Υπέρ της τέχνης του ηθοποιού
Αν μια από τις πιο ζωτικές λειτουργίες του θεάτρου είναι να δείχνει τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, τη διαρκή ωμότητα της ανθρώπινης κατάστασης, το πρόσφατο θεατρικό παρασκήνιο την αποκάλυψε με τον πιο αλγεινό τρόπο, μέσα από τα πάθη των ίδιων των ανθρώπων του. Σχεδόν άναυδοι και περιδεείς, είδαμε, μέσα από τον καταιγισμό των καταγγελιών και των αποκαλύψεων, η υψηλή απαίτηση μιας πραγματικά μεγάλης τέχνης, να εκβάλλει σε χυδαιότητα, εξουσιαστική παραφροσύνη, ηθική νοσηρότητα, πνευματικό εκμαυλισμό

Ήταν Οκτώβριος του 1977, όταν βρέθηκα, αρχή της εφηβείας ακόμα, στην πλατεία του δημοτικού θεάτρου Λευκωσίας για να παρακολουθήσω την ιστορική, όπως αποδείχτηκε, παράσταση του ΘΟΚ, Μάνα Κουράγιο, του Μπέρτολτ Μπρεχτ, σε σκηνοθεσία Ούβε Χάους και τη μεγάλη κυρία του θεάτρου μας, Δέσποινα Μπεμπεδέλη, στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Έκτοτε, βρίσκομαι στο σύμπαν μιας παρατεταμένης σαγήνης, σημαδεμένος, για πάντα, από τις ακαταμάχητες γητειές της θεατρικής τέχνης. Δεν σκέφτηκα ποτέ να γίνω ηθοποιός ή σκηνοθέτης, ούτε να ασχοληθώ με οιονδήποτε άλλο τρόπο επαγγελματικά με την τέχνη του Διόνυσου, όμως, εκείνη τη μέρα βρήκα - όπως αποδείχθηκε, αμετακίνητα – την πεπρωμένη θέση μου «απέναντι» στο θέατρο: κάποιου που προσπαθούσε να διαμορφώσει, μέσα από τα νάματα της σκηνικής μαγείας, μια πεπαιδευμένη στάση ζωής, να εισχωρήσει, όσο του επέτρεπαν τα όρια και οι δυνάμεις του, στα άδυτα της σκηνικής «ιεροπραξίας», βρίσκοντας ένα σημείο αντάξιας συμμετοχής. Ο σεβασμός μου προς τους ανθρώπους του θεάτρου ήταν πάντα απεριόριστος, θεωρώντας πως ήταν οι θεράποντες μιας ολικής τέχνης, ασύγκριτης ως προς τις προϋποθέσεις, τις απαιτήσεις και τις επιτεύξεις της.
Όταν, έπειτα από χρόνια, ως πολιτιστικός συντάκτης, έτυχε να βρεθώ πιο κοντά στο θέατρο και τους ανθρώπους του, η πεποίθησή μου αυτή διαρκώς δυνάμωνε, αφού αναγνώριζα στους περισσότερους σκηνοθέτες και ηθοποιούς ένα είδος – ας επιτραπεί η κάπως… αδιάντροπη υπερβολή -, «homo universalis», ανθρώπους πολύπλευρα καλλιεργημένους, βαθιά ανήσυχους και δημιουργικούς, καλλιτεχνικά και κοινωνικά ευαίσθητους, και άριστους χρήστες – οι περισσότεροι – της ελληνικής γλώσσας.
Η συνομιλία, οι συζητήσεις και οι συνεντεύξεις μαζί τους ήταν πραγματικά μια απόλαυση, έδιναν πάντα αρκετή και πολύτιμη τροφή για σκέψη, βοηθώντας, παράλληλα, να καταλάβω καλύτερα τους βαθύτερους προβληματισμούς για την τέχνη τους.
Ο κόσμος του θεάτρου, ωστόσο, δεν είναι μόνον οι παραστάσεις, η πράξη της σκηνής, ο προβεβλημένος και, ενίοτε, φωτισμένος λόγος των πρωταγωνιστών του και η λαμπερή εικόνα τους. Πίσω από τις κουίντες, στα παρασκήνια και στα καμαρίνια, συχνά, εκτυλίσσεται, εκτός «κειμένου» και σκηνής, η ιλαροτραγωδία του ανθρώπινου πεπρωμένου, με τους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες να καθίστανται, ασυναίσθητα ή όχι, οι πολύπαθες ενσαρκώσεις των κορυφαίων ρόλων.
«Το θέατρο είναι τρία σανίδια, δύο πρόσωπα, ένα πάθος», έλεγε ο Λόπε ντε Βέγκα. Αυτό το πάθος, η «σμίλη η δεινή των κυλιομένων αισθήσεων» κατά Βαρβέρη, περιελίσσεται, ενίοτε, ως ένας θηριώδης κυματισμός που μπορεί να καταβροχθίσει τα πάντα.
Αν μια από τις πιο ζωτικές λειτουργίες του θεάτρου είναι να δείχνει τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, τη διαρκή ωμότητα της ανθρώπινης κατάστασης, το πρόσφατο θεατρικό παρασκήνιο την αποκάλυψε με τον πιο αλγεινό τρόπο, μέσα από τα πάθη των ίδιων των ανθρώπων του. Σχεδόν άναυδοι και περιδεείς, είδαμε, μέσα από τον καταιγισμό των καταγγελιών και των αποκαλύψεων, η υψηλή απαίτηση μιας πραγματικά μεγάλης τέχνης, να εκβάλλει σε χυδαιότητα, εξουσιαστική παραφροσύνη, ηθική νοσηρότητα, πνευματικό εκμαυλισμό.
Συγκλονιστήκαμε από τη σαθρότητα ανθρώπων που έλαμψαν στη σκηνή, φανερώνοντας τις αφανέρωτες διαστάσεις και προεκτάσεις της ύβρεως, της άμετρης δύναμης, του ολέθριου πάθους και της ποταπότητας.
Αναίσχυντη κάθε απόπειρα «συμψηφισμού»
Γι’ αυτά τα βδελυρά γεγονότα δεν μπορεί να υπάρξει κανένας συμψηφισμός, όπως επιχειρείται, αναισχύντως, από ορισμένους, βάζοντας στο ίδιο ζύγι θύτες και θύματα ή κρατώντας «ίσες αποστάσεις», χάριν μιας κίβδηλης και ύποπτης «αντικειμενικότητας». Υπήρξαν, βέβαια, και μερικοί που «διάβηκαν τον Ρουβίκωνα», περιφρονώντας τα θύματα και στηρίζοντας τους θύτες! Αυτοί, ας μοιραστούν την καταισχύνη των θυτών.
Αν και είναι παντελώς άδικο να υποστηριχθεί πως το θέατρο και ο κόσμος του δεν αξίζουν τίποτε λιγότερο, πια, από την περιφρόνηση - όπως σπεύδουν να πουν μερικοί -, οπωσδήποτε, όμως, δεν μπορούν να αποφύγουν να είναι υπόλογοι, έστω, μιας δικαιολογημένης καχυποψίας, που ενεργοποιεί απονευρωμένα, από τη ζωή και την ιστορία, απαξιωτικά στερεότυπα για την τέχνη του ηθοποιού.
Γιατί, όλα αυτά που βγαίνουν στην επιφάνεια μπορεί να μην αντιπροσωπεύουν την ολότητα, όμως πλήττουν βαθύτατα την εικόνα και την «καλή μαρτυρία» του θεάτρου, διεπράχθησαν από καταξιωμένους καλλιτεχνικά και υπεράνω υποψίας σκηνοθέτες και ηθοποιούς και φαίνεται πως αποτελούν μόνον ένα μέρος του προβλήματος.
Ωστόσο, μέσα στον κυκεώνα των θλιβερών αποκαλύψεων και το βαθύτατο πλήγωμα της τέχνης του ηθοποιού, αυτές τις δύσκολες ώρες των σπασμένων χειλιών, των θαρραλέων λόγων και της σφιγμένης οργής, όπου μοναδικό διακύβευμα θα ήταν, αφενός, η στήριξη των θυμάτων και, αφετέρου, η καθαρκτική εξυγίανση του χώρου, θα ήταν αναγκαίο ν’ ακουστεί ο λόγος που το ίδιο το θέατρο αρθρώνει και απευθύνει μέσα από τους αιώνες. Θα ήταν απαραίτητο, και ίσως λυτρωτικό, να αφήσουμε να μας κυριεύσουν οι δονήσεις από τον παλλόμενο πυρήνα του.
Γιατί, ακόμα κι αν, όσα καταγγέλλονται και αποκαλύπτονται, είναι «καθεστώς» και «κανόνας», οι εξαιρέσεις και η παρρησία των θυμάτων έχουν μια τέτοια ακτινοβόλα δύναμη που τα εκτοπίζουν.
Γιατί, ακόμα κι αν το θέατρο αποσύρεται τώρα, άγνωστο για πόσο, μέσα στο «βασίλειο των σκιών», έχει τον τρόπο του να φωτίζει, με κείνη τη δύναμη της μεγάλης παράστασης να δημιουργεί μνήμη, όπως λέει ο Τερζόπουλος.
Γιατί, όσο κι αν προσπαθεί κάποιος, φορώντας το κοστούμι του σκηνοθέτη ή του ηθοποιού, να ευτελίσει τον εαυτό του, δεν μπορεί, και δεν έχει δικαίωμα, να ευτελίζει την ίδια την τέχνη του.
Γιατί, η σκληρή και αιμάσσουσα αλήθεια του θεάτρου είναι η μοναδική παρακαμπτήριος προς την πραγματικότητα του οράματος.
Γιατί, η γοητεία των ρόλων και η μαγεία της σκηνής θα ζουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι τις ενσάρκωσε. Ο Οιδίπους, ο Κρέων, ο Αίας, ο Άμλετ, ο Ληρ θα ζουν για πάντα, πέρα από εκείνους που μπήκαν στο κοστούμι του ρόλου, ανεξάρτητα από τη μικρότητα ή τη μεγαλοσύνη τους, σαν αστραφτεροί σηματωροί στον ουρανό της ανθρώπινης περιπέτειας.
Γιατί, όπως λέει ο Σαίξπηρ, ο κόσμος όλος είναι μια θεατρική σκηνή και όλοι, άντρες και γυναίκες, απλά ηθοποιοί. Έχουν τις εισόδους τους και τις εξόδους τους. Και ο κάθε άνθρωπος στον καιρό του παίζει πολλούς ρόλους, καθώς οι πράξεις όπου εμφανίζεται είναι οι εφτά ηλικίες.
Γιατί, όπως είπε ο Ουάιλντ, το θέατρο είναι ο πιο άμεσος τρόπος με τον οποίον ένας άνθρωπος μπορεί να μοιραστεί με κάποιον άλλον την αίσθηση τού τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Γιατί, όταν ανοίγει η αυλαία, δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από αυτήν της σκηνής, που περιλαμβάνει όλες τις κλίμακες που μπορούν να αντιληφθούν ο νους και οι αισθήσεις.
Γιατί, το θέατρο είναι η τέχνη όχι για να κρύβεις, αλλά για να βλέπεις το πρόσωπό σου.
Γιατί, το θέατρο, πριν απ’ όλα, είναι το αέναο παιγνίδι της μεταμόρφωσης, που μεταμορφώνει την ίδια τη ζωή.
Γιατί, αν ανεβείς ή αντικρίσεις μια φορά τη σκηνή, ζεις την κάθε μέρα σαν να είναι μια αθανασία θεάτρου.
Γιατί, όπως λέει ο Χαραλάμπους, «η νύκτα περνά, και πρέπει, οπωσδήποτε, να ξυπνήσουμε, και μάλιστα γρήγορα»...
Γιατί, το θέατρο είναι ένας αέρας που μαζεύεται ολόκληρος μες στον πυρήνα της αόρατης ύλης του και κτυπά με δύναμη το παράθυρο του λήθαργου και της πνευματικής αποχαύνωσης.
Γιατί, το θέατρο είναι η πιο ζωντανή και ενεργός μαρτυρία της ζύμωσης της ανθρώπινης ύλης με τα έμψυχα της ιστορίας των λέξεων, των παραστάσεων, των εικόνων και των ήχων, σ’ εκείνο το παλιοσάνιδο που τελείται η, πάντα, μνησιπήμων πράξη του έργου.
Γιατί, το θέατρο είναι η πιο λεπτουργημένη «σκευωρία» των αισθήσεων, κάτω από τα μισοαναμμένα φώτα της ράμπας: Στρίνμπεργκ, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Αριστοφάνης, Μπέκετ, Μπρεχτ, Τσέχοφ…
Γιατί, το θέατρο, αναγκάζει σε απεργία πείνας ακόμα και την ίδια τη ζωή, για να διεκδικήσει, μέχρι τελευταίας ρανίδας αίματος, το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα της ύπαρξης.
Γιατί, το θέατρο, στην πιο αυθεντική του εμβίωση, θρυμματίζει το κέλυφος της αυταρέσκειας ανοίγοντας τον δρόμο σε μια διαθεσιμότητα απεριόριστη, στο δύσκολο διακόνημα της προσφοράς και της μετοχής.
Γιατί, το θέατρο δεν είναι ένας γυάλινος πύργος όπου παίζεται η παντομίμα μιας γελοίας αυτάρκειας, αλλά είναι στον δρόμο, είναι δρόμος, ο τόπος όπου μπορεί κανείς να συναντήσει τον εαυτό του και τους άλλους.
Γιατί το θέατρο είναι η αναμόρφωση του σώματος, του μυαλού και των ενστίχτων, ώστε οι άνθρωποι να ενδίδουν λιγότερο στην ευκολία και να μπορούν να ανακαλούν ό,τι μπορεί να αποτελέσει αφύπνιση από την απάθεια και απαλλαγή από τα σκουπίδια που βυσσοδομούν γύρω μας.
Γιατί, το θέατρο μπορεί περισσότερο από οποιανδήποτε άλλη μορφή τέχνης να μιλήσει για τις συνθήκες τού ζην και να λειτουργήσει ως καθολικό έργο.
Γιατί, το θέατρο είναι η ισχυρότερη αντίσταση στην πνευματική εξαχρείωση και την «αισθητική και διανοητική μας αποδιοργάνωση».
Γιατί, το θέατρο είναι η παράσταση των συνθηκών και των σκοπών μιας μεγάλης συνθετικής δραστηριότητας, όπου, παρουσιάζοντας ολοκληρωμένα και με αλήθεια αυτό που είμαστε ως άνθρωποι, μπορεί να αλλάξει τις ιδέες και τις συνθήκες της συνείδησης, προς τη μεταμόρφωση του εαυτού μας και του κόσμου.