Ευρωπαϊκών κυρώσεων ρεαλιστική οπτική

Ελλάδα και Κύπρος έθεσαν, τόσο στο παρελθόν, όσο και σήμερα, το κρίσιμο για την πορεία μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής έναντι της Τουρκίας ευρωπαϊκής πολιτικής, ζήτημα των αναγκαίων κυρώσεων σε σχέση με την τουρκική επιθετικότητα και εκδήλωση πράξεων διεθνούς κατά ταύτα παρανομίας. Οι ευρωπαϊκές χώρες δεν κατόρθωσαν μέχρι σήμερα να συμφωνήσουν ομονοούσες επί του ζητήματος των εκ της καταδίκης απορρεουσών κυρώσεων, την ίδια ώρα που η προκλητικότητα της Άγκυρας στα Βαρώσια και στην Κυπριακή ΑΟΖ διαδηλώνει την αποφασιστικότητά της να συνεχίσει τον αναθεωρητικό επεκτατισμό της, όσο δεν υφίσταται σοβαρό κόστος από τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς της.

Υπενθυμίζεται εν προκειμένω πως οι κυρώσεις παρατίθενται ως το αναγκαίο εκείνο εργαλείο, που θα συνεισφέρει, τόσο στην εμπέδωση της αξιοπιστίας μιας αποτελεσματικής ελληνικής στρατηγικής έναντι του τουρκικού επεκτατισμού, όσο και στην περαιτέρω διαδρομή ενίσχυσης της θέλησης των Ευρωπαίων για οικοδόμηση ενός πολιτικού σχήματος, που να λειτουργεί ως ενιαίο ευρωπαϊκό μέλλον ειρήνης εν ασφαλεία.

Σε συνέχεια των ανωτέρω, κατά τη Σύνοδο του Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ, που έλαβεν χώραν εσχάτως, συζητήθηκε γι’ ακόμη μια φορά το ζήτημα της τουρκικής παραβατικότητας με αναφορά στην Κύπρο και στην περίκλειστη περιοχή των Βαρωσίων στην κατεχόμενη Αμμόχωστο. Παρά τις προηγηθείσες από πλευράς ευρωπαϊκών θεσμών εξαγγελίες περί προθέσεως να αξιοποιηθεί ο μηχανισμός επιβολής κυρώσεων και στην προκειμένη περίπτωση να επεκταθούν οι κυρώσεις με αφενός την επιβολή στοχευμένων μέτρων κατά προσώπων και αφετέρου με περικοπές οικονομικής υφής προς την Τουρκία ή ακόμη και με πάγωμα επαφών Τούρκων και Ευρωπαίων αξιωματούχων σε υψηλό επίπεδο, και αυτό το βήμα συζήτησης της ΕΕ έληξε χωρίς την λήψη ουσιαστικών αποφάσεων προς αυτήν την κατεύθυνση.

Η εξέλιξη αυτή επήλθε, γνωστής ούσης της εν τοις πράγμασι υπερίσχυσης των εθνικών συμφερόντων κρατών - μελών, της Γερμανίας προεξαρχούσης, έναντι του ενωσιακού τοιούτου.

Η στάση αυτή αναδεικνύει και σε αυτήν την περίπτωση μια δομική παθογένεια της ΕΕ. Σε συνέχεια αυτού, όμως, τίθεται και το ζήτημα του ότι εάν συνεχιστεί αυτή η επαμφοτερίζουσα στάση, θα αποδυναμωθεί, τόσο η πολιτική συνοχής της ΕΕ, όσο και η εικόνα της Ένωσης συνολικά έναντι τρίτων.

Αυτό προκύπτει καθώς η Ευρώπη καθίσταται αναξιόπιστη πολιτική δύναμη εάν αφετηριακά και πρωτίστως δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί τα συμφέροντα των κρατών - μελών της. Ταυτόχρονα, η αναξιοπιστία της ευρωπαϊκής πολιτικής δράσης συνίσταται και στην προβολή μιας πολιτικής δύο μέτρων και δύο σταθμών. Κάτι τέτοιο εκπέμπεται μηνυματικά και ως εκ του γεγονότος πως ενώ η ΕΕ πρωτοστατεί στην επιβολή κυρώσεων κατά της Ρωσίας λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, κατά τον ίδιο χρόνο δεν λαμβάνει μέτρα που να στηρίζουν τις πολιτικές κρατών - μελών της έναντι της διαιωνιζόμενης τουρκικής παραβατικότητας. Αυτή καθ’ εαυτή η παράσταση αντίφασης αποδυναμώνει την αξιοπιστία της Ένωσης διεθνώς.

Τούτο το γεγονός, δηλαδή η μη επιβολή μέτρων αποτρεπτικών, ενθαρρύνει έτι περαιτέρω τον τουρκικό επεκτατισμό, καθώς η Άγκυρα θεωρεί και ερμηνεύει την εν προκειμένω συμπεριφορά των ευρωπαϊκών κρατών και θεσμών ως προϊόν συμφερόντων, καθώς και ενός οιονεί λανθάνοντος φόβου ως προς μια ενδεχόμενη ρήξη με την Τουρκία.

Η στάση, κατά τα ανωτέρω, των Ευρωπαίων, που προδίδει την απουσία ευρωπαϊκής συνοχής, καθώς και ενιαίας ευρωπαϊκής στρατηγικής, τραυματίζει έτι περαιτέρω την εικόνα του κατά Ντε Γκώλ «ευρωπαϊκού γίγαντα με πήλινα πόδια».

Τούτων δεδομένων, Αθήνα και Λευκωσία καθίστανται πλέον υποχρεωμένες να προχωρήσουν μόνες και μετά συμμάχων, αναπτύσσοντας τις αμυντικές τους δυνατότητες, όπως σχετικώς προνοείται από τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, στηρίζοντας εμπράκτως και όχι απλώς βερμπαλιστικά, το διεθνές δίκαιο, προβάλλοντας εν προκειμένω την αντίληψη ενός πολιτικού ρεαλισμού στην εφαρμοστέα στρατηγική τους.