόδικης απόφασης.

Το Εφετείο, αφού εξέτασε το ζήτημα άμεσα ως θέμα εξαιρετικής σοβαρότητας με πολλές προεκτάσεις, επιβεβαίωσε την Πρωτόδικη απόφαση. Προφανώς η διαδικασία στο Δικαστήριο δεν γίνεται επί ματαίω. Σε μια περίοδο με τόσα συμπτώματα και αποδείξεις διαπλοκής και διαφθοράς μπορεί να αδιαφορεί η Βουλή για το πώς λειτούργησε για τόσα χρόνια ο εξ υπαρχής αντισυνταγματικά διορισθείς Έφορος και η υπ’ αυτό υπηρεσία;

Μήπως η αδιαφορία αυτή έναντι της συνολικής ευθύνης να ψηφιστεί και να λειτουργήσει ένας αντισυνταγματικός Νόμος, όπως και η έλλειψη μετά τη διακήρυξη της αντισυνταγματικότητας οποιασδήποτε αναζήτησης ευθύνης αλλά και ελέγχου, προσδιορίζει μια νέα αντινομική «πρακτική»; Δηλαδή να ψηφίζεται ένας αντισυνταγματικός Νόμος, δεν γίνεται προληπτικός δικαστικός έλεγχος και λαμβάνονται για χρόνια, με βάση αυτόν, αποφάσεις που προφανώς πάσχουν.

Η αντιπολίτευση λοιπόν δεν επικρίνει μόνο, οφείλει και αυτοκριτική. Ξεγελάστηκε η Βουλή και ψήφισε τον Αντισυνταγματικό Νόμο; Εάν όχι, γιατί δεν αναζητά τώρα έστω, ανάληψη ευθύνης για ένα τόσο σοβαρό πολιτικό ατόπημα και κύρια γιατί δεν αξιώνει διοργάνωση της αναγκαίας έρευνας, που ενδεχομένως να αποκαλύψει παρανομίες περί τη χορήγηση διαβατηρίου ή περί τα έγγραφα «Πανδώρα»;

Με αυτήν την αδιαμφισβήτητη και σαφέστατη από χρόνια Νομολογία, είναι ακατανόητο αν όχι προκλητικό το γιατί επέλεξε να καθορίσει την ιεραρχική κορυφή αυτού του τόσου ευαίσθητου Τμήματος της Δημόσιας Υπηρεσίας η χωρίς περί τούτου εξουσία κατά το Σύνταγμα, Πολιτική εξουσία (Κυβέρνηση και Βουλή). Ο χαρακτηρισμός για Πολιτικό ατόπημα είναι ένας ιδιαίτερα επιεικής χαρακτηρισμός. Το δε κενό έρευνας των πεπραγμένων για τόσα χρόνια ενός αντισυνταγματικού οργάνου, αποτελεί μορφή άρνησης διαφάνειας και ελέγχου νομιμότητας.