Διεθνή

Ο Ερντογάν εργαλειοποιεί τον θάνατο των 13 αιχμαλώτων για μια νέα εισβολή στο Ιράκ

Η επιδρομή στην Γκάρα θα μπορούσε να είναι ο προάγγελος μιας τουρκικής εισβολής στο Σίντζαρ

Η αποτυχημένη επιχείρηση «διάσωσης» των 13 Τούρκων ομήρων στο βόρειο Ιράκ προκάλεσε σειρά ερωτημάτων για τον πραγματικό στόχο που είχαν οι ένοπλες δυνάμεις της Τουρκίας. Παρά την προσπάθεια του Τούρκου Υπουργού Άμυνας, Χουλουσί Ακάρ, και του αρχηγού του Γενικού Επιτελείου Στρατού να εμφανίσουν την απόφαση της ολοκλήρωσης της επιχείρησης ως επιβεβλημένη, λόγω της «επιτυχούς ολοκλήρωσης» των στόχων, η κυβέρνηση δέχθηκε δριμύτατη κριτική για το αιματηρό αποτέλεσμά της. Σε μια προσπάθεια να δικαιώσει τους χειρισμούς της, «ανάγκασε» τις ΗΠΑ να αλλάξουν τη δήλωσή τους και να αναγνωρίσουν τελικά ότι την ευθύνη φέρουν οι «τρομοκράτες» του PKK. Στην εσωτερική αρένα, ο Τούρκος Πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, υποσχέθηκε εκδίκηση προαναγγέλλοντας νέα εισβολή στο βόρειο Ιράκ για εκκαθάριση των Κούρδων. Οι κινήσεις όμως αυτές δύσκολα μπορούν να κρύψουν τις πραγματικές του προθέσεις, αφού η τραγωδία ανοίγει τον δρόμο για τη συνταγματική αναθεώρηση που επιδιώκει, ενώ παράλληλα «δικαιολογεί» μια νέα εισβολή στο Ιράκ για εκκαθάριση των μαχητών του PKK.

Τα σενάρια για τους 13 νεκρούς αιχμαλώτους

Όπως αναφέρει δημοσίευμα της Al-Monitor, ουσιαστικά η Άγκυρα με την επιχείρηση αυτή προσπάθησε ανεπιτυχώς να χτυπήσει μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, ελευθερώνοντας τους αιχμαλώτους και σκοτώνοντας ταυτόχρονα δύο διοικητές του PKK, τον Murat Karayilan και τον Duran Kalkan, οι οποίοι, σύμφωνα με τις πληροφορίες των τουρκικών υπηρεσιών πληροφοριών, θα ταξίδευαν στην περιοχή Γκάρα του βόρειου Ιράκ για μια συνάντηση στην ίδια σπηλιά, όπου κρατούνταν οι 13 Τούρκοι.

Αν και περιήλθε στην αντίληψη του PKK ο σχεδιασμός της Τουρκίας και ακυρώθηκε η συνάντηση την τελευταία στιγμή, οι Κούρδοι μαχητές δεν πρόλαβαν να εγκαταλείψουν την περιοχή κατά την πρώτη φάση της επιχείρησης. Στις 10 Φεβρουαρίου, περίπου 40 τουρκικά μαχητικά f-16 , υποστηριζόμενα από στρατιωτικά drones, βομβάρδισαν την Γκάρα. Σε αυτήν τη φάση της επιχείρησης πιστεύεται ότι εκτελέστηκαν οι 13 Τούρκοι κρατούμενοι.

Μετά το σφυροκόπημα των τουρκικών μαχητικών, ένα ελικόπτερο τύπου S-70 Sikorsky προσέγγισε τη σπηλιά και αποβίβασε τρεις ομάδες των ειδικών δυνάμεων. Στην προσπάθεια να διασφαλίσουν την πρόσβαση στη σπηλιά, άλλοι τρεις Τούρκοι στρατιώτες έχασαν τη ζωή τους, ενώ κατά την είσοδό τους στο σημείο είχαν διαπιστώσει ότι οι κρατούμενοι ήταν ήδη νεκροί.

Σύμφωνα με τα τοπικά μέσα, η αιματοβαμμένη επιχείρηση τερματίστηκε στις 14 Φεβρουαρίου με την αποχώρηση των Τούρκων στρατιωτών. Το αποτέλεσμά της προκάλεσε οργή στο εσωτερικό της Τουρκίας και δημιούργησε πλήθος ερωτημάτων για την τραγική κατάληξη των αιχμαλώτων. Ίσως το πιο ουσιαστικό ερώτημα που δεν απαντήθηκε ήταν το πολιτικό και στρατιωτικό ζητούμενο αυτής της επιχείρησης «διάσωσης».

Σενάρια για εισβολή

Πάντως, φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ της Τουρκίας, θέλοντας να «χρυσώσουν το χάπι», υποστηρίζουν ότι η επιδρομή στην Γκάρα θα μπορούσε να είναι ο προάγγελος μιας τουρκικής εισβολής στο Σιντζάρ. Ειδικοί εκτιμούν ότι υπάρχουν δύο σενάρια για την πιθανολογούμενη επέμβαση της Άγκυρας στο Σιντζάρ.

Κατά το πρώτο σενάριο η Τουρκία θα χρησιμοποιήσει στρατό ξηράς και αεροπορία για να οδηγήσει το PKK εκτός περιοχής, χωρίς όμως τη συγκατάθεση του Ιράκ. Αυτή η ενέργεια αναμένεται, όμως, ότι θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια σε έντονες αντιδράσεις από το Ιράκ, τις ΗΠΑ, το Ιράν, τη Ρωσία και την ΕΕ.

Το δεύτερο σενάριο προνοεί τη συμφωνία με τη Βαγδάτη και το Ερμπίλ (την ηγεσία του Ιρακινού Κουρδιστάν), η οποία ουσιαστικά θα προβλέπει χερσαία επιχείρηση σε συνεργασία με τις δυνάμεις του Ιράκ και του Ιρακινού Κουρδιστάν και την υποστήριξη της τουρκικής αεροπορίας. Η Άγκυρα είχε προτείνει και στο παρελθόν μια παρόμοια συμφωνία στη Βαγδάτη και στο Ερμπίλ, αλλά δεν την είχαν αποδεχτεί.

Η μετωπική επίθεση Ερντογάν στις ΗΠΑ και η αναδίπλωση

Μετά τη λυσσαλέα επίθεση του Ερντογάν κατά των ΗΠΑ, κατά την οποία τις κατηγόρησε ότι «εκτέλεσαν» τους 13 Τούρκους στο βόρειο Ιράκ, η αμερικανική διπλωματία προχώρησε σε ολική αναδίπλωση της προηγούμενης δήλωσής της για να κατευνάσει την οργή του νεοσουλτάνου.

Του διπλωματικού αυτού επεισοδίου είχε προηγηθεί η ομοβροντία κατά των ΗΠΑ των τουρκικών ΜΜΕ, τα οποία σε πρωτοσέλιδα έγραφαν ότι «οι Αμερικανοί μεταφέρουν όπλα στους δολοφόνους». Σύμφωνα με όσα έγραψαν, ένα αμερικανικό στρατιωτικό κομβόι φέρεται να είχε μεταφέρει όπλα στη βόρεια Συρία, σε περιοχές που κατέχει το PKK / PYD. «Την ώρα που η Τουρκία πενθεί τους πολίτες της που δολοφονήθηκαν από το ΡΚΚ, τα αμερικανικά κομβόι συνεχίζουν να μεταφέρουν όπλα σε μια τρομοκρατική οργάνωση», ανέφερε χαρακτηριστικά η «Χουριέτ».

Στην πρώτη τηλεφωνική συνομιλία που είχαν ο Άντονι Μπλίνκεν και ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου μετά την ανάληψη καθηκόντων της αμερικανικής κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν, ο επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας επιχείρησε να καθησυχάσει την Τουρκία, εκφράζοντας τα συλλυπητήριά του για τον θάνατο Τούρκων ομήρων στο βόρειο Ιράκ και ανασκευάζοντας την προηγούμενη δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, αναγνωρίζοντας ότι «οι τρομοκράτες του ΡΚΚ φέρουν την ευθύνη».

Δεν λησμονείται όμως ότι στην ίδια συνομιλία, σε ένα είδος «δίκαιης ανταλλαγής», ο Μπλίνκεν προέτρεψε εκ νέου τον Τσαβούσογλου να μη διατηρήσει η Άγκυρα το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400 που έχει αγοράσει από τη Μόσχα, μια υπόθεση που προκαλεί διαρκώς τριβές μεταξύ των δύο ΝΑΤΟϊκών συμμάχων.

Τα πυρά στο εσωτερικό και η υπόσχεση για εκδίκηση

Δύο ημέρες μετά τον θάνατο των 13 Τούρκων πολιτών στο βόρειο Ιράκ, ο Τούρκος Πρόεδρος υποσχέθηκε εκδίκηση, ανακοινώνοντας την έναρξη νέας στρατιωτικής επιχείρησης κατά του ΡΚΚ. Παραβλέποντας τις ανθρώπινες απώλειες, δήλωσε ότι «θα επεκτείνουμε την επόμενη περίοδο τις ήδη επιτυχημένες επιχειρήσεις μας και σε περιοχές όπου υπάρχουν σοβαρές απειλές».

Μάλιστα, διαβεβαίωσε ότι «θα γίνει ο τάφος τους εδώ, θα προχωράμε χωρίς να σταματάμε, να το ξέρουν αυτό. Δεν θα περιμένουμε να έρθουν οι τρομοκράτες σ’ εμάς, θα πάμε εμείς και θα συντρίψουμε τα κεφάλια τους μέσα στα κρησφύγετά τους. Θα παραμείνουμε εκεί για όσο χρειαστεί, μέχρι να βάλουμε τέλος σε αυτές τις επιθέσεις».

Τα «αλυχτίσματα» του Ερντογάν σε καμιά περίπτωση δεν απευθύνονταν μόνο στους Κούρδους, αλλά είχαν αποδέκτες και στο εσωτερικό της χώρας, αφού τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν πιέσεις προς την κυβέρνηση για να δώσει απαντήσεις για την αποτυχημένη διασυνοριακή επιχείρηση.

Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, επικεφαλής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης - Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) - σε έντονο ύφος ζήτησε από την κυβέρνηση να υποδείξει τους υπευθύνους «για την αποτυχία της επιχείρησης», τονίζοντας ότι «το χώμα βάφτηκε με το αίμα των 13 αδελφών μας. Θα μπορούσαν να είχαν επιστρέψει στην Τουρκία. Ο στρατός πραγματοποίησε μια επίθεση με τύμπανα και τρομπέτες. Ο Ταγίπ Ερντογάν είναι υπεύθυνος για τους 13 μάρτυρές μας».

Πώς η τραγωδία ωφελεί τον Ερντογάν

Πάντως, αναλυτές εκτιμούν ότι η κρίση αυτή ήρθε σε μια βολική χρονική συγκυρία για τον Ερντογάν, αφού η αναζωπύρωση του αντικουρδικού αισθήματος θα μπορούσε να υποβοηθήσει στην επίτευξη πρόσθετων στόχων.

Την 1η Φεβρουαρίου ο Τούρκος Πρόεδρος δεν απέκλεισε την πιθανότητα να αλλάξει το Σύνταγμα. Το νέο Σύνταγμα πιθανολογείται ότι θα βασίζεται σε μια ιδέα που εκφράστηκε εβδομάδες πριν από τον αρχηγό του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (MHP), Ντεβλέτ Μπαχτσελί, σύμμαχο του Ερντογάν, ο οποίος πρότεινε μια συνταγματική αλλαγή για την απαγόρευση του φιλοκουρδικού κόμματος HDP με την κατηγορία της υποκίνησης του αυτονομισμού. Τη Δευτέρα, μέλη του HDP ήταν μεταξύ εκείνων που τέθηκαν υπό κράτηση κατά τις μαζικές συλλήψεις, κατηγορούμενοι για σχέσεις με το PKK.

Επιπρόσθετα, η τραγωδία φαίνεται ότι ανοίγει την όρεξη του Ερντογάν για νέες εκκαθαρίσεις των Κούρδων του PKK στην περιοχή του Σιντζάρ. Αναλυτές δεν αποκλείουν μια επαναπροσέγγιση της Τουρκίας με το Ιράκ και την περιφερειακή κυβέρνηση του Κουρδιστάν για συντονισμό των νέων επιχειρήσεων επί των εδαφών των τελευταίων.

Μάλιστα, δεν έκρυψε τους σχεδιασμούς του για τη δημιουργία άλλης μιας «ασφαλούς ζώνης» στα σύνορά της Τουρκίας, αναφέροντας αυτολεξεί ότι «θα επεκτείνουμε τις δραστηριότητές μας στις περιοχές όπου υπάρχει κίνδυνος. Θα παραμείνουμε σ’ εκείνες τις περιοχές που ασφαλίζουμε για όσο χρειαστεί».