Αναγκαίος ο καθορισμός στόχων και τακτικής απέναντι στο Ηνωμένο Βασίλειο

ukcyprus.jpeg

Έγραφα την προηγούμενη Κυριακή ότι «το κυπριακό είναι το πρόβλημα ζωής και θανάτου για το σύνολο του κυπριακού λαού. Είναι το πρόβλημα, το οποίο εισήλθε στη σύγχρονή του μορφή και στην τελική ευθεία οριστικής διευθέτησής του ή διάλυσης της οντότητας που λέγεται Κύπρος, με τα Οκτωβριανά του 1931. Την εξέγερση των Κυπρίων κατά του βρετανικού αποικιοκρατικού ζυγού δηλαδή. Έκτοτε, οι πρωταγωνιστές του Κυπριακού υπήρξαν ο κυπριακός λαός, οι Βρετανοί και ο διεθνής παράγοντας. Οι Βρετανοί από τότε έως σήμερα ακολουθούν την ίδια βασικά πολιτική, η οποία έχει ως κεντρικό στόχο τη διατήρηση της παρουσίας τους στην Κύπρο, αξιοποιώντας έτσι τη στρατηγική της θέση και η οποία προϋποθέτει την άσκηση από μέρους τους ρυθμιστικού ρόλου τόσο στα εσωτερικά δρώμενα αλλά και τις εξελίξεις στο πολιτικό πρόβλημα του τόπου».

Σύμφωνα με δημοσιεύματα, το Ηνωμένο Βασίλειο προτίθεται να αναβαθμίσει τις στρατιωτικές Βάσεις του στην Κύπρο. Η αναβάθμιση αυτή θα κοστίσει εκατοντάδες εκατομμύρια και θα στοχεύσει τα εξής: α) Εγκατάσταση ενός νέου συστήματος κεραιών παρακολούθησης παρόμοιου με αυτό που υπάρχει στη Βάση Ακρωτηρίου. β) Αναβάθμιση στρατιωτικών εγκαταστάσεων και υποδομών και ανέγερση νέων.

Είναι ξεκάθαρη λοιπόν η πρόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου όχι μόνο να αξιοποιήσει την παρουσία του στην Κύπρο αλλά και να την αναβαθμίσει και ενισχύσει στο πλαίσιο της νέας στρατηγικής που σχεδιάστηκε και υλοποιείται στη μετα-Brexit εποχή. Στο πλαίσιο αυτού του στρατηγικού σχεδιασμού, του επονομαζόμενου «Global Britain», η Κύπρος φαίνεται να διαδραματίζει ρόλο κλειδί. Στο πλαίσιο αυτής της στρατηγικής, πέρα από την Κύπρο, χώρες και σημεία αναφοράς είναι σύμμαχα του Ηνωμένου Βασιλείου κράτη, όπως οι ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Ομάν κ.λπ. και τα Γιβραλτάρ, Κένυα, Σιγκαπούρη. Σ’ αυτόν τον σχεδιασμό έχει χωρέσει ως εμπορικός εταίρος η Κίνα, αλλά έχει αποκλειστεί η Ρωσία.

Αυτή η νέα βρετανική στρατηγική διατηρεί συγκεκριμένα δεδομένα που αφορούν την πατρίδα μας και δημιουργεί νέα. Έχοντας κατά νουν τη βρετανική παρουσία στην Κύπρο, την ιδιότητα της εγγυήτριας δύναμης και τον ειδικό ρόλο του Ηνωμένου Βασιλείου στον ΟΗΕ για το Κυπριακό, μπορεί να λεχθεί ότι η χώρα αυτή διαδραματίζει και σήμερα όπως και τα τελευταία 100 και πλέον χρόνια καταλυτικό ρόλο για το μέλλον της Κύπρου. Ιστορικά ο ρόλος της Βρετανίας στην Κύπρο και το Κυπριακό είναι καλά γνωστός σε όλους. Όπως είναι καλά γνωστός ο ρόλος της σε κρίσιμες καμπές της σύγχρονης κυπριακής Ιστορίας όπως με τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την περίοδο του ’55-’59, τη συνομολόγηση των Συνθηκών Ζυρίχης - Λονδίνου, τα γεγονότα του 1963 -1964 με την προσπάθεια αλλαγής των 13 σημείων του Συντάγματος και την κατάληξη στη διαιρετική «Πράσινη Γραμμή», τα γεγονότα του 1974 και όσα ακολούθησαν μέχρι σήμερα.

Απ’ όλα τα πιο πάνω συμπεραίνεται ότι αυτός ο ρόλος θα συνεχίσει να είναι σημαντικός για την Κύπρο και το Κυπριακό. Και αυτός ο ρόλος είναι ξεκάθαρο πού στοχεύει και τι θέλει να εξυπηρετήσει. Τα συμφέροντα της Βρετανίας, φυσικά και των συμμάχων της, με ιδιαίτερη έγνοια στο ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ. Απ’ εδώ πηγάζει και το πρόβλημα για μας, δεδομένου ότι από τη μια ανάμεσα στους συμμάχους του το Ηνωμένο Βασίλειο, τουλάχιστον από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα έως σήμερα, κατατάσσει και την Τουρκία, και από την άλλη, ότι η όποια λύση ή ρύθμιση του Κυπριακού πρέπει να εξυπηρετεί τα προαναφερθέντα συμφέροντα. Κατά συνέπειαν, καθαροί οι βρετανικοί στόχοι. Στόχοι που επηρεάζουν τόσο τις εξωτερικές σχέσεις της Κύπρου με τρίτες χώρες, όσο και τα εσωτερικά πολιτικά και οικονομικά δρώμενα.

Από τη μια λοιπόν το Ηνωμένο Βασίλειο το οποίο υπηρετεί τα δικά του συμφέροντα, που όπως και όλα τα άλλα μεγάλα κράτη, θεωρεί ότι επεκτείνονται πολύ πέραν των γεωγραφικών ορίων της επικράτειάς του, και από την άλλη εμείς. Στο «εμείς» υπάρχει πρόβλημα. Γιατί ενώ το Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και άλλα κράτη, έχουν σαφή αντίληψη των συμφερόντων τους και πώς τα εξυπηρετούν, εμείς δεν έχουμε. Και συνακόλουθα δεν έχουμε σαφή αντίληψη του χειρισμού της συγκεκριμένης σχέσης. Της σχέσης δηλαδή Κύπρου και Ηνωμένου Βασιλείου. Η Κύπρος ως ένα μικρό, πολύ μικρό κράτος και μάλιστα ημικατεχόμενο, έχει ανάγκη καλών σχέσεων με όλους. Έχει ιδιαίτερη ανάγκη να ισοζυγίζει κατά το δυνατόν τις σχέσεις της με τα ισχυρά κράτη, ειδικά τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας και την ηγέτιδα χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτές οι σχέσεις έτσι κι αλλιώς δεν είναι εύκολο να ισορροπούν, πόσω μάλλον που η χώρα μας έχει και ειδικές δεσμεύσεις λόγω της συμμετοχής της ως πλήρους κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και ασφυχτικού εναγκαλισμού της Συνθήκης Εγγύησης με Ηνωμένο Βασίλειο, Ελλάδα και την κατοχική Τουρκία. Καθίσταται συνεπώς αναγκαίο να υπάρχει μια καθαρή στρατηγική αντίληψη της σχέσης με διάφορα κράτη, αλλά ειδικότερα με το Ηνωμένο Βασίλειο για τους λόγους που αναλύθηκαν. Αυτή η σχέση έχει πάρει ιδιαίτερη διάσταση μετά το 1974, αλλά δυστυχώς μέχρι σήμερα από πλευράς Κύπρου δεν υπάρχει καθαρή στρατηγική αντίληψη πώς τη διαχειριζόμαστε. Είναι απαραίτητο να υπάρξει μια τέτοια αντίληψη. Να τύχει επεξεργασίας, να συζητηθεί και υιοθετηθεί. Δεν μπορεί απλώς να παρακολουθούμε. Δεν μπορεί κάθε φορά που έχουμε νέα κυβέρνηση να υπάρχουν σπασμωδικές αντιδράσεις ή να μην υπάρχουν καθόλου. Η σχέση Κύπρου και Ηνωμένου Βασιλείου πρέπει να αποτελέσει πρωτεύουσα προτεραιότητα με ξεκάθαρους στόχους και τακτική εφαρμογής αυτών των στόχων.

(δημοσιεύθηκε στη «Σημερινή της Κυριακής», 05/12/2021)