Κυπριακός Ελληνισμός: Η διαχρονία της ταυτότητας

Η έννοια της ταυτότητας ενός λαού προσδιορίζεται και εκφράζεται και μέσω των συνηθειών, των ηθών και των εθίμων, όπως τούτα καλλιεργούνται και αναπτύσσονται σε μια μικρότερη ή μεγαλύτερη κοινωνία στη διαδρομή της ιστορίας μεταφερόμενα από γενεά σε γενεά.

Στην Κύπρο, ιδιαιτέρως μάλιστα κατά τις δεκαετίες 1950 και 1960, μεσούντων των αγώνων για ελευθέρια, η περίοδος αυτή διακρινόταν ως φωτεινή και έμπλεη ελληνορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Ειδικότερα, ο κόσμος της Κύπρου αισθανόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950, δηλαδή εν μέσω της αποικιακής κατοχής, τη μεγαλόνησο ως κατ’ εξοχήν αδικαίωτο τμήμα του Ελληνισμού. Παρά τις πιέσεις και τους κατατρεγμούς που υφίσταντο από τον κάθε κατακτητή και συγκεκριμένα από τη Βρετανία, οι θρησκευτικές παραδόσεις ήταν ταυτισμένες με την ελληνική εθνική ταυτότητα, όπερ και λειτουργούσαν ως υπαρξιακό δεδομένο.

Η συνείδηση της παράδοσης και αφετέρου του ορθόδοξου πνεύματος μιας ελληνοπρεπούς ζωής, σήμαινε την ταύτιση της πορείας των Κυπρίων με την πίστη και την ελληνικότητα, προσανατολισμένη στη μητέρα πατρίδα.

Η ταυτότητα των Ελλήνων της Κύπρου διατηρήθηκε και άντεξε στη διαδρομή των αιώνων, ακριβώς γιατί οι παραδόσεις και η ελληνική γλώσσα διατηρήθηκαν συνεχώς στην πάροδο του χρόνου, όπερ και ενισχύονταν από τη δομή και την ισχυρή θέση της οικογένειας στο κοινωνικό σύνολο. Οι νεότεροι συνυπήρχαν με τους γηραιότερους, όντας όλοι παρόντες στις καλές και κακές στιγμές.

Η συνθήκη αυτή ταυτιζόταν με την εικόνα μιας ιδεατής, ιστορικά φωτισμένης Ελλάδος, της οποίας το αληθές πολιτικό μεταπολεμικό παρόν δεν ταυτιζόταν με την εμφιλοχωρούσα παράσταση ενός ενδόξου παρελθόντος.

Αυτή η κατάσταση μετεβλήθη μετά το 1974, όταν και η τουρκική εισβολή επέφερε ορατά και μη αποτελέσματα, δηλαδή συνέπειες στη σχέση των Κυπρίων με τη γη και την ιστορική διαδρομή των παραδόσεων. Πλην των άλλων, ψυχολογικών και άλλης υφής ζητημάτων, που άπτονται της παράστασης της Ελλάδας, εκφράστηκαν μεταβολές και στις συνήθειες ως εθιμικές διαδρομές. Τούτες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, στους εορτασμούς διαφόρων στιγμών της Ορθοδοξίας, οι οποίες στο παρελθόν είχαν έντονο κοινωνικό χαρακτήρα και διέτρεχαν την κυπριακή κοινωνία ως διαχρονία και ως ελληνικότητα.

Πιο συγκεκριμένα, μετά την εισβολή αυτό αποτυπώθηκε ανάγλυφα στους πρόχειρα διαμορφωμένους προσφυγικούς καταυλισμούς, που εκδηλώθηκαν ως ένα provisorium και στους οποίους στεγάστηκαν οι βιαίως εκτοπισθέντες από τις εστίες τους Έλληνες της Κύπρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τότε κλίματος και της προσπάθειας αποκατάστασης της σύνδεσης της σχέσης των ατόμων με την πατρώα γη ήταν η ανάδειξη του εορτασμού των Χριστουγέννων, όπως πατροπαράδοτα γινόταν σε κάθε χωριό με συγκεκριμένα εδέσματα και ιδιομορφίες, αλλά και οι ευχετήριες αναφορές διά της φράσης «και του χρόνου στα σπίτια μας». Αυτό συνιστούσε μια προσδοκία, που απέπνεε το τραύμα της εισβολής και την προσδοκία της επιστροφής, που ουδέποτε επαληθεύθηκε. Σε αυτό το χωροχρονικό περίγραμμα και τα εν προκειμένω συμφραζόμενά του εντοπίζεται μια απώλεια της συλλογικής διάστασης της εορταστικής στιγμής, κάτι που συνιστά πλήγμα στην παράδοση ως ιστορία και ως πολιτισμό.

Συναφώς και κατά τα ανωτέρω, οι μεταβολές που επήλθαν στα χρόνια που ακολούθησαν, σε συνδυασμό με την ευρεία χρηματοδότηση κυπριακών κοινωνικοοικονομικών δομών από τον διεθνή παράγοντα, επέφεραν ευρύτερες επιπτώσεις στο γενικότερο πλαίσιο ζωής στην κυπριακή κοινωνία, όπως ήταν η έννοια της μεγάλης οικογένειας, η πίστη στην Ορθοδοξία, τα ήθη και τα έθιμα, τα οποία διέρχονταν εκ των πραγμάτων και εγγενώς μέσω μιας αντίληψης συλλογικότητας. Αυτή η συλλογικότητα είναι που ετρώθη και πλέον αρθρώνεται ως βαίνουσα μειούμενη, ενώ στο παρόν παρατηρείται το ατομοκεντρικό στοιχείο ουσιαστικά να επισκιάζει την παρελθούσα ικανότητα κοινωνικής αλληλεγγύης εμπνεόμενης από την παράδοση, πλήττοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο και τις παραδοσιακές δομές της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας, σε μια οιονεί κρίσιμη στιγμή, όπου ο αγώνας επιβίωσης και αντοχής του κυπριακού Ελληνισμού ως υπαρξιακή διάσταση πολιτισμού βρίσκεται επί ξυρού ακμής.