Ο 61ος γύρος των διερευνητικών επαφών Ελλάδας - Τουρκίας

Η 25η Ιανουαρίου 2021 σηματοδότησε την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, οι οποίες αφορούν στη συζήτηση των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των δύο κρατών. Η παρούσα φάση των επαφών αποτελεί την 61η συνάντηση των μερών και έπεται της προηγούμενης φάσης, που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 2016, πριν από πέντε σχεδόν χρόνια. Η προηγούμενη φάση είχε λήξει με την αποχώρηση της Τουρκίας από το τραπέζι του διαλόγου και έκτοτε η Τουρκία έχει επιτείνει την αρνητική της ρητορική σε σχέση με τα ζητήματα που αφορούν τις διερευνητικές επαφές και τις προκλήσεις της εναντίον της Ελλάδας γενικά, ειδικά όσον αφορά το καθεστώς των νησιών του Αιγαίου και το μείζον ζήτημα της υφαλοκρηπίδας.

Για την Ελλάδα το μοναδικό αντικείμενο των διερευνητικών επαφών με την Τουρκία είναι αυτό που αφορά στον καθορισμό των θαλασσίων ζωνών μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών και κανένα άλλο θέμα που προσφιλώς η Τουρκία θέτει συνεχώς - είτε ζητήματα κυριαρχίας, του καθεστώτος των νησιών, ζητήματα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, διαμοιρασμός της υφαλοκρηπίδας κ.ο.κ. Εξ υπαρχής τονίζεται, επίσης, ότι οι διερευνητικές επαφές δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση διαπραγματεύσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών και δεν δεσμεύουν τις πλευρές όσον αφορά τη διαδικασία ή την κατάληξή τους, αλλά αντιθέτως αποτελούν το πρώτο βήμα πριν από την έναρξη ουσιαστικών συζητήσεων σε πιο επίσημη μορφή που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επίλυση των ελληνο-τουρκικών ζητημάτων που χρονολογούνται. Είναι, επίσης, προφανές ότι η τουρκική πλευρά προσέρχεται στην παρούσα φάση των διερευνητικών επαφών έχοντας επιτακτικά αμφισβητήσει την ίδια την ουσία τους στο αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, με τις ενέργειές της που αφορούν στη συνομολόγηση του τουρκολιβυκού μνημονίου, τις σεισμογραφικές έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, τις δηλώσεις της σε σχέση με τη Συνθήκη της Λωζάννης και τη Συνθήκη του Παρισιού που οριοθετούν το πλέγμα που αφορά στα σύνορα των δύο κρατών και του καθεστώτος κυριαρχίας επί τούτων αλλά και των θαλασσών, αλλά και τις παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου και των ζωνών κρατικής κυριαρχίας στις θάλασσες της Ελλάδας.

Οι διερευνητικές επαφές αποτελούν, ως έχει τονιστεί, μια διαδικασία που δεν δεσμεύει τα μέρη, αλλά ενδεχομένως να μπορούσαν, αφ’ ης στιγμής διαφανεί πρόσφορον έδαφος, να αποτελέσουν το έναυσμα για την έναρξη ουσιαστικών διαπραγματεύσεων και σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, στην υποβολή των διαφορών ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, εάν και εφόσον η Τουρκία αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου μέσω συνυποσχετικού κειμένου, ειδικής δηλαδή συμφωνίας που θα αποτελεί τη νομική βάση για τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου.

Ο νέος γύρος των διερευνητικών επαφών δεν αναμένεται να επιφέρει τη σύγκληση απόψεων στα μείζονα ζητήματα που θα συζητηθούν μεταξύ των δύο πλευρών. Η Τουρκία εδώ και κάποιον καιρό μάς έχει ήδη προϊδεάσει για τη στάση που θα ακολουθήσει και τα ζητήματα που θα θέσει στο τραπέζι των συνομιλιών, ενώ οι προσδοκίες καθίστανται ακόμη πιο αβέβαιες, λόγω της ευρύτερης ρητορικής της Τουρκίας και της στάσης της απέναντι στους θεσμοθετημένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της Θάλασσας σε ένα πλαίσιο που ξεφεύγει των επιμέρους διαφορών με την Ελλάδα και άπτονται του ρόλου που διεκδικεί η Τουρκία στην ευρύτερη γεωπολιτική σκακιέρα της περιοχής. Είναι, παράλληλα, δεδομένον ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει να εισαγάγει «καινά δαιμόνια» στο τραπέζι των συνομιλιών, ουσιαστικά οδηγώντας τη διαδικασία σε αποτελμάτωση, λόγω και της διαχρονικής ελληνικής θέσης ότι η μόνη διαφορά που υπάρχει προς επίλυση αφορά στην οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και σε κανένα άλλο ζήτημα που ανά καιρούς προβάλλει η Τουρκία και τελευταία, μάλιστα, με τρόπο που δημιουργεί συνθήκες θερμών επεισοδίων (βλ. για παράδειγμα τα γεγονότα με το «Ορούτς Ρέις» το δεύτερο εξάμηνο του 2020, αλλά και τις προκλήσεις της στην Κυπριακή Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).

Το χρονικό σημείο στο οποίο διεξάγονται, παράλληλα, οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας, μετά από ένα κενό πέντε σχεδόν ετών, δεν είναι προφανώς τυχαίο. Η Τουρκία, ευρισκόμενη υπό πίεση, κατά το μάλλον ή ήττον, από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης σε σχέση με τις προκλήσεις της απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο το τελευταίο χρονικό διάστημα, επιθυμεί όπως παρουσιαστεί διαλλακτική σε σχέση με τα ανοικτά ζητήματα που έχει, ειδικά ενόψει της Συνόδου Κορυφής του Μαρτίου, κατά την οποία θα συζητηθούν τα ζητήματα που αφορούν στην Τουρκία και θα υποβληθεί η έκθεση του υπάτου εκπροσώπου της Ένωσης σε σχέση με την πορεία των πολιτικών, οικονομικών και εμπορικών σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Τουρκίας, κατόπιν των αποφάσεων προηγουμένων Ευρωπαϊκών Συμβουλίων που παρέτειναν την περίοδο εξέτασης τούτων των ζητημάτων.

Η χρονική στιγμή, ελπίζουμε ότι δεν θα επηρεάσει την αρνητική πρόοδο της Τουρκίας σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία οφείλει να καταγραφεί στη Σύνοδο Μαρτίου, ειδικά για τον λόγο ότι η Τουρκία δεν έχει επιδείξει την παραμικρή διαφοροποίηση των ιταμών της επιδιώξεων σε σχέση με την Ελλάδα αλλά και την Κυπριακή Δημοκρατία. Προς υπενθύμιση τούτου, τονίζεται η πρόσφατη δήλωση του Τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσουγλου μετά το πέρας της επίσκεψής του στις Βρυξέλλες ότι στο θέμα του Αιγαίου, στο θέμα των χωρικών υδάτων, δεν έχει αλλάξει η θέση της Τουρκίας, όπως δεν έχει αλλάξει και η απόφαση που έχει πάρει το τουρκικό κοινοβούλιο σε σχέση με το casus belli όσον αφορά το δικαίωμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Η οποιαδήποτε «επίθεση φιλίας» της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι προφανώς παροδική και δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει τους δέκτες της για τις διαχρονικές προκλητικές θέσεις της Τουρκίας όσον αφορά τα ευρωτουρκικά, τα ελληνοτουρκικά αλλά και τα ζητήματα που αφορούν στην Κυπριακή Δημοκρατία.

*Λέκτορας Νομικής στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, LL.B Law (Bristol), Ph.D in Law – International Law and Human Rights (Kent), Διευθυντής Μονάδας Νομικής Κλινικής Πανεπιστημίου Λευκωσίας