To ισραηλινό παράδειγμα σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας

To Ισραήλ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την τραγωδία του Ολοκαυτώματος επεδίωξε και σταδιακά πέτυχε την ανάδειξή του σε σημαντική δύναμη της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, αξιοποιώντας, όχι μόνο τη στρατιωτική του ισχύ και την αδιαμφισβήτητη παγκόσμια επιρροή του διεθνούς εβραϊκού λόμπι, αλλά και την εσωτερική κοινωνικοπολιτική συνοχή της ισραηλινής κρατικής οντότητας, που προβάλλει ως προστιθέμενη ισχύς στην υφιστάμενη πανταχόθεν ασκούμενη επιρροή του Ισραήλ στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου, καθώς και σε πολλαπλά σημεία της διεθνούς κοινότητας.

Δεδομένης της μόνιμης συνθήκης ενός διεθνοπολιτικά άναρχου διεθνούς περιβάλλοντος, που παραπέμπει στην απουσία παγκόσμιου συστήματος ύπαρξης όρων και συνθηκών επιβολής διεθνούς δικαιοταξίας, το Ισραήλ ενσωματώνοντας στη στρατηγική του το κατά τα ανωτέρω υφιστάμενο άναρχο διεθνοπολιτικό πλαίσιο, αναπτύσσει διαχρονικά και σε επίπεδο εθνικής στρατηγικής πολιτικές ανάδειξής του σε δύναμη κυριαρχίας και επιβολής συνθηκών και όρων που αποτυπώνουν το εθνικό του συμφέρον.

Το εθνικό συμφέρον, όχι μόνο του Ισραήλ, αλλά και κάθε κρατικής οντότητας, υποκειμένου διεθνούς δικαίου, συνιστά την πεμπτουσία αφετηρίας δράσης, ισχυρής παρουσίας και ευρύτερης επίτευξης στόχων και στρατηγικών, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπολιτικά στο ευρύτερο διεθνές σύστημα κρατών και πολιτισμών.

Το ισραηλινό παράδειγμα, που αποτύπωνε μια συνθήκη κρατικοπολιτικής και πολιτιστικής επιβίωσης σε ένα ισχυρό σύμπλεγμα εχθρικού αραβικού περιβάλλοντος, όπως τούτο ανεδείχθη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, εφαρμόζοντας κατά τρόπο απαράμιλλο τη Θουκυδίδειο αρχή του δικαίου της ισχύος και όχι αντιστρόφως της του δικαίου ισχύος, σε συνδυασμό με την ικανότητα αντοχής στον χρόνο και αμετάθετης προσήλωσης στους εθνικούς στόχους, κατόρθωσε σήμερα, 73 χρόνια μετά την ίδρυση του εβραϊκού κράτους, να λειτουργεί ως κυρίαρχη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής θέτοντας στρατηγικές στοχεύσεις και επιδιώξεις, λειτουργώντας εν προκειμένω και ως ρυθμιστής των εξελίξεων στην ευρύτερη περιοχή.

Οι πρόσφατες ιστορικής διάστασης συμφωνίες ειρήνης, που έλαβαν χώραν μεταξύ Ισραήλ και Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, όπως και η στο παρελθόν αντίστοιχη συμφωνία με το Κάιρο, αναδεικνύουν τον στρατηγικό ρόλο του Ισραήλ στην περιοχή, επιβεβαιώνοντας την επιτυχή απόληξη μιας μακροχρόνιας πορείας πραγμάτωσης γεωπολιτικών επιδιώξεων.

Το Παλαιστινιακό Πρόβλημα, που αποτελούσε την κύρια αναφορά της μεσανατολικής διένεξης και που συνιστούσε, ταυτόχρονα, μαζί με το Κυπριακό, ένα από τα παλαιότερα και πλέον δυσεπίλυτα διεθνή προβλήματα, οδηγείται τοιουτοτρόπως και εκ των διαμορφούμενων συνθηκών σε μια διαδικασία περιθωριοποιημένης διευθέτησης στο πλαίσιο της γνωστής διάστασης επιβολής του ισχυροτέρου έναντι του ασθενέστερου, ανεξαρτήτως του υφιστάμενου εν προκειμένω δικαίου με βάση τα δεδομένα της ιστορικής διαδρομής.

Η πορεία του Ισραήλ, που κατά τα ανωτέρω συνιστά παράδειγμα υπεροχής της ισχύος έναντι του δικαίου, οφείλει να αποτελεί, στο πλαίσιο της ρεαλιστικής σχολής προσέγγισης ενός άναρχου διεθνούς συστήματος κρατών, ιδιαίτερη αναφορά κράτους με ικανότητα υπεράσπισης και επιβολής ίδιων εθνικών συμφερόντων.

Ελλάδα και Κύπρος, ευρισκόμενες υπό τη διαρκή τουρκική απειλή αναθεώρησης των υφισταμένων συνθηκών διεθνούς δικαιοταξίας και ούσα ταυτοχρόνως η Κύπρος εδώ και 46 χρόνια υπό τουρκική κατοχή, έχοντας το διεθνές δίκαιο κατά διαδηλωτικό τρόπο με το μέρος τους, εμφανίζονται σε αντιδιαστολή προς το προαναφερθέν ισραηλινό προηγούμενο σε αδυναμία ή ανικανότητα εκπόνησης του αναγκαίου εκείνου στρατηγικού σχεδιασμού προβολής ισχύος, που θα αναδείκνυε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που μπορούν και οφείλουν να προβάλουν τα δύο κράτη του Ελληνισμού στον ευρύτερο μεσογειακό χώρο επιτυγχάνοντας, ταυτόχρονα, την αποκατάσταση της διεθνούς νομιμότητας στην κατεχόμενη βόρεια περιοχή της Κύπρου, όπερ και συνιστά διαρκή και ανεπούλωτη πληγή του Ελληνισμού.

*Ομότιμος Καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο