Η ουτοπία της Ομοσπονδίας και το εφικτό της εναλλακτικής λύσης

Ουκ ολίγες είναι οι φορές που χρησιμοποιήθηκε το επιχείρημα περί «εφικτού» από όσους διαλαλούν πως η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία είναι η μοναδική εφικτή λύση του κυπριακού προβλήματος. Εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία της πλειοψηφίας να αντιπροτείνει εναλλακτικές επιλογές στηριζόμενες σε εύλογα επιχειρήματα, εξαγόμενα από γεγονότα και αδιαμφισβήτητες αλήθειες ικανές να ανατρέψουν το παραμύθι στο οποίο βασίζεται η αποδοχή των τετελεσμένων, οι υποστηρικτές της διζωνικής δικοινοτικής λύσης έχουν καταφέρει να ταυτίσουν κάθε διαφορετική πρόταση που σχετίζεται με διεκδίκηση και αντίσταση έναντι απαράδεκτων καταστάσεων ως ουτοπία, βαφτίζοντας μάλιστα ακραίο και λαϊκιστικό το σύνολο των διαφωνούντων με την πολιτική τους. Σκοπός αυτού του άρθρου είναι όχι μόνο να αποδείξει τα καταστρεπτικά της δήθεν μοναδικής εφικτής και βιώσιμης λύσης του κυπριακού, αλλά και να προβάλει την περιζήτητη εναλλακτική πορεία την οποία μπορούμε να ακολουθήσουμε ούτως ώστε να έρθουμε πιο κοντά στο ευκταίο της απελευθέρωσης, εξαντλώντας κάθε μέσο που έχουμε στη διάθεσή μας στο πλαίσιο εκπόνησης σοβαρής μακροπρόθεσμης στρατηγικής.

Η προέλευση της ομοσπονδίας

Καταρχάς, η ομοσπονδία «καλού» ή «κακού» περιεχομένου, όπως διαχρονικά αποτυπώθηκε στο κεκτημένο των διαδικασιών των διακοινοτικών συνομιλιών, αποτελεί επινόηση των Βρετανών η οποία υιοθετήθηκε από την Τουρκία το 1956. Αυτό επιβεβαιώνουν οι εκθέσεις Νιχάτ Ερίμ, οι οποίες καθόρισαν τη στρατηγική της Τουρκίας στο κυπριακό, όντας σχέδιο «ανάκτησης της Κύπρου» και ολοκληρωτικού ελέγχου του νησιού από τους Τούρκους. Μετά την ταπεινωτική πολιτική και διπλωματική τους ήττα στην κρίση του Σουέζ το 1956, οι Βρετανοί έλαβαν τη στρατηγική απόφαση να παραμείνουν στην Κύπρο. Έτσι, στην προσπάθειά της να αποτρέψει την Ελλάδα να επεκταθεί στον χώρο νότια της ενδοχώρας της, η Τουρκία βρήκε σύμμαχο τη Μεγάλη Βρετανία η οποία επιδίωκε πλέον τουρκοβρετανική συνεννόηση στο κυπριακό. Το τουρκικό «grand strategy» λοιπόν, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Νιχάτ Ερίμ, θέτει τα θεμέλιά του στην αλλοίωση του ελληνικού στρατηγικού στόχου της Ένωσης έτσι ώστε να προκύψει πρόταση αυτοκυβέρνησης και να παρουσιαστεί ως έντιμος συμβιβασμός. Σύμφωνα με την ομολογημένη τουρκική στρατηγική, ο τελικός στόχος είναι η διαπραγμάτευση και εφαρμογή μιας τελικής λύσης της οποίας το σύστημα ασφαλείας να ελέγχεται από την Τουρκία. Αφού η ελληνική πλευρά εγκατέλειψε την Ένωση με την υπογραφή της Ζυρίχης το 1959, η Τουρκία κατάφερε, με την εισβολή του 1974 ως γενεσιουργό αιτία, να τσιμεντώσει ως βάση των συνομιλιών μια ομοσπονδιακή λύση που να νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της τουρκικής χρήσης βίας, δηλαδή τον γεωγραφικό, πληθυσμιακό και διοικητικό διαχωρισμό της Κύπρου. Μέχρι σήμερα η Τουρκία εκμεταλλεύεται την έλλειψη στρατηγικής και αποτροπής της δικής μας πλευράς δημιουργώντας νομικά ερείσματα που τείνουν προς την αναγνώριση τουρκικής κυριαρχίας στο νησί και εξαναγκάζοντάς μας, εφόσον δεν έχει κανένα κόστος, σε υποχωρήσεις υπό την απειλή πολέμου και με τη χρήση επιθετικής ρητορικής. Ακόμη, η πολιτική ηγεσία της Κυπριακής Δημοκρατίας κατάφερε να καταστήσει την Τουρκία από θύτη, σε τρίτο διαμεσολαβιτή μιας λύσης αντίθετης με την ελεύθερη βούληση των Κυπρίων η οποία είπε όχι στις ενδοτικές θέσεις του σχεδίου Ανάν το 2004.

Η διχοτόμηση της κυριαρχίας και η απόκλιση από βασικές δημοκρατικές αρχές

Στην πραγματικότητα, την επαύριον μιας διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδιακής λύσης, η Κυπριακή Δημοκρατία θα διχοτομηθεί σε δύο ισότιμα κρατίδια ή πολιτείες με κατάλοιπο εξουσίας όπως έχει συμφωνηθεί από την ελληνοκυπριακή πλευρά. Δηλαδή, όσες εξουσίες δεν συμφωνήσουν ρητά οι δύο πλευρές να παραχωρήσουν στην Κεντρική Κυβέρνηση θα ασκούνται από τα δύο ισότιμα κρατίδια όπως γίνεται σε μορφές συνομοσπονδίας. Δηλαδή τα ισότιμα κράτη πλέον θα είναι κυρίαρχα και κατά συνέπεια θα υπάρξει παρθενογένεση, με άλλα λόγια διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η νεοϊδρυθείσα κρατική δομή θα αποτελείται από δύο ξεχωριστές οντότητες που θα υπάρχουν μέσα στο δικό τους έδαφος με τον δικό τους λαό. Επίσης, στην περίπτωση που κάτι πάει στραβά η υπογραφή μας δεν θα σβηστεί ως διά μαγείας αλλά θα παραμείνει εκεί για να λειτουργεί πλέον ως το μέσο που θα χρησιμοποιείται από τους Τούρκους για να αναγνωριστεί διεθνώς αυτό που σήμερα αποκαλούμε ψευδοκράτος. Ως επαναλαμβανόμενο λάθος, μια τέτοια υπογραφή θα μας στοιχειώνει και θα μας κοστίσει όπως ακριβώς μας κόστισε και η υπογραφή στη Συνθήκη Εγγυήσεως. Έχοντας τα πιο πάνω κατά νου, καταλαβαίνει κανείς πως η «επανένωση» για την οποία γίνεται λόγος είναι στην πραγματικότητα κάλπικη αφού στηρίζεται στη λογική της αποδοχής ύπαρξης δύο διαφορετικών οντοτήτων, δύο ισότιμων συνεταιρικών κρατιδίων υπό την ομπρέλα μιας Κεντρικής Κυβέρνησης με αδύναμες και διακοσμητικές εξουσίες. Επιπλέον, για να εφαρμοστεί η ομοσπονδία και να παραμείνει ο βορράς υπό τουρκική αυτοδιοίκηση, θα πρέπει να προκύψουν αποκλίσεις από βασικές δημοκρατικές αρχές αλλά και από το κοινοτικό κεκτημένο της ΕΕ. Θα υπάρχει μια διεθνής ιθαγένεια για όλους, η οποία στην πράξη θα διχοτομείται σε άλλες δύο εσωτερικές που θα συνδέονται με το δικαίωμα της ψήφου. Έτσι, εντελώς ρατσιστικά και αντιδημοκρατικά, οι κάτοχοι ελληνοκυπριακής ταυτότητας θα στερούνται το δικαίωμα ψήφου στο τουρκοκυπριακό συνιστών κράτος για να παραμείνει αυτό εσαεί τουρκικό. Αν πάλι έχουν μόνιμη κατοικία στον βορρά, θα δικαιούνται να ψηφίσουν στις τοπικές εκλογές σε ποσοστό που θα φτάνει μέχρι το 20%. Ο κατήφορος συνεχίζεται με την αναθεώρηση των υφιστάμενων ΑΟΖ κατά τρόπον ώστε να τριχοτομείται η κυπριακή ΑΟΖ και να αποκόπτεται από την ελλαδική, εξυπηρετώντας την τουρκική αναθεωρητική στρατηγική και τα γνωστά τουρκικά σχέδια περί «Γαλάζιας Πατρίδας». Κάπως έτσι, το φυσικό αέριο γίνεται συναφές της ομοσπονδιακής λύσης η οποία αν συνδυαστεί με αγωγούς μέσω Τουρκίας, κάτι που έχουμε ακούσει επανειλημμένα από τον Πρόεδρο του ΔΗΣΥ και τον ΓΓ του ΑΚΕΛ, θα αναβαθμίσει τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή και θα την μετατρέψει σε ενεργειακό κόμβο, με εμάς στην γεωπολιτική ομηρία της.

Εναλλακτική πρόταση

Καλή η κριτική μέχρι εδώ, όμως τι είναι αυτό που μπορούμε να πράξουμε και δεν το κάνουμε; Το λεγόμενο απορριπτικό στρατόπεδο, που απορρίπτει χωρίς να προτείνει ή που υποδεικνύει λύσεις με προτάσεις βουτηγμένες στην ασάφεια ή/και στην υπερβολή είναι συνυπεύθυνο της κατάστασης, αφού τροφοδοτεί με τη δική του αδυναμία την αλαζονεία των μοιρολατρών, δήθεν «ρεαλιστών» της ομοσπονδιακής λύσης. Και επειδή η σκέτη άρνηση δεν είναι θέση, ας δούμε τι συνιστά την εναλλακτική πρόταση στο Κυπριακό.

Ορίζοντας ως στόχο την απελευθέρωση και την επανενσωμάτωση των κατεχόμενων εδαφών στο αδιαίρετο κράτος της Κυπριακής Δημοκρατίας χρειάζεται καταρτισμός στρατηγικής βασισμένης στους κανόνες ισχύος, εφόσον η ισχύς υπερτερεί του ιδεαλιστικού σκέλους του δικαίου. Θεωρώ σκόπιμο εδώ να αναλυθεί το έργο του Θουκυδίδη, το οποίο τυγχάνει διεθνούς αναγνώρισης από ιστορικούς, στρατηγικούς αναλυτές, πολιτικούς και στρατιωτικούς και συμβάλλει στη διαμόρφωση των σύγχρονων Διεθνών Σχέσεων. Κατά την εξιστόρηση του Πελοποννησιακού Πολέμου, της διαμάχης μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, στον διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων θεμελιώνεται από τον Θουκυδίδη η σύγχρονη θεωρία του πολιτικού ρεαλισμού, σύμφωνα με την οποία το Δίκαιο του ισχυρότερου είναι η «Αρχή» που εφαρμόζεται τις περισσότερες φορές στις διεθνείς σχέσεις. Όταν οι Μήλιοι προέβαλαν ως επιχείρημα το δίκαιο και τις ηθικές αξίες, έλαβαν ως απάντηση ένα μνημείο πολιτικού αμοραλισμού, που διαχρονικά, είτε το θέλουμε είτε όχι ελέγχει απόλυτα τις διεθνείς σχέσεις, αφού «...τα νομικά επιχειρήματα έχουν αξία όταν εκείνοι που τα επικαλούνται είναι περίπου ισόπαλοι σε δύναμη και αντίθετα, ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμή του και ο αδύνατος υποχωρεί όσο του το επιβάλλει η αδυναμία του» (Θουκυδίδου Ιστορία Βιβλίο Ε, Κεφ. 89). Ακολουθώντας τη σχολή επιστημονικής σκέψης και αναλύσεως του Θουκυδίδη και αποκωδικοποιώντας τα διδάγματά του, αντλούμε το συμπέρασμα πως η ενίσχυση των συντελεστών ισχύος είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη οποιουδήποτε στόχου. Αυτό σημαίνει ισχυρή αμυντική θωράκιση, ενίσχυση της οικονομίας και συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, όπως η ΕΕ, αλλά κυρίως σε αξιόπιστες διμερείς ή πολυμερείς συμμαχίες στρατηγικού χαρακτήρα όπως για παράδειγμα αυτή που προσφέρει ο πυλώνας στρατηγικής συνεργασίας Κύπρου-Ελλάδας-Ισραήλ στον τομέα της ενέργειας και κυρίως της περιφερειακής ασφάλειας. Αντί δηλαδή να χρησιμοποιήσουμε το φυσικό αέριο ως όχημα μετατροπής της Τουρκίας σε περιφερειακή υπερδύναμη μέσω ομοσπονδιακής λύσης του κυπριακού όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, κλείνοντας τη μοναδική στρατηγική διέξοδο του Ισραήλ προς την Ευρώπη, έχουμε τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουμε ως στρατηγικό εργαλείο αλλαγής του συσχετισμού ισχύος. Μια συμμαχία με την Ελλάδα και το Ισραήλ, με τις ευλογίες των ΗΠΑ, στη βάση στρατηγικών συμφερόντων που αφορούν την κοινή εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων και την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων θα οικοδομούσε ισχυρή αποτροπή με προοπτικές περαιτέρω προόδου μέσω της χρήσης οικονομικών πόρων και της επένδυσης σε οπλικά συστήματα, ανθρώπινο δυναμικό, έρευνα και τεχνολογία. Αυξάνοντας την αποτρεπτική μας δύναμη, αυξάνεται παράλληλα και το κόστος με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη η Τουρκία στην περίπτωση αντιπαράθεσης, μειώνοντας συνεπώς τις πιθανότητες σύγκρουσης. Εξού και η ρήση «εάν θες ειρήνη προετοιμάσου για πόλεμο», όχι επειδή είσαι πολεμοχαρής αλλά διότι ακριβώς θέλεις να αποτρέψεις τον πόλεμο. Σε αντίθετη περίπτωση, όπως συμβαίνει σήμερα, η τουρκική απειλή θα τροφοδοτείται από τη δική μας αδυναμία, μηδενίζοντας και τις ελπίδες μιας αξιοπρεπούς διαπραγμάτευσης. Η αποτροπή επίσης οικοδομείται επί της εκμετάλλευσης των διπλωματικών και θεσμικών εργαλείων που έχουμε στη διάθεσή μας μέσω της ΕΕ για την άσκηση πιέσεων και πρόκλησης κόστους στην Τουρκία. Υπάρχουν πολιτικά και νομικά εργαλεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον επανακαθορισμό της βάσης των συνομιλιών σε μια πιο δίκαιη και βιώσιμη λύση, βασισμένη στις δημοκρατικές αρχές και αξίες της ΕΕ.

Από το 2004 όταν η Κυπριακή Δημοκρατία εντάχθηκε επίσημα στην ΕΕ, προέκυψαν νέα δεδομένα τα οποία δίνουν στην πολιτική μας ηγεσία πολιτικά και νομικά εργαλεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αλλάξει ο στόχος της λύσης από την τουρκική λύση της ομοσπονδίας στην επανενσωμάτωση των κατεχομένων σε μια συνταγματικά μεταρρυθμισμένη Κυπριακή Δημοκρατία, ενός λαού, χωρίς δημοκρατικά ελλείμματα, με ενσωματωμένη την αρχή «ένας άνθρωπος – μια ψήφος». Μερικά από αυτά είναι το Πρωτόκολλο 10 και η αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου του 2005. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο 10 του 2003, το βόρειο κατεχόμενο τμήμα του νησιού ανήκει στη μία και αδιαίρετη Κυπριακή Δημοκρατία η οποία εντάχθηκε στην ΕΕ με ολόκληρη την εδαφική επικράτειά της και όχι τη μισή, με αναστολή του κοινοτικού κεκτημένου στο βόρειο κατεχόμενο τμήμα του νησιού όπου το κράτος δεν δύναται να ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο. Ως απάντηση στη δήλωση της Τουρκίας περί μη αναγνώρισης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η ΕΕ προχώρησε στην αντιδήλωση της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, σύμφωνα με την οποία καλείται η Τουρκία να εφαρμόσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις σε όλα τα κράτη μέλη του θεσμού αναγνωρίζοντας την Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπλέον, υπάρχει το ψήφισμα 541 που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 18 Νοεμβρίου 1983 και βεβαιώνει ότι το ψευδοκράτος δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Ακόμα ένα ψήφισμα, το οποίο υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας στις 11 Mαΐου 1984, είναι το ψήφισμα 550 το οποίο επαναβεβαιώνει το ψήφισμα 541 και ζητά καθαρά τη μεταβίβαση της περιοχής των Βαρωσίων στη διοίκηση των Hνωμένων Eθνών. Πώς μπορεί λοιπόν η πολιτική μας ηγεσία να σύρεται σε διάλογο επί λανθασμένης μάλιστα βάσης ενώ η Άγκυρα συνεχίζει να μην εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της για την Κύπρο; Χωρίς την παραμικρή ένδειξη καλής θέλησης και εμπιστοσύνης από πλευράς της Τουρκίας η πολιτική μας ηγεσία, με πρόφαση μάλιστα τον ρεαλισμό, συνεχίζει να ακολουθεί την πολιτική των ψευδαισθήσεων, ότι χωρίς κόστος η Τουρκία θα γίνει διαλλακτική και θα μας σεβαστεί, απομακρύνοντας κάθε ελπίδα που υπάρχει για μια βιώσιμη λύση στο Κυπριακό. Η ειρωνεία έγκειται στο γεγονός ότι ο ρεαλισμός διδάσκει το ακριβώς αντίθετο, ότι χωρίς αποτρεπτική ισχύ και εντεταμένες διπλωματικές επαφές, τα κράτη πέφτουν εύκολα θύματα πολιτικών εκβιασμών. Η αποτροπή ορίζεται ως η επιτυχής αλλαγή της πλεύσης του αντιπάλου λόγω της στάσης της οποίας δεν κινείται στη γραμμή των κινήτρων και της επιβράβευσης, αλλά στην απειλή «αρνητικών κυρώσεων» και στη δημιουργία κόστους γενικότερα, σε ενδεχόμενο μη συμμόρφωσης της αντίπαλης πλευράς, η οποία στην περίπτωσή μας είναι η Τουρκία. Συνεπώς, εφόσον υπάρχουν εργαλεία στη διάθεσή μας, η πορεία που ακολουθείται από εδώ και στο εξής είναι ζήτημα πολιτικής βούλησης. Για να καταστεί ρεαλιστική η υφιστάμενη ουτοπική πολιτική η οποία βασίζεται σε ιδεοληψίες κομματαρχών, θα πρέπει να οδηγηθούμε στην πλήρη συνθηκολόγηση ή με άλλα λόγια να φορέσουμε φέσι.

Θέτοντας ως σαφείς στόχους τη συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας και την επανενσωμάτωση των κατεχομένων στο υφιστάμενο ευρωπαϊκό κράτος της μίας και ενιαίας κυριαρχίας, στα πλαίσια μιας νέας και εναλλακτικής στρατηγικής, μπορούμε να υποβάλουμε καινούργιες προτάσεις, συναφείς με τις αρχές και αξίες της ΕΕ. Στο άρθρο «Και ΜΟΕ και λύση» του διδάκτορος Διεθνών Σχέσεων και Πολιτικού Αναλυτή Γιάννου Χαραλαμπίδη στην εφημερίδα Σημερινή, στις 13 Απριλίου 2014, διατυπώνεται μια συμβιβαστική φόρμουλα η οποία θα μπορούσε να τεθεί επί τάπητος. Επί λέξει αναφέρονται τα εξής όσον αφορά τους πυλώνες αυτής της φόρμουλας:

  1. Ενιαίο κράτος με έξι επαρχίες, εκ των οποίων οι δύο να έχουν Τούρκο έπαρχο.
  2. Δικοινοτικός χαρακτήρας που στηρίζεται και αποτυπώνεται στον έλεγχο των δύο τουρκοκυπριακών επαρχιών και των εξουσιών, που θα έχουν οι Τουρκοκύπριοι σε όλα τα επίπεδα των εξουσιών από την εκτελεστική, τη νομοθετική και τη δικαστική.
  3. Κατοχύρωση των αρχών και των αξιών της Ε.Ε. επί ολόκληρης της επικράτειας χωρίς ρατσιστικές αποκλίσεις, χωρίς την πρακτική εφαρμογή των χωριστών πολιτειών, κρατών και εξουσιών με μία και μόνη κυριαρχία, που θα πηγάζει από ένα και μόνο λαό.
  4. Το δικαίωμα της ψήφου δεν θα καθορίζεται από την εθνική καταγωγή παρά μόνο εκεί και όπου το Σύνταγμα θα προβλέπει, χωρίς να παραβιάζεται η αρχή ένας άνθρωπος μία ψήφος. Οι εκλογές για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας θα γίνονται σε όλη την επικράτεια με δικαίωμα εκλογής όλων των πολιτών, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής. Στη νομοθετική εξουσία η κάθε Κοινότητα μπορεί να διατηρεί ποσοστώσεις επί του συνόλου, με λογικό να είναι, εάν στις δυο υπό διοίκηση επαρχίες υπάρχει τουρκική πλειοψηφία, να εκλέγουν την πλειοψηφία των εκπροσώπων τους χωρίς να αφαιρείται το δικαίωμα εκλογής σε Ελληνοκύπριους και αντίστροφα.
  5. Σύνθεση του Υπουργικού Συμβουλίου. Αυτή μπορεί να γίνεται επί τη βάσει ποσοστώσεων μεταξύ των Κοινοτήτων. Μια ποσόστωση μπορεί να γίνεται κοινή συναινέσει. Εννοείται ότι και στη Βουλή και στην Κυβέρνηση για κρίσιμα θέματα θα είναι δυνατό να υπάρχουν σε ζωτικά ζητήματα και ειδικές πλειοψηφίες και μηχανισμοί επίλυσης που δεν θα είναι χρονοβόροι και οι οποίοι θα ξεμπλοκάρουν και δεν θα μπλοκάρουν το σύστημα, όπως φαίνεται να συμβαίνει με τις υπό συζήτηση ομοσπονδιακές προτάσεις στη βάση του σχεδίου Ανάν.

Σχετικά με το περιουσιακό, όπως έχει δηλώσει στο παρελθόν ο ΠτΔ Νίκος Αναστασιάδης, ένα μικρό μέρος από τις εισροές του φυσικού πλούτου θα μπορούσε να συνδράμει στο να αντιμετωπιστούν τα οικονομικά προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν, ως συμπλήρωμα σε πιθανό εναπομείναν έλλειμμα μετά από μια διεθνή εκστρατεία για οικονομική βοήθεια ή και μετά από συνεισφορά της ίδιας της Τουρκίας. Θα έπρεπε εδώ και χρόνια πάντως να υπάρχει μια φόρμουλα αποτροπής του ξεπουλήματος περιουσιών, ούτως ώστε να μην εκχωρείται σιγά σιγά η πατρίδα μας στον κατακτητή με την ίδια την υπογραφή μας. Το ζήτημα παραμένει λεπτό, όπως είναι και το θέμα του εγγυητή της λύσης. Στο θέμα των εγγυήσεων υπάρχουν εισηγήσεις, οι οποίες ωστόσο προσκρούουν στις ιδεοληψίες και στον πολιτικό κομπλεξισμό που διακατέχει μεγάλη μερίδα της κυπριακής κοινωνίας η οποία δεν είναι ώριμη αρκετά για να τις ακούσει, πόσω μάλλον να τις συζητήσει και να τις αποδεχτεί. Ο νοών νοείτω.

Ύστερα από την πιο πάνω ανάλυση, προκύπτουν δύο σοβαρά και εύλογα ερωτήματα. Πρώτον, εφόσον η ομοσπονδία αποτελεί τουρκική λύση, γιατί η Τουρκία εξακολουθεί να λέει όχι; Απάντηση σε αυτό το ερώτημα δίνει ένα άλλο ερώτημα. Και γιατί να πει ναι, τη στιγμή που η κυπριακή πολιτική ηγεσία παροπλίζει μόνη της τα πολιτικά και νομικά εργαλεία που διαθέτει, ξηλώνοντας μάλιστα τους συντελεστές ισχύος της; Γιατί να υπογράψει η Τουρκία αφού με την αδιαλλαξία της καταφέρνει να κερδίζει όλο και περισσότερα; Με τη διχοτόμηση κατοχυρωμένη, η Τουρκία επιδιώκει τον έλεγχο ολόκληρης της Κύπρου, βλέποντας ότι η αδιαλλαξία της αποφέρει καρπούς. Τα οικονομικά διδάσκουν πως η κίνηση ενός πωλητή να βγάλει στην αγορά ένα πανάκριβο προϊόν, κάνει ελκυστικότερα άλλα φθηνότερα προϊόντα, τα οποία εξακολουθούν ωστόσο να είναι ακριβά, με τιμή μεγαλύτερη από την πραγματική αξία τους. Έτσι, όπως ο πωλητής καταφέρνει να ξεγελάσει στην ουσία τους αγοραστές κάνοντας το ακριβό προϊόν να φαίνεται ελκυστικό με το να βγάλει στην αγορά κάτι πανάκριβο, με τον ίδιο τρόπο επιδιώκει να μας ξεγελάσει η Τουρκία, διά του στόματος του Προέδρου της, διακηρύττοντας πως δεν υπάρχει άλλη λύση για αυτήν εκτός από τη «λύση» δύο κρατών και καλώντας μας να ξεχάσουμε την ομοσπονδία, καθιστώντας την ελκυστική και λάβαρο πλέον της δικής μας πλευράς. Και όταν αύριο οι Τούρκοι μας παρουσιάσουν τους ήδη δημοσιευμένους χάρτες τους, με ολόκληρο το νησί της Κύπρου κοκκινισμένο, η δική μας πλευρά θα θυμηθεί τα δύο κράτη. Το τραγικό είναι ότι αυτό ήδη άρχισε να γίνεται, αφού συχνά πυκνά ακούγεται από μερίδα Κυπρίων πολιτών η άποψη «τζείνοι ποτζεί τζιαι εμείς ποδά». Η τουρκική αδιαλλαξία λοιπόν, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο για να φορέσουμε φέσι. Αντιθέτως, αποτελεί απόδειξη ότι η πολιτική που ακολούθησε μέχρι στιγμής η κυπριακή πολιτική ηγεσία έχει αποτύχει παταγωδώς.

Ακόμη, δικαίως θα διερωτηθεί κάποιος, γιατί να συγκρουστούν οι εταίροι μας με την Τουρκία για λογαριασμό μας όταν διακυβεύονται άλλα μεγάλα συμφέροντα; Αν κάποια στιγμή οι εταίροι μας τα τσουγκρίσυν με την Τουρκία, δεν θα το κάνουν για εμάς αλλά για αυτούς. Συνεπώς, είναι στο χέρι μας να ακολουθήσουμε πολιτικές που εξυπηρετούν τη σύγκλιση των δικών μας συμφερόντων με αυτά των εταίρων μας, ευρωπαίων και μη. Επίσης, υπάρχουν παραδείγματα τα οποία καταρρίπτουν τον ισχυρισμό ότι ανεξαρτήτως των διπλωματικών χειρισμών μας, οι εταίροι θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια. Αυτά αποτελούν τις αντιδράσεις της ΕΕ όταν η Ρωσία είχε εισβάλει στη Γεωργία κατά την κρίση του 2008 και όταν προχώρησε στην προσάρτηση της Κριμαίας το 2014. Στην περίπτωση της Κριμαίας, η ΕΕ δεν δίστασε να μπει σε οικονομικό και εμπορικό πόλεμο με τη Μόσχα. Οικονομικές κυρώσεις κατά συγκεκριμένων τομέων της οικονομίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας ίσχυαν μέχρι και τις 31 Ιανουαρίου 2021. Να σημειωθεί μάλιστα πως η Γεωργία και η Ουκρανία δεν είναι καν κράτη μέλη της ΕΕ.

Και υπαίτιοι και φωστήρες

Δυστυχώς, αυτοί που ευθύνονται για αυτή την κατάσταση, που τροφοδοτούν την τουρκική αδιαλλαξία με διαρκείς υποχωρήσεις, έχουν καταφέρει να ταυτίσουν τη μοιρολατρική αποδοχή των τετελεσμένων με τη σύνεση και τη σωφροσύνη. Οι στρατηγικοί στόχοι της Τουρκίας επιβεβαιώνονται από ιστορικά γεγονότα και τη βιβλιογραφία Τούρκων αξιωματούχων (Νιχάτ Ερίμ, Ισμαήλ Τάνσου, Κεμάλ Γιαμάκ). Τα ηττημένα μυαλά των δημαγωγών της πολιτικής σκηνής της Κύπρου, αγνοώντας μέχρι και την ύπαρξη των πηγών αυτών, αρνούνται πεισματικά να ακούσουν την αντίθετη άποψη και να παραδεχτούν την ήττα τους, διότι γνωρίζουν ότι η αλήθεια θα τους κοστίσει τις καρέκλες τους. Αυτό συμβαίνει όταν το προσωπικό συμφέρον τοποθετείται πάνω από αυτό της πατρίδας. Ο λαός παραμένει συνένοχος, αν όχι κύριος υπεύθυνος. Από τη μία είναι αυτοί που απέχουν από τις εκλογικές διαδικασίες τιμωρώντας τον ίδιο τον εαυτό τους και όχι τα κόμματα. Από την άλλη είναι αυτοί που συντηρούν το κατεστημένο στα πλαίσια του προσωποπαγούς χαρακτήρα και της ρουσφετολογικής πρακτικής των κομμάτων, τα οποία αντί να λειτουργούν ως κύτταρα της δημοκρατίας μοιάζουν περισσότερο με μασονικές λέσχες στις οποίες δίνεις ψήφο και παίρνεις οφέλη. Επιλέγω λοιπόν να κλείσω με την ομοιοκατάληκτη φράση, «έτσι κκελλέ, έτσι ξιουράφι θέλει».